Η αυτοβιογραφική τριλογία της Ντέμπορα Λίβι σε τρία χρώματα

«Η ελευθερία δεν έρχεται ποτέ δωρεάν. Όποιος προσπάθησε να ζήσει έτσι, ξέρει πόσο ακριβά κοστίζει»

Κείμενο: Μαρία Μιραχτσή

 

Στην Ύδρα, τον περασμένο Οκτώβριο, κρατάω για πρώτη φορά στα χέρια μου το κίτρινο βιβλίο της Deborah Levy, «Το Κόστος της Ζωής». Δεν ήξερα τι πραγματεύεται. Μου άρεσε που αγόρασα την τριλογία μίας συγγραφέως που δεν είχα ξαναδιαβάσει, και τώρα είχα ένα κόκκινο, ένα μπλε και ένα κίτρινο βιβλίο.

Στα σκαλάκια μπροστά στη θάλασσα το φωτογραφίζω, νομίζοντας ότι έχω μπροστά μου το πρώτο της τριλογίας της. Λάθος. Ήταν το δεύτερο και κάπως έτσι άρχισα την ανάγνωση γύρω από τη ζωή της Ντέμπορα Λίβι από λανθασμένη αφετηρία.

 

 

Έξι μήνες μετά, στο πλαίσιο του φεστιβάλ “WOW Athens 2024” που πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ), η Βρετανίδα συγγραφέας στέκεται στο βήμα της αίθουσας του Φάρου και διαβάζει ένα απόσπασμα από το πρώτο βιβλίο της αυτοβιογραφικής της τριλογίας “Things I don’t want to know”.  Με τη δύση του ήλιου στο φόντο, η φωνή της αντηχεί στον χώρο όταν διαβάζει:

«Εκείνη την άνοιξη, όταν η ζωή ήταν πολύ δύσκολη και ήμουν σε πόλεμο με την τύχη μου, και απλά δεν μπορούσα να δω πού έπρεπε να πάω, έκλαιγα περισσότερο στις κυλιόμενες σκάλες των σιδηροδρομικών σταθμών». 

H Ντέμπορα Λίβι ξεκινάει τη διήγησή της, εξηγώντας ότι τα πράγματα που κανείς δεν θέλει να ξέρει, είναι συνήθως αυτά που ήδη γνωρίζει, και στην περίπτωσή της, ήταν το τέλος του γάμου της. Στο πρώτο τμήμα του βιβλίου της, παρουσιάζει προσωπικές στιγμές από τη ζωή της ως μητέρας δύο κοριτσιών, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις του γυναικείου ρόλου μέσα στην οικογένεια και διερευνώντας πώς οι πατριαρχικές δομές της κοινωνίας καθορίζουν την ψυχολογία των γυναικών και την αυτοεικόνα τους. Η συγγραφέας μιλά για τη μητρότητα ως μια εξιδανικευμένη έννοια, που ο κόσμος αγαπά πολύ περισσότερο σαν ιδέα, παρά για την καθημερινότητα που φέρει μαζί της.

 

 

Κάπως έτσι, αναλογιζόμενη τις εμπειρίες της και παραθέτοντας συχνά αποφθέγματα από τις μούσες της, Μαργκερίτ Ντυράς και Σιμόν ντε Μποβουάρ, μας μεταφέρει με αριστοτεχνικό τρόπο στη Νότιο Αφρική και την παιδική της ηλικία. Η απουσία του πατέρα της, το Απαρτχάιντ, και τα σχολικά της βιώματα θα κυριαρχήσουν στις επόμενες σελίδες.  Σε ένα απ’ αυτά, η ίδια τιμωρείται από τον διευθυντή του σχολείου της και γι’ αυτό το περιστατικό, γράφει:

«Υπήρχε κάτι που άρχισα να καταλαβαίνω στα επτά μου χρόνια. Είχε να κάνει με το ότι δεν αισθανόμουν ασφαλής με ανθρώπους που υποτίθεται ότι είναι ασφαλείς. Το στοιχείο ήταν ότι παρόλο που ο κ. Σινκλέρ ήταν λευκός και ενήλικας και το όνομά του ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα στην πόρτα του γραφείου του, ήμουν σίγουρα λιγότερο ασφαλής μαζί του απ’ ότι με τα μαύρα παιδιά που κατασκόπευα στην παιδική χαρά. Το δεύτερο στοιχείο ήταν ότι τα λευκά παιδιά φοβόντουσαν κρυφά τα μαύρα παιδιά. Φοβόντουσαν επειδή τους πετούσαν πέτρες και τους έκαναν άλλα κακά πράγματα. Οι λευκοί φοβόντουσαν τους μαύρους, επειδή τους είχαν κάνει κακά πράγματα. Αν κάνεις κακά πράγματα στους ανθρώπους, δεν αισθάνεσαι ασφαλής, και αν δεν αισθάνεσαι ασφαλής, δεν αισθάνεσαι φυσιολογικός».

 

 

«Oι περισσότεροι αναγνώστες μου θυμούνται τα χρώματα των βιβλίων μου παρά τους τίτλους τους», θα πει η Λίβι στην ομιλία της. Το μπλε βιβλίο της, λοιπόν, αποτελεί τη μαρτυρία της γυναίκας συγγραφέως, που προσπαθεί να βρει τη φωνή της και να ορίσει την αφήγηση της δικής της ιστορίας, χωρίς να συμμορφώνεται με τις προκαθορισμένες κοινωνικές αντιλήψεις για το πώς αυτή θα έπρεπε να είναι. «Για να γίνω συγγραφέας, έπρεπε να μάθω να διακόπτω, να παίρνω τον λόγο, να μιλάω λίγο πιο δυνατά και μετά ακόμα πιο δυνατά, και μετά απλά να μιλάω με τη δική μου φωνή που δεν είναι καθόλου δυνατή», γράφει στο τέλος του μπλε της βιβλίου.

Με τον τρόπο αυτό, η συγγραφέας μας οδηγεί στο δεύτερο της έργο ‘Τhe cost of living’. Εκεί αφηγείται στιγμές από τη ζωή της μετά το διαζύγιο, την πώληση του οικογενειακού τους σπιτιού και τη μετακόμισή της σε μια πολυκατοικία του Βόρειου Λονδίνου με δαιδαλώδεις σκοτεινούς διαδρόμους. Τονίζοντας, ότι άλλο πράγμα είναι να φτιάχνεις ένα σπίτι, και άλλο να το κάνεις το δικό σου σπίτι, σημειώνει: «Απαιτούνται δεξιότητα, χρόνος, αφοσίωση και ενσυναίσθηση για να δημιουργηθεί ένα σπίτι που να αρέσει σε όλους και να λειτουργεί καλά. Πάνω απ’ όλα, είναι μια πράξη τεράστιας γενναιοδωρίας να είσαι ο αρχιτέκτονας της ευτυχίας όλων των άλλων. Το έργο αυτό θεωρείται ως επί το πλείστον ως γυναικεία δουλειά». Η τραγική ειρωνεία, λοιπόν, για τη συγγραφέα, είναι ότι αυτό το σπίτι που η κάθε γυναίκα περνά το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς της φτιάχνοντάς το, συχνά καταλήγει να μην το αισθάνεται σπίτι της.

 

 

Μέσα από το κίτρινα βαμμένο δωμάτιό της και τους δρόμους του χειμερινού Λονδίνου, η Λίβι μας φέρνει αντιμέτωπους με το κεντρικό ερώτημα του βιβλίου της: Το να διαχωρίζεσαι από την αγάπη είναι σαν να ζεις μια ζωή χωρίς ρίσκο. Ποιο είναι το νόημα μιας τέτοιας ζωής; Στην ομιλία της, απαντάει, διαβάζοντας: «Το να ζεις χωρίς αγάπη είναι χάσιμο χρόνου. Ζούσα στη “Δημοκρατία της γραφής και των παιδιών”. Δεν ήμουν, στην τελική, η Σιμόν ντε Μποβουάρ. Όχι, είχα κατέβει από το τρένο σε μια άλλη στάση (γάμος) και είχα ανέβει σε μια άλλη πλατφόρμα (παιδιά). Εκείνη ήταν η μούσα μου, αλλά εγώ σίγουρα δεν ήμουν η δική της. Παρ’ όλα αυτά, είχαμε αγοράσει και οι δύο ένα εισιτήριο (το οποίο είχαμε κερδίσει με δικά μας χρήματα) για το ίδιο τρένο. Ο προορισμός ήταν να κατευθυνθούμε προς μια πιο ελεύθερη ζωή. Αυτός είναι ένας αόριστος προορισμός, κανείς δεν ξέρει πώς θα είναι όταν φτάσουμε εκεί. Είναι ένα ταξίδι χωρίς τέλος, αλλά αυτό δεν το ήξερα τότε. Ήμουν απλά στον δρόμο μου».

Οι σελίδες του κίτρινου βιβλίου είναι διαποτισμένες από το τίμημα που πλήρωσε η συγγραφέας στην προσπάθειά της να ζήσει μια πιο ελεύθερη και αυθεντική για τον εαυτό της ζωή. Στην ομιλία της, δηλώνει: «Η ελευθερία δεν έρχεται ποτέ δωρεάν. Όποιος προσπάθησε να ζήσει έτσι, ξέρει πόσο ακριβά κοστίζει».

Τρία χρόνια μετά το ‘Τhe cost of living’,  το κόκκινο και τελευταίο βιβλίο της αυτοβιογραφικής της τριλογίας, δημοσιεύεται με τον τίτλο ‘Real estate’. Όπως το ταξίδι προς μια ελεύθερη ζωή είναι διαρκές, έτσι είναι και η αναζήτηση ενός σπιτιού για τη συγγραφέα. Με την ίδια να ταξιδεύει από το Λονδίνο στη Νέα Υόρκη, και από τη Μουμπάι στο Παρίσι και το Βερολίνο, μοιράζεται στιγμές από τα ταξίδια της, τους φίλους της και τις εμπειρίες της.

 

 

Σε όλο το βιβλίο, η ίδια φαντασιώνεται να κατέχει εντυπωσιακά σπίτια, σπίτια που μπορεί να ζει, να δουλεύει και να σκέφτεται με τον δικό της ρυθμό. Τα φανταστικά της σπίτια άλλοτε έχουν κήπους και άλλοτε βλέπουν σε θάλασσα, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Στην ομιλία της στο ΚΠΙΣΝ, θα εξομολογηθεί ότι κάθε φορά που προσπαθούσε να δει τον εαυτό της μέσα σε αυτό το φανταστικό σπίτι, ένιωθε θλίψη. Για την ίδια, το ζητούμενο ήταν η αναζήτηση του σπιτιού, και το συμπέρασμά της ότι το να κατέχεις ένα σπίτι, δεν είναι ακριβώς το ίδιο με τo να αποκτάς το σπίτι σου. Γι’ αυτό και ως επίλογο στην ομιλία της, διαβάζει:

«Mου ανήκουν τα βιβλία που έχω γράψει, και τα πνευματικά δικαιώματα τα κληροδοτώ στις κόρες μου. Υπό αυτή την έννοια, τα βιβλία μου είναι η ακίνητη περιουσία μου. Δεν αποτελούν ιδιωτική ιδιοκτησία. Δεν υπάρχουν άγρια σκυλιά ή φύλακες στην πύλη και δεν υπάρχουν πινακίδες που να απαγορεύουν σε κανέναν να βουτήξει, να πλατσουρίσει, να φιλήσει, να αποτύχει, να νιώσει οργή ή φόβο, να είναι τρυφερός ή δακρυσμένος, να ερωτευτεί το λάθος άτομο, να γίνει διάσημος ή να παίξει στο γρασίδι».

Στις τελευταίες σελίδες του κόκκινου βιβλίου, η Λίβι περνά τις μέρες της στην Ύδρα, και έτσι και εγώ ολοκλήρωσα την τριλογία, αφήνοντας τη συγγραφέα στον ίδιο τόπο που την είχα ανακαλύψει.

 

 

Η Ντέμπορα Λίβι παρουσίασε την αυτοβιογραφική της τριλογία ‘Living Autobiography’ στις 8 Απριλίου στο WOW Festival 2024 στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Τα βιβλία της ‘Things I don’t want to know’, ‘The cost of living’ και ‘Real estate’ κυκλοφορούν στα αγγλικά από τις εκδόσεις Penguin. Το έργο της ‘Ο άνθρωπος που τα είδε όλα’ κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση της Αργυρώς Μαντόγλου από τις εκδόσεις Gutenberg.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.