«Νταϊάνα Νάιαντ»: Η ταινία για την ιστορία της μαραθωνοδρόμου κολυμβήτριας με το αχτύπητο υποκριτικά δίδυμο των Ανέτ Μπένινγκ και Τζόντι Φόστερ

Η Μπένινγκ μαζί με την Φόστερ παραδίδουν μαθήματα υποκριτικής σε μία ταινία που σε καθησυχάζει πως η ομορφιά και το ταλέντο είναι δυνάμεις φυλαχτό στη ζωή σου που δεν σε εγκαταλείπουν ποτέ

Είναι η μέρα των γενεθλίων της. Η Νταϊάνα Νάιαντ γίνεται 60 ετών. Κοιτάζοντας στον καθρέφτη το πρόσωπό της, ολόκληρη η ζωή της περνάει καρέ καρέ στο μυαλό της …ίσως. Αυτό που σίγουρα θα μάθουμε είναι ότι αυτή είναι η μέρα που θα σηματοδοτήσει για εκείνη μια νέα αρχή. Μια επανεκκίνηση. Για να ξαναπιάσει αυτό που τέσσερις περίπου δεκαετίες πριν άφησε στη μέση. Την ολοκλήρωση ενός σπουδαίου κατορθώματος. Τον διάπλου από την Κούβα στη Φλόριντα, μέσω των στενών της Φλόριντα.

Το «Νταϊάνα Νάιαντ» αφηγείται την ιστορία της, μιας μαραθωνοδρόμου κολυμβήτριας που έσπασε ρεκόρ και πέτυχε πολλές πρωτιές στο άθλημα. Σε ηλικία 60 ετών, αποφάσισε να ολοκληρώσει το κατόρθωμα που δεν μπόρεσε να κάνει όταν ήταν 28 ετών – να κολυμπήσει περισσότερα από 100 μίλια από την Κούβα στη Φλόριντα χωρίς τη βοήθεια σιδερένιου προστατευτικού κλωβού ενάντια στα αιχμηρά δόντια και τις ορέξεις ενός καρχαρία, με μόνο εφόδιο τη θέληση, τη σωματική της αντοχή και τη κολυμβητική της φυσικά δεινότητα. Και μπορεί τα νερά της Φλόριντα να είναι αρκετά πιο ζεστά από εκείνα της Μάγχης αλλά τα ρεύματα που υπάρχουν και τα περίεργα «εξωτικά» είδη που μπορεί κανείς να συναντήσει στο διάβα του, τα καθιστούν άκρως επικίνδυνα.

 

 

Η Νταϊάνα Νάιαντ (Ανέτ Μπένινγκ) θα μας κάνει αμέσως σαφή τον θαυμασμό για το ίδιο της το επώνυμο που προέρχεται από τις Ναϊάδες της ελληνικής μυθολογίας: «Οι νύμφες που κολυμπούσαν στις λίμνες, τα ποτάμια και τον ωκεανό», δεν θα σταματήσει να μοιράζεται σε όσoυς με υπομονή συχνά θα παραδίδονται στη φλύαρη συχνά, αφήγηση των νεανικών της κατορθωμάτων. Η πάντα υπομονετική καλύτερη φίλη της, η Μπόνι (Τζόντι Φόστερ), δίπλα της αρωγός σε κάθε της παρόρμηση.

Στη ταινία γινόμαστε μάρτυρες ακριβώς αυτής της προσπάθειας. Να προετοιμαστεί σωματικά, γιατί ψυχικά δείχνει πανέτοιμη, για να κολυμπήσει ασταμάτητα από την Κούβα στη Φλόριντα – για ημέρες ανάμεσα σε καρχαρίες, καταιγίδες, τσούχτρες με παραισθητικά και θανατηφόρες τοξίνες που μπορεί να σε παραλύσουν ή ακόμα και να σε οδηγήσουν στον θάνατο. Το ρεύμα του Κόλπου, αν ο κολυμβητής δεν καθοδηγείται από έναν έμπειρο πλοηγό, όπως έγινε στην προηγούμενη απόπειρά της, μπορεί να βρεθεί εύκολα εκτός πορείας. Λίγοι άνθρωποι το είχαν επιχειρήσει, αλλά μόνο με κλουβιά καρχαριών, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας Ναιάδ κατά την πρώτη της προσπάθεια στα 20 της χρόνια.

Με τους φόβους της ηλικίας και τα συναισθήματα της μετριότητας να την περιτριγυρίζουν, επιστρέφει στην πισίνα, για πρώτη φορά μετά από χρόνια και αυτό ξυπνάει ξανά αυτή τη δίψα, βάζοντάς την σε μια αποστολή που πολλοί αποκαλούν αδύνατη, συμπεριλαμβανομένης της καλύτερης φίλης της Μπόνι.

Οι σκηνοθέτες Elizabeth Chai Vasarhelyi και Jimmy Chin έχουν μια αρκετά μεγάλη πρόκληση. Να αφηγηθούν μια, σχεδόν βιογραφική ιστορία στη μικρή οθόνη που στο κέντρο του υπάρχει ένα τολμηρό εγχείρημα, καθώς μεγάλο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται αναπόφευκτα στο νερό μαζί με τη Nyad, καθώς προπονείται και τελικά κάνει τις πολλές απόπειρές της (η ταινία παρακολουθεί τέσσερις από αυτές, καθώς η πρώτη επίσημη ήταν το 1978).

Η κολύμβηση δεν είναι μια εύκολα κινηματογραφική αποτύπωση. Και εδώ μπορεί κανείς να πει πως υπάρχουν μερικές πολύ καλές στιγμές και πλάνα ειδικά όταν παρακολουθούμε τη Νάιαντ να κολυμπάει τη νύχτα με ένα σχοινί από κόκκινα φώτα ή όταν εξαντλημένη, παραδίδεται σε ένα μεθυστικό ντελίριο ενατένισης του νυχτερινού ουρανού. Μια εικόνα που θυμίζει την Έστερ Γουίλιαμς πάνω από ένα φανταστικό Ταζ Μαχάλ, με πολύχρωμα ψάρια να στροβιλίζονται γύρω από τους αστραγάλους της.

Το περιπετειώδες αυτό ταξίδι της προς την κατάκτηση του προσωπικού της ονείρου, έχει σαν φόντο αποσπάσματα πραγματικού ειδησεογραφικού υλικού, αποσπάσματα της νεότερης Nyad, αναδρομές στην παιδική της ηλικία και την κακοποίηση από τον προπονητή της, αλλά και τα playlists που τη συνοδεύουν. Παρά τις πολλές εικονογραφικές προσθήκες του παρελθόντος, το σενάριο, από την τηλεοπτική σεναριογράφο Julia Cox, δεν είναι ποτέ σε θέση να μας δώσει απάντηση για την τεράστια επιμονή της Nyad, που συχνά ξεπερνάει τα όρια της ανθρώπινης λογικής, βάζοντας τον εαυτό της αλλά και το πλήρωμα σε κίνδυνο, να αναλάβει μια τόσο σκληρή δοκιμασία αντοχής.

Βλέπουμε το δέρμα της με φουσκάλες από εγκαύματα από τον ήλιο και το θαλασσινό αλάτι, τα μάτια και τα χείλη της πρησμένα να της δίνουν μια τερατώδη μορφή, το σώμα της και το πρόσωπό της να μαστιγώνεται από τα τοξικά πλοκαμιών επικίνδυνων μεδουσών, ολόκληρη ημιλιπόθυμη και εξαντλημένη να υποφέρει αλλά να συνεχίζει την κολύμβηση, σχεδόν υπνωτισμένη, υποκινούμενη από μια δύναμη που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε μήτε να κατανοήσουμε. Το να «μπαίνεις στα παπούτσια του άλλου», ειδικά ενός άλλου με υπεράνθρωπες σχεδόν αντοχές, υποκινούμενου από τραύματα και προσωπικές φιλοδοξίες σε μέγεθος ογκόλιθου μπορεί να μην είναι πάντα τελικά εφικτό.

Μερικές φορές μοιάζει σαν η ταινία να είναι παγιδευμένη κάπου ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και την αφήγηση. Η ταινία εναλλάσσει τους τόνους ασταμάτητα δίνοντας την αίσθηση πως αναζητά τον τόνο της φωνής της.

 

 

Ωστόσο, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκηνές εκτός νερού, που επιτρέπουν στην ιδιοφυή Μπένινγκ να κάνει κάτι περισσότερο από το να κολυμπάει με παροξυστική μανία. Σκηνές που στρέφουν το βλέμμα στη φιλία αυτών των δύο ηλικιωμένων ομοφυλόφιλων γυναικών, όταν ο έρωτάς τους πια έχει φθίνει ή αλλάξει ρότα, στην τεράστια αγάπη και φροντίδα που έχουν η μία για την άλλη. Μια σχέση απαλλαγμένη από ρομαντισμό, συχνά με την ένταση και τη μεγάλη επιθυμία του δεύτερου χαρακτήρα, της Μπόνι δηλαδή, να χαράξει με τη σειρά της τη δική της προσωπική πορεία, αρνούμενη να γίνει δεδομένη για την πρωταγωνίστρια, τη Ναιάδ που μοιάζει διαρκώς να κινεί τον χορό της ζωής τους, όλα αυτά κάνουν το δράμα πιο συναρπαστικό. Ενώ η αφοσιωμένη Μπένινγκ τα δίνει όλα σε έναν σκληρό, σωματικά απαιτητικό ρόλο, που αξίζει τουλάχιστον άλλη μια υποψηφιότητα, αν όχι απαραίτητα μια νίκη, η Φόστερ είναι αυτή που κλέβει την ταινία θυμίζοντάς μας τα υποκριτικά της ταλέντα. Ένα αχτύπητο πραγματικά δίδυμο που σε καθησυχάζει πως η ομορφιά και το ταλέντο είναι δυνάμεις φυλαχτό στη ζωή σου. Δεν σε εγκαταλείπουν ποτέ.

– spoiler alert

«Θέλω να πω τρία πράγματα. Πρώτον, ποτέ μα ποτέ να μην εγκαταλείπεις. Δεύτερον, ποτέ δεν είσαι μεγάλη να κυνηγήσεις τα όνειρά σου. Και τρίτον, φαίνεται να είναι μοναχικό άθλημα, αλλά αγωνίζεται ολόκληρη ομάδα».

Έτσι θα κλείσει η ταινία. Και εδώ εντοπίζεται όλη η ουσία της και το απόλυτο μήνυμά της. Με όποιες αδυναμίες και αν έχει, με όποιες αστοχίες και αν κριθεί πως έχει, το μήνυμα αυτό αρκεί για να χειροκροτήσω την ταινία, ειδικά δια στόματος της εξαίρετης Μπένινγκ που μαζί με την Φόστερ αγκαλιά, παραδίδουν μαθήματα υποκριτικής.

tags / Netflix

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.