«Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου» του Ράντου Ζούντε: Χτύπησες; Φταις

Το μπαλάκι σε σένα, οι καρτέλες σε μας

Το ξυπνητήρι χτυπάει, είναι μόλις έξι παρά δέκα, η Άντζελα σιχτιρίζει και αναστενάζει και ξανασιχτιρίζει, γιατί ο συνδυασμός πολύ πρωινό ξύπνημα και υποχρέωση να πας στη δουλειά σου σε χτυπάει σε δύο βασικές ανάγκες: τίποτα από τα δύο δεν είναι ακριβώς φυσιολογικό, ή, δεν ξέρω, ενδεχομένως και να είναι το μόνο φυσιολογικό, ωστόσο οι άνθρωποι θα έπρεπε θεωρητικά να μπορούν να κοιμούνται όσο θέλουν μέχρι να χορταίνουν ύπνο, οι άνθρωποι θα έπρεπε θεωρητικά να μπορούν να εργάζονται με τους όρους τους και τις προϋποθέσεις τους, αλλά αυτά θα αντιτείνει κάποιος είναι επιθυμίες και όχι δικαιώματα.

Όταν έχεις εξαρτημένη εργασία ας πούμε, δεν γίνεται να βάζεις εσύ τους όρους και τις προϋποθέσεις, σωστά; Ούτε καν αυτό δεν έχει η Άντζελα, ούτε καν αυτό στο σκέλος των δικαιωμάτων δηλαδή, γιατί στο σκέλος των υποχρεώσεων το έχει και το παραέχει, είναι εξωτερική συνεργάτις μιας εταιρίας παραγωγής, οι υπερωρίες που κάνει σιγά μην υπολογιστούν και πληρωθούν ως υπερωρίες, για την συμφωνημένη αμοιβή της πρέπει να παρακαλάει συνέχεια να μην της την καθυστερούν. 

Η εταιρία παραγωγής τώρα έχει κλείσει μια δουλειά για ένα εταιρικό βίντεο μιας πολυεθνικής με έδρα την Αυστρία και εργοστάσια στη Ρουμανία. Το βίντεο θα αφορά την ασφάλεια στην εργασία και έχει σκοπό να δώσει ένα καλό μήνυμα προς τους εργαζομένους, να φορούν όλοι τους κράνη και γενικότερα να παίρνουν όλα τα αναγκαία προστατευτικά μέτρα. Γιατί, αν δεν το κάνουν, κινδυνεύουν να χτυπήσουν πολύ σοβαρά. Και ποιος πιο αρμόδιος να τους το επισημάνει από εργαζόμενους που ήδη έχουν χτυπήσει πολύ σοβαρά, που έπρεπε να πάθουν για να μάθουν, που αν είχαν λάβει τα απαραίτητα μέτρα δεν θα πάθαιναν.

 

 

Η Άντζελα θα πρέπει να πάει σε διάφορες γωνιές του Βουκουρεστίου και των περιχώρων του, θα πρέπει να πάρει συνεντεύξεις από τους ανθρώπους όπου θα της λένε με λίγα λόγια πώς έγινε το δικό τους εργατικό ατύχημα, ώστε να τις τραβήξει με το κινητό της, να τις περάσει στο λάπτοπ της, να τις στείλει αμέσως στην εταιρία παραγωγής, προκειμένου να επιλεγεί με το αζημίωτο ο καταλληλότερος. Μετά θα πρέπει να πάει να πάρει κάτι φακούς από ένα στούντιο, θα πρέπει να προλάβει να πάει στη σύσκεψη και τη βιντεοδιάσκεψη με τη Γερμανίδα εξέκιουτιβ της πολυεθνικής, θα πρέπει όταν αποφασιστεί ποιος θα είναι ο νικητής ανάπηρος να ξαναπάει να τον παραλάβει και να τον φέρει για τις υπογραφές, θα πρέπει στο τέλος το βράδυ να παραλάβει απ’ το αεροδρόμιο την εξέκιουτιβ και να την πάει στο ξενοδοχείο της.

Στο μεταξύ θα προσπαθήσει να χωρέσει οικογενειακές υποχρεώσεις με τη μάνα της, γιατί κάνουν εκταφή τον πατέρα της που πέθανε πριν μερικούς μήνες, αφού μέρος του νεκροταφείου ήταν παρανόμως χτισμένο σε οικόπεδο που έχει αγοράσει άλλη μεγάλη εταιρία, ούτε να πεθάνεις δεν μπορείς σε αυτή τη χώρα, ούτε σχεδόν να γαμήσεις, αλλά ΟΚ, η Άντζελα σε μια επίδειξη επαγγελματικής αναισθησίας και εις βάρος του χρόνου κατά τον οποίο θα έπρεπε να εργάζεται, θα προσπαθήσει να δει στα κλεφτά και για τόσο όσο και μέσα στο αυτοκίνητο τον φίλο της και να κάνουν πραγματάκια εκεί. Κι ίσως να της δανείσει προσωρινά και λίγα λεφτά, γιατί έχουν αργήσει να την πληρώσουν. 

Άνθρωποι με περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά προβλήματα αναπηρίας, όλα συνεπεία εργατικών ατυχημάτων. Σχεδόν σε όλα γίνεται περιγραφή των υπερωριών που είχαν αναγκαστεί να κάνουν. Και η Άντζελα επιφορτισμένη να καταγράψει το φαινόμενο, επιφορτισμένη να βοηθήσει να γυριστεί το βίντεο που θα καθιστά την εργασία πιο ασφαλή για τους εργαζόμενους, μπαίνει στη διακινδύνευση, μπαίνει σε αυτή τη σφαίρα, εργαζόμενη κυριολεκτικά όλη μέρα, οδηγώντας στα όρια της εξάντλησης.  

 

 

Ξεχνάω κάτι; 

Ναι. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, ανεβάζει μέσα στη μέρα, σχεδόν σε κάθε στάση της ή και οδηγώντας, βιντεάκια στο TikTok. Εκεί είναι κάποια άλλη, κάποιος άλλος μάλλον, ο Μπομπίτα, με ένα φίλτρο με σφιχτά φρύδια και μουστάκι και φαλάκρα, που όμως δεν κρύβει που και που τα ξανθά μαλλιά της. Ο Μπομπίτα είναι μια καρικατούρα ακραίου σεξισμού, μισογυνισμού και ματσίλας, κολλητός του Άντριου Τέιτ, πουτινικός, βωμολόχος ως εκεί που δεν παίρνει, περιγράφει νον στοπ τι σεξουαλικό κάνει σε διάφορες γυναίκες, οι οποίες ως γυναίκες είναι -εννοείται- ο πάτος ο ίδιος. Τα πιστεύει αυτά; Όχι, τα λέει ειρωνικά και όποιος έχει δυο δράμια μυαλό θα έπρεπε να το καταλάβει. Και ως πραγματική γυναίκα μπορεί να βρει και στον δρόμο αντίστοιχες συμπεριφορές εις βάρος της, επειδή ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου θεωρεί ότι δεν οδηγεί καλά, ή και πράγματι μπορεί να μην οδηγεί καλά από την κούραση. 

Η ειρωνεία όμως είναι μάλλον αυτεπίστροφη, μπορεί ένα μικρό ποσοστό να τα έχει τα δυο δράμια μυαλό, αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό προς την ταύτιση μάλλον θα πηγαίνει, τι γαμάτα που τα λέει ο Μπομπίτα θα λέει, ή έστω τι πλάκα (και μόνο) που έχει. Δεν το πιάνει άραγε αυτό ή δεν τη νοιάζει, αφού έτσι, και αποφορτίζεται και έχει κι ένα σωρό followers; Μήπως αν τα βιντεάκια της εξακολουθήσουν να έχουν τέτοια εκρηκτική άνθιση, θα μπορέσει να βρει έναν τρόπο το ξέδωμα να μετατραπεί σε εναλλακτική πηγή εισοδήματος και να πάψει να οδηγεί μόνο σε μικρές αποδράσεις από τους εξαντλητικούς εργασιακούς ρυθμούς; Την απασχολούν άραγε αυτά την Άντζελα ή απλά ξεδίνει;

 

 

Η Άντζελα διαμαρτύρεται στο αφεντικό της, του αντιμιλάει, του λέει ότι δε γίνεται να είναι όλη μέρα στον δρόμο, ότι πρέπει να πάει λίγο σπίτι να ξεκουραστεί, αλλά ποια είναι άραγε η χειρότερη παθητικότητα; Το να κάνεις αγόγγυστα ό,τι σου ζητάνε, ή να τα λες, να ξεσπαθώνεις και στο τέλος να υποχωρείς (ή ίσως να μην είναι καν το τέλος, να είναι από την αρχή δεδομένο και γνωστό σε όλους ότι θα υποχωρήσεις); Α ναι, και τις μέρες που η εταιρία παραγωγής δεν τρέχει κάποιο πρότζεκτ, κι έτσι κι εκείνη δεν έχει από πού να πληρωθεί, συνεργάζεται με το Uber.  

Κάθε ταινία μιλάει με έναν τρόπο για την εποχή της, ακόμα κι αν είναι επιστημονικής φαντασίας ή «εποχής», αφού ακόμα κι αν διαδραματίζεται σε άλλες εποχές, δε γίνεται να μην αναπαράξει ανησυχίες, προβληματικές και τρόπους σκέψης της δικής της. Αλλά οι ταινίες που είναι γυρισμένες στο σήμερά τους, ειδικά όταν βγαίνουν έξω από τα στούντιο και καταγράφουν τη ζωή στην πόλη, έστω ως φόντο μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία τους, λειτουργούν άθελά τους και ως ένα είδος ντοκιμαντέρ. Οποιαδήποτε παλιά ελληνική ταινία δείτε, οποιαδήποτε βιντεοκασέτα ακόμα, καταγράφει το πώς ζούσαν οι άνθρωποι τότε, το πώς ήταν οι πόλεις, τα σπίτια, ο κόσμος, τα αυτοκίνητα, οι διαφημίσεις, τα ρούχα κ.ο.κ. 

Ο Ράντου Ζούντε χρησιμοποιεί μια αληθινή ταινία του 1981 της εποχής Τσαουσέσκου, με ηρωίδα μια γυναίκα ταξιτζή, Άντζελα κι εκείνη, ενσωματώνοντας τμήματά της στη δική του ταινία και φτιάχνοντας έναν μικρό «διάλογο» ανάμεσά τους. Η Άντζελα του 1981 και η Άντζελα του 2023 εργάζονται οδηγώντας στο Βουκουρέστι. Ανά στιγμές επεμβαίνει ακόμα περισσότερο στο σώμα της παλιάς ταινίας, την προβάλλει σε αργή κίνηση, παγώνει την εικόνα, μας αφήνει να δούμε απλούς ανθρώπους που παρεισέφρησαν ως περαστικοί, απλούς ανθρώπους του τότε που καταγράφηκαν. Και ύστερα μας δείχνει και τους πρωταγωνιστές της, ως τμήμα της ιστορίας της δικής του ταινίας, καθώς η ιστορία τους συνεχίζεται πια μέσα σε μια άλλη μυθοπλασία.

 

 

Και ύστερα μια ακόμα καταγραφή. Οι σταυροί με τους εκατοντάδες νεκρούς που έχουν σκοτωθεί κατά μήκος ενός εθνικού δρόμου που έχει μια λωρίδα κυκλοφορίας και μια ΛΕΑ που δεν τηρείται ποτέ. Ακόμη κι αν αυτό το εμβόλιμο κομμάτι είναι ίσως κάπως άγαρμπο, ακόμα κι αν ίσως ο Ζούντε δείχνει περισσότερη ώρα από όσο θα έπρεπε τους σταυρούς, το σώμα της ταινίας του που αποτελούνταν ως εκείνη τη στιγμή από δύο μυθοπλασίες που συνομιλούσαν μεταξύ τους και απεικόνιζαν εν μέρει ηθελημένα εν μέρει αθέλητα την εποχή τους, ανοίγει ακόμα περισσότερα για να καταγράψει ντοκιμαντερίστικα μνημεία και σταυρούς. Που αντιστοιχούν σε ανθρώπους αληθινούς. Τα χαραγμένα στους σταυρούς ονόματά τους κερδίζουν τη μικρή, ίσως ασήμαντη ίσως όμως κι όχι εντελώς, δική τους αθανασία, το σινεμά γίνεται ένα δεύτερο μνημείο που τα φιλοξενεί κυριολεκτικά.

Μία από τις λίγες ενστάσεις που είχα για την προηγούμενη ταινία του Ζούντε, το «Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό», ήταν ότι επικεντρωνόταν αποκλειστικά στις κακοδαιμονίες και τις παθογένειες της Ρουμανίας, αφήνοντας τη Δύση σε ένα κάποιο απυρόβλητο και σε έναν ρόλο μάλλον προτύπου. Στο «Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου», ενώ εξακολουθεί να κοιτά τη ρουμανική κοινωνία με τρόπο καυστικό, επεκτείνει την καυστικότητα της ματιάς του και προς τη Δύση. Η Γερμανίδα επιτελής της πολυεθνικής αρχικά δηλώνει άγνοια για το αν το εργοστάσιό της κόβει τα ρουμανικά δάση, αφού δεν είναι ο τομέας της, μπορούμε ίσως να την πιστέψουμε, μπορούμε να κρίνουμε πολιτικά ακόμα κι αυτή την άγνοια, μπορούμε πάντως σίγουρα να βρούμε μια μεγαλύτερη αλήθεια σε εκείνο που ακολουθεί ως συμπληρωματική της σκέψη: «Αν συμβαίνει πάντως όντως αυτό, η Ρουμανία φταίει».

Όχι ότι δεν φταίει κι η Ρουμανία. Όχι ότι δεν έφταιγε η Ελλάδα που έφτασε στην κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Αλλά έχουμε εδώ έναν τρόπο σκέψης, που είδαμε και στο Μνημόνιο, βαθιά υποκριτικό, κυρίως γιατί σε έναν βαθμό λέει ψέματα στον ίδιο του τον εαυτό, περιορίζει το βλέμμα των Γερμανών και γενικά των δυτικοευρωπαίων μόνο στα του οίκου τους, στο πόσο καλύτερα και λειτουργικότερα ρυθμισμένα είναι από του ελληνικού, του ρουμάνικου ή άλλων, χωρίς μια ταυτόχρονη διερώτηση και αυτοκριτική για τις γεωπολιτικές και οικονομικές συνθήκες μέσω των οποίων το δικό μας κράτος αλληλεπιδρά και εκμεταλλεύεται τα άλλα. Το δικό μας κράτος ή και οι δικές μας εταιρίες. Πώς γινόμαστε πλούσιοι, τι κανόνες επιβάλλουμε, πώς λειτουργούμε; Τον καιρό των σκανδάλων της Siemens κυκλοφορούσε η φράση, ότι έτσι γίνονται οι δουλειές στην Ελλάδα, τι να κάνουμε, τι φταίνε και οι εταιρίες αν πρέπει να λαδώσουν. 

 

 

Και γενικότερα, αν εστιάζει κάπου η τελευταία ταινία του Ράντου Ζούντε είναι στην ιδεολογική επιλογή, πρακτική και δόγμα του να πετάς το μπαλάκι στον πιο αδύναμο, ενοχοποιώντας τον για τα δεινά του. Αυτός φταίει που είναι φτωχός και αδύναμος. Αυτός φταίει που δεν φορούσε κράνος. Αυτός φταίει που δεν διαμαρτυρήθηκε για να ξηλωθεί η μπάρα που προκαλεί το ατύχημα. Αν στο πρώτο μέρος της ταινίας είδαμε την πλευρά της Άντζελα, στο δεύτερο, με την κάμερα εντελώς ακίνητη, παρατηρούμε το τι μεσολαβεί μέχρι να γυριστεί το επίμαχο βιντεάκι για την ασφάλεια στην εργασία. Πώς μπλέκεται η λογοκρισία με το μοντάζ, με την επεξεργασία της εικόνας, την επεξεργασία του λόγου και την επεξεργασία του μηνύματος και όλα αυτά μαζί με την με κάθε τρόπο σωματική και ψυχική, άμεση ή έμμεση, δόλια ή εξ αμελείας, χοντροκομμένη ή πιο υπόγεια, πολυδιάστατη ισοπέδωση του αδύναμου από τον δυνατό, του θύματος από τον θύτη. Πώς γενικότερα τα θύματα πρέπει να πειστούν και να εσωτερικεύσουν ότι είναι θύτες του ίδιου τους εαυτού, ότι οι θύτες δεν είναι θύτες, είναι οι καλοί που νοιάζονται να σε προστατεύσουν απ’ τον κακό σου εαυτό και το κακό σου το κεφάλι. Κι αν δεν το εσωτερικεύσουν, να τους είναι εξαιρετικά δύσκολο ως αδύνατο να εξωτερικεύσουν με τρόπο που θα κάνει μια κάποια διαφορά την αντίδρασή τους.  

Βαθύτατα και καίρια και ουσιαστικότατα πολιτικό σινεμά (αλλά και όχι μόνο πολιτικό σινεμά), σε καμία περίπτωση μονοδιάστατα καταγγελτικό σινεμά. Ο Ζούντε στο «Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου» όχι με σοβαροφάνεια, όχι βαρύγδουπα, αλλά ανατρεπτικά και σαρκαστικά και κυρίως διαυγώς φωτίζει τις δυναμικές λειτουργίας του τόπου του και της εποχής του. Ένα από τα πολλά παραδείγματα: Ζήτω η συμπεριληπτικότητα, μια ανάπηρη που είναι και γυναίκα είναι και τσιγγάνα παίρνει έξτρα πόντους για να επιλεχθεί για το βιντεάκι, μέχρι που εξηγούν στην ξένη την εξέκιουτιβ ότι στο ρουμάνικο κοινό που θα παιχτούν τα σποτ δεν χτυπάει καλά το να είσαι τσιγγάνος. Κι αμέσως η συμπεριληπτικότητα πετάγεται στο παράθυρο, γιατί καλή είναι αν προωθεί τις πωλήσεις μας ή γενικά τους σκοπούς της εταιρίας μας, καλή είναι αν είναι έστω αμφιλεγόμενη, γιατί κι αυτό μπορεί να μας κάνει κάλο, αν όμως είναι να μας κάνει πολύ περισσότερο κακό, προχωράμε στον επόμενο.

Δεν ξέρω πόσο ελκυστική μπορεί να είναι μια ρουμάνικη ταινία που διαρκεί 143 λεπτά και η οποία έχει τις συγκεκριμένες θεματικές. Εμένα πάντως οι ώρες της κύλησαν νερό, για εμένα η απόλαυση ήταν συνολική και όχι εγκεφαλική και εκ των υστέρων, τύπου βρήκα πέντε πράγματα να πατήσω και να πω. Δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι θα σας αρέσει. Μπορώ να πω όμως ότι εμένα μου άρεσε πάρα πολύ, μπορώ να βγάλω το καπέλο στον Ράντου Ζούντε και να πω ότι εδώ έχουμε έναν δημιουργό που κανονικά θα έπρεπε να του βγάλουν το καπέλο όχι μόνο ο (πολύ πιο συγγενής του) Ρούμπεν Έστλουντ, αλλά και ο Κεν Λόουτς με τον Πολ Λάβερτι, που από τη μια δεν είναι καθόλου συγγενείς του, από την άλλη όμως είναι.

Κλείνουμε με ένα ανέκδοτο που θα πει η Άντζελα, γιατί κάπως συνοψίζει το πνεύμα και το ύφος του Ζούντε και της ταινίας του: «Πάει ένας έφηβος στις ΗΠΑ να αγοράσει από το πολυκατάστημα το ημιαυτόματο με το οποίο θα εκτελέσει ένα σωρό συμμαθητές του. Ο πωλητής του λέει μήπως θα ήταν προτιμότερο να αγοράσετε ένα μπαζούκας; Γιατί, ξέρετε, με κάθε μπαζούκας που πουλάμε στέλνουμε δώρο ένα πολυβόλο στην Ουκρανία».

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.