Με τον Καβάφη και τον Σεφέρη εγκαινιάζεται η νέα σειρά βιβλίων: «Το όνομά μου είναι…»

O Νίκος Μαθιουδάκης και ο Μάνος Μπονάνος μιλάνε για τη νέα σειρά βιβλίων που μας φέρνουν σε επαφή με τη ζωή και το έργο σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών με μία φρέσκια οπτική

Με τον Καβάφη και τον Σεφέρη εγκαινιάζεται μια νέα σειρά βιβλίων με τον γενικό τίτλο «Το όνομά μου είναι…» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος. Πρόκειται για μια σειρά βιβλίων γνώσεων που απευθύνεται σε παιδιά από εννέα ετών, αλλά και σε αναγνώστες κάθε ηλικίας. Ο κεντρικός άξονας της σειράς είναι η γνωριμία και η επαφή με τη ζωή και το έργο σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για βιογραφία, με την αυστηρή δομή της αλλά αντίθετα τα βιβλία αυτά πνέουν δημιουργία και έμπνευση στην παρουσίαση των δύο εμβληματικών προσωπικοτήτων.

Η ζωή και το έργο των σημαντικών αυτών Ελλήνων λογοτεχνών, παρουσιάζεται μέσα από αφήγηση, εικόνες, αναλύσεις, επιλεγμένα αποσπάσματα του λόγου τους αλλά και γνώμες/κριτικές που υποδέχθηκαν το έργο τους, διανθισμένα συχνά με τα καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής και άλλες γνώσεις απαραίτητες για την καλύτερη κατανόηση του έργου τους. Έτσι στο βιβλίο αφιερωμένο στον Σεφέρη, θα γνωρίσουμε τη Γενιά του ’30 και τον μοντερνισμό, ενώ στο βιβλίο για τον Καβάφη μεγάλο μέρος αφιερώνεται στην ιδιότυπη γλώσσα του και σε όσα εσωκλείονται σε αυτό που περιγράφεται ως Καβαφική ποίηση.  

Δύο εξαίρετα βιβλία που επιτρέπουν στους μικρούς ή και μεγάλους αναγνώστες να μυηθούν στο έργο των σπουδαίων Ελλήνων, να διαβάσουν με όποιον τρόπο επιθυμούν τα βιβλία, καθώς η δομή δεν είναι κλασική, γραμμική, αλλά αντιθέτως διαθέτουν ένα παιγνιώδες (όχι αφελές αλλά άρτια μελετημένο) στήσιμο.

H εικονογράφηση, υπηρετώντας το περιεχόμενο του κειμένου κάθε φορά εμφυσεί στα βιβλία σύγχρονο βλέμμα και μοντέρνα ματιά. Οι πινελιές της Αγγελικής Μπόζου, σύμβολα αντοχής στον χρόνο, συνθέτουν εικόνες σύγχρονες και ελεύθερες συχνά στον χώρο όπως άλλωστε και το πνεύμα των δύο μεγάλων Ελλήνων λογοτεχνών.

 

 

Αυτή η νέα σειρά διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εκδοτική πορεία των Εκδόσεων Ίκαρος και όπως χαρακτηριστικά θα μας πει η Μαριλένα Πανουργιά:

«Τα βιβλία αυτά είναι το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της φιλοσοφίας του παιδικού καταλόγου του Ίκαρου. Στόχος μας είναι να καλλιεργήσουμε υψηλό κριτήριο αισθητικής από τη μικρή ηλικία, ώστε να δημιουργηθούν απαιτητικοί ενήλικες αναγνώστες. Το στοίχημα είναι η σειρά αυτή να μαγνητίσει τα παιδιά στον μαγικό κόσμο των μεγάλων Ελλήνων ποιητών, ώστε να αναζητήσουν την επαφή με το έργο τους. Απευθυνόμαστε τόσο στα ίδια τα παιδιά όσο και στους ενήλικες, γονείς και εκπαιδευτικούς προσφέροντας μια φρέσκια οπτική σε κλασικά κείμενα».

Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία τους, μιλήσαμε με το Νίκο Μαθιουδάκη και το Μάνο Μπονάνο που βρίσκονται πίσω από τη μελέτη, έρευνα και συγγραφή των βιβλίων:

 

Νίκος Μαθιουδάκης

 

 

Μιλήστε μας λίγο για τη διαδικασία γραφής των δύο αυτών βιβλίων;

 

Για να προσεγγίσουμε λοιπόν τη νέα μας σειρά, ακολουθούμε νοητά δύο άξονες: τον συγγραφικό και τον αναγνωστικό. Κατά τη συγγραφή, εντοπίζουμε στοιχεία, πληροφορίες για τον ποιητή/την ποιήτρια, αλλά και αποσπάσματα του λόγου τους (λογοτεχνικού ή προσωπικού), τα οποία μας φαίνονται ενδιαφέροντα, προκειμένου να αποτελέσουν τα πρώτα υλικά για τη δημιουργία του κειμένου μας.

Η έρευνα διαρκεί αρκετό καιρό, καθώς κατά κάποιο τρόπο μπαίνουμε στον κόσμο τους και προσπαθούμε να τους γνωρίσουμε εκ νέου, με μάτι ανόθευτο. Μέσα από την επαφή μας με τη ζωή και το έργο τους, γεννιούνται ορισμένες ερωτήσεις μέσα μας, ενώ αντιμετωπίζουμε και διάφορους αφορισμούς· τις ερωτήσεις αυτές προσπαθούμε να απαντήσουμε, τους αφορισμούς αυτούς θέλουμε να αποκαταστήσουμε. Οπότε, κατά τη δημιουργία της αφήγησής μας προς τον αναγνώστη, αποτυπώνουμε τη δική μας προσωπική ματιά και παρουσιάζουμε τη δική μας «παράξενη» προσέγγιση.

Κατά την ανάγνωση, υπάρχει ένα μυστικό: ο καθένας μπορεί να διαβάσει ή/και να μελετήσει το βιβλίο με όποιον τρόπο επιθυμεί. Και εξηγώ: επειδή η κάθε πληροφορία περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο σε ένα δισέλιδο του βιβλίου υπό τη μορφή οπτικής ενότητας κατά το άνοιγμα του βιβλίου, ο αναγνώστης μπορεί να το διαβάσει είτε γραμμικά και παραδοσιακά, ακολουθώντας τη δική μας δομή, είτε τυχαία και παιχνιδιάρικα, ακολουθώντας το δικό του ένστικτο.

Κάπως έτσι αντιλαμβανόμαστε εμείς τη γνωριμία με τους λογοτέχνες μας: παραδοσιακά αλλά και παιχνιδιάρικα, επιστημονικά αλλά και ευρηματικά, αφηγηματικά αλλά και εικονογραφικά… σαν κάποιος που γνωρίζει αρκετά καλά τον ποιητή/την ποιήτρια… μας μιλάει για αυτόν… μας δίνει τις λέξεις και τα χρώματα να φτιάξουμε τον κόσμο του και να μπούμε μέσα. Να τον γνωρίζουμε για πρώτη φορά ή εκ νέου σαν να είναι μια ιστορία από τα παλιά. Άλλωστε αυτό δεν είναι και η ζωή; Μικρές ή μεγάλες ιστορίες μέσα στην Ιστορία μας. Έτσι και η ζωή των λογοτεχνών μας: αφηγήσεις μέσα στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.

 

Πόσο ελκυστικό είναι να γράφει κανείς ένα βιβλίο για τους μεγάλους Έλληνες ποιητές μας; Ποιες οι προκλήσεις;

 

Ασύλληπτα ελκυστικό, στο όριο του φαινομενικά επικίνδυνου, θα έλεγα. Ειδικότερα, όταν οι δύο Έλληνες ποιητές, με τους οποίους αποφασίσαμε να συστήσουμε τη νέα μας σειρά στο κοινό, είναι ο Καβάφης και ο Σεφέρης. Παγκοσμίως γνωστοί, πολυμεταφρασμένοι και πολυμελετημένοι, ενώ θα τολμούσα να πω ίσως δύο από τα καθαρότερα ποιητικά διαμάντια της νεοελληνικής μας ποίησης.

Οπότε πώς να προσεγγίσεις έναν ποιητή για τον οποίο έχουν γραφτεί πολλά, έχουν ειπωθεί ακόμα περισσότερα ή ακόμα πώς θα θεωρήσεις πως η πληροφορία που επιλέγεις δεν είναι μόνο ορθή αλλά και ενδιαφέρουσα; Οι ερωτήσεις φυσικά και δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη απάντηση. Και αυτό μας γέμισε και άγχος και πείσμα, προκειμένου το αποτέλεσμα να είναι άρτιο και άριστο. Τουλάχιστον στα δικά μας μάτια…

Καθώς στην αρχή υπήρχε μόνο η ιδέα, η οποία με τα χρόνια δοκιμάστηκε στο μυαλό και αναθερμάνθηκε στην καρδιά… και μετά ήρθε ο Ίκαρος (η Μαριλένα και ο Νίκος, πρωτίστως) ή καλύτερα ήρθαμε στον Ίκαρο. Ναι, λοιπόν, είναι μεγάλη πρόκληση και για τον λόγο αυτό βουτήξαμε στην ποιητική άβυσσο για να γράψουμε για τους ποιητές που αγαπήσαμε ή/και αγαπάμε, προκειμένου να τους συστήσουμε στους νέους και να τους επανασυστήσουμε στους αναγνώστες μεγαλύτερων ηλικιών. Εύχομαι/όμαστε το αποτέλεσμα να είναι ελκυστικό και η νέα σειρά να ταξιδέψει και να αγαπηθεί, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.

 

Έχετε επιλέξει μια δομή που θυμίζει αρκετά μελέτη ενός έργου περισσότερο από μυθιστόρημα. Γιατί;

 

Όσον αφορά στη δομή, επιτρέψτε μου να σημειώσω πως τα βιβλία δεν έχουν ούτε τη μορφή «μελέτης ενός έργου» ούτε φυσικά «μυθιστορήματος». Προσωπικά θεωρώ πως η δομή είναι ιδιότυπη και ιδιοσυγκρασιακή, καθώς έχει να κάνει κυρίως με τον ποιητή ή την ποιήτρια που είναι υπό προσέγγιση. Οπότε, ενώ υπάρχει μια δομική αλληλουχία υπό τη μορφή κεφαλαίων και ενοτήτων, τα κείμενα που γεμίζουν τις σελίδες προκύπτουν κυρίως από ερωτήματα για τα οποία αναζητούμε απαντήσεις.

Το κάθε βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια/μέρη ή αλλιώς οπτικές γωνίες, που είναι ο Άνθρωπος, ο Κόσμος, το Έργο και η Κληρονομιά, μέσα από τις οποίες σκιαγραφείται ένα λογοτεχνικό πορτρέτο και αποκαλύπτονται κάθε φορά πληροφορίες άγνωστες, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα παιχνίδι με λόγο και εικόνα. Κατά τη γνώμη μου, αν πρέπει να δώσω έστω μια μικρή υπόνοια κειμενική δομής θα έλεγα: σύντομες αφηγήσεις, περιπλεγμένες με μικροϊστορίες ή αποσπάσματα ποίησης και καθρεπτισμένες σε εικονογραφικές αναπαραστάσεις, τα οποία όμως συνομιλούν μεταξύ τους υπό τη μορφή ενός γόνιμου διαλόγου.

 

 

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Μάνο Μπονάνο και την Αγγελική Μπόζου;

 

Άψογη! Και συνάμα σεβαστική. Όσον αφορά στην έρευνα και τη συγγραφή, με τον Μάνο Μπονάνο είχα μια αρμονική –αλληλοσυμπληρούμενη– συνεργασία. Και εξηγούμαι: ψάχναμε βιβλιογραφία, διαβάζαμε επιπρόσθετο υλικό, παρακολουθούσαμε ντοκιμαντέρ και εκπομπές, βλέπαμε φωτογραφίες ή αρχειακά τεκμήρια (όπως χειρόγραφα ποιημάτων, σημειώσεις, επιστολές) – γενικότερα οτιδήποτε θα μπορούσε να μας εμπνεύσει, προκειμένου να αποτελέσουν όλα αυτά τη μαγιά για τη σύνθεση του κειμένου μας. Ένα κείμενο, που όπως είπαμε, είναι χωρισμένο σε ευδιάκριτα μέρη και ενότητες.

Στη συνέχεια, ο καθένας μας αναλάμβανε κατά κύριο λόγο κάποιες ενότητες για τη σύνθεση της αφήγησης και λόγου, τη δόμηση της πληροφορίας, όπως θα λέγαμε, και φροντίζαμε να είναι ευσύνοπτες και σε λέξεις και σε στοιχεία.  Μετά, σε ένα επίπεδο συνεργατικό, επεμβαίναμε ο ένας στη δουλειά του άλλου με μια διάθεση τελειοποίησης του κειμένου μας, ενώ αρκετές φορές σημειώναμε ενδεικτικά κάποιες ιδέες προς την εικονογράφο για τον σχεδιασμό (που άλλοτε λαμβάνονταν υπόψη και άλλοτε όχι).

Και έπειτα, ερχόταν η Αγγελική Μπόζου, η οποία έμπαινε με τα πινέλα και τα χρώματά της, δίνοντας πνοή στα γραφόμενα, οπτικοποιώντας, κατά κάποιο τρόπο, τις λέξεις μας και τους στίχους των λογοτεχνών. Προσωπικά, θεωρώ πως οι εικόνες και οι εικονογραφήσεις της Αγγελικής απογειώνουν στο έπακρο το κείμενο. Και συγχωρέστε με που ξεχωρίζω τις εικόνες από τις εικονογραφήσεις, γιατί η εικαστική της παρέμβαση είναι καθοριστική για το αισθητικό αποτέλεσμα του βιβλίου άλλοτε με λιτές εικονογραφήσεις και ενίοτε με εμπνευσμένες εικόνες.

 

Με δύο λόγια ποια πιστεύετε πως είναι η μεγάλη παρακαταθήκη του Καβάφη και του Σεφέρη στους νέους σήμερα;

 

Ο Καβάφης και ο Σεφέρης… Το κεφαλαίο Κ της νεοελληνικής ποίησης και ο πρώτος Έλληνας νομπελίστας ποιητής, αποτελούν από μόνοι τους δύο σημαντικότατους σταθμούς στη λογοτεχνία μας. Δύο ποιητές εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους: ο ένας κρυμμένος στο σκοτάδι του σπιτιού του, περιγράφοντας τις πιο απόκρυφες ανθρώπινες επιθυμίες του, ο άλλος φανερωμένος στο φως της διπλωματίας, προσπαθώντας να δημιουργήσει μια νέα ελληνικότητα στην εθνική μας συνείδηση· ο ένας με λόγο ιδιωτικό και ο άλλος με παρουσία δημόσια, ο ένας αφανής ποιητής, ο άλλος πολυγραφότατος λόγιος.

Δύο ποιητές –σχεδόν!– αντιδιαμετρικά αντίθετοι, που όμως αφήνουν πίσω τους ένα ισχυρό στίγμα για τις μελλούμενες γενιές, μια κληρονομιά διαχρονική και ανθεκτική στον χρόνο και στον χώρο. Μέσα από τον ποιητικό τους λόγο, αλλά και από τα πιο προσωπικά τους κείμενα, οι νέοι που «διαβάζουν» και «ακούν» μπορούν και λαμβάνουν τα μηνύματά τους, προκειμένου να φτιάξουν κόσμους στους οποίους μπορούν να χαθούν, να δημιουργήσουν και να αναγεννηθούν. Μηνύματα που αποτυπώνονται κυρίως με λέξεις και σκέψεις, μιας και η λογοτεχνία –κατά τη γνώμη μου– είναι πρώτα γλώσσα και μετά ιδέες. Άλλωστε και για τους δύο ποιητές, η νεοελληνική γλώσσα αποκτά έναν ρόλο συμβολικό και πολυσήμαντο, δημιουργώντας εικόνες γεμάτες φαντασία και διασπείροντας ιδέες γεμάτες δύναμη.

 

Μάνος Μπονάνος

 

Πώς είναι, αλήθεια, να συνεργάζονται δύο άνθρωποι για το κείμενο ενός βιβλίου; Υπήρχαν κάποιες ξεκάθαρες αρμοδιότητες, αναθέσεις, όπως π.χ. κάποιος ανέλαβε την έρευνα, ή όλα έγιναν από κοινού μέσα από συζητήσεις και πνευματικές ζυμώσεις;

 

Η συνεργασία μου με τον Νίκο υπήρξε αγαστή από την πρώτη στιγμή: από την ανάπτυξη της ιδέας έως την υλοποίησή της, συγγραφικά μιλώντας. Από κοινού τη δομήσαμε, από κοινού ερευνήσαμε, από κοινού γράψαμε, αναλαμβάνοντας βέβαια ο καθένας να ετοιμάσει σε πρώτη φάση τα κομμάτια που του ταίριαζαν περισσότερο. Μιλώντας για την ποίηση του Ελύτη, η Κική Δημούλα (με την οποία έχουμε καταπιαστεί τώρα) γράφει: «Σε φιλολογικότερες εκτάσεις είχα την αυτογνωσία να μην εξαπλωθώ». Κάπως έτσι κι εγώ· έχοντας σπουδές ιστορίας και δημιουργικής γραφής, δεν εισέρχομαι σε βάθος στα πιο «φιλολογικά» κομμάτια, που αποτελούν άλλωστε το φόρτε του Νίκου, ως υφογλωσσολόγου.

Περιορίζομαι στη θέση ενός αναγνώστη που προσπαθεί να περιγράψει την αισθητική απόλαυση που αποκόμισε από το έργο, καθώς και την αίσθησή του από τον εκάστοτε λογοτέχνη – βρίσκω απολύτως συναρπαστική την εμπειρία της έρευνας γύρω από τη ζωή, την καθημερινότητα, τις συνήθειες, τους χώρους, τους τόπους και τους ανθρώπους που αγάπησαν, τις αδυναμίες τους.

Φαντάζομαι αυτή τη διαδικασία της έρευνας και της συγγραφής σαν ένα ταξίδι στον χρόνο, σαν ένα φανέρωμα, σαν μια συνάντηση μου με έναν άνθρωπο –όχι με ένα «ιερό τέρας»– με τον οποίο μοιράζομαι τουλάχιστον ένα κοινό: την αγάπη για το (άλυτο για μένα) μυστήριο της δημιουργίας. Κι αυτό έχω καταλήξει να το νιώθω ολοένα και περισσότερο ως μια μορφή συγγένειας. Οι άνθρωποι είμαστε πολύ πιο όμοιοι απ’ όσο ενδεχομένως πιστεύουμε.

 

Πόσο ελκυστικό είναι να γράφει κανείς ένα βιβλίο για τους μεγάλους Έλληνες ποιητές μας; Ποιες οι προκλήσεις;

 

Δεν σας κρύβω πως ένα ισχυρότατο κίνητρο για να αναπτύξουμε και να υλοποιήσουμε αυτή την ιδέα –που ξεκίνησε το μακρινό 2017– υπήρξε η θέληση να δώσω στον εαυτό μου τον χρόνο να ασχοληθώ σε βάθος με αυτούς τους εμβληματικούς εκπροσώπους της λογοτεχνίας μας. Ο Νίκος ενδεχομένως να ήρθε πιο «έτοιμος» να γράψει για αυτούς, και φυσικά τίποτα απ’ αυτά δεν θα είχε γίνει χωρίς την καθαρή ματιά και την εποπτεία του στη βιβλιογραφία που χρησιμοποιήσαμε.

Υποψιάζομαι πως χωρίς την καθοδήγησή του θα πελαγοδρομούσα ακόμα, θα μελετούσα χωρίς διακοπή και δεν θα αποφάσιζα ποτέ πως είμαι έτοιμος για να γράψω. Κι αυτό ουσιαστικά συνιστά και τη μεγάλη δυσκολία: πώς στέκεσαι απέναντι σε αυτό τον όγκο της βιβλιογραφίας; Πότε αποφασίζεις πως έχεις διαβάσει αρκετά; Πώς δημιουργείς κάτι πρωτότυπο, όταν τόσοι άνθρωποι έχουν ασχοληθεί με τον ίδιο άνθρωπο; Και πώς, στην περίπτωσή μας, φτιάχνεις κάτι που να μπορεί να διαβαστεί τόσο από νέους όσο και λιγότερο νέους αναγνώστες;

 

Το έργο του Καβάφη και του Σεφέρη σάς ήταν γνωστά με λεπτομέρεια ή κάνατε έρευνα προκειμένου να δομήσετε τα βιβλία και να αναπτύξετε το περιεχόμενο;

 

Ήμουν εξοικειωμένος με το έργο του Καβάφη, ενώ υπήρχαν έργα του Σεφέρη που διάβασα για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της έρευνας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρόθεση και φιλοδοξία μας στα βιβλία αυτής της σειράς είναι να επιλέξουμε πληροφορίες πρωτότυπες, να φωτίσουμε αθέατες πτυχές, να δημιουργήσουμε ένα έργο βιογραφικό που να είναι ειλικρινές και, σε συνδυασμό με την εικονογράφηση, να έχει τη δική του, αυθύπαρκτη αισθητική αξία. Από αυτή την άποψη, η έρευνα, ο γόνιμος διάλογος, η ζύμωση, είναι απαραίτητα. Χρειάστηκε να δώσουμε χρόνο στην επαφή μας με τον κάθε λογοτέχνη για να ανακαλύψουμε τι θέλουμε να πούμε για αυτόν.

 

 

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Νίκο Μαθιουδάκη και την Αγγελική Μπόζου;

 

Ιδανική! Κατά τη γνώμη μου, οι συνεργασίες δεν είναι καθόλου εύκολο να πετύχουν. Εκεί που εμπλέκονται διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, εγωισμοί, παγιωμένες αντιλήψεις ή εμμονές σε ένα συγκεκριμένο αισθητικό αποτέλεσμα, είναι πολύ δύσκολο να ανθήσει η αληθινή, η επί ίσοις όροις δημιουργικότητα. Αν δεν υπάρχει σεβασμός στην ιδιαιτερότητα, στη μοναδικότητα κάθε συνεργάτη, στην ανάγκη του να εκφραστεί ισότιμα και όχι να «εκτελέσει» κάτι που έχει φανταστεί κάποιος άλλος, αν δεν υπάρχει κατανόηση για την απίστευτη πίεση χρόνου μέσα στην οποία καλούμαστε να ζήσουμε και να παραγάγουμε, τότε οι συνεργασίες ναυαγούν στην ουσία τους – ακόμα κι αν το αποτέλεσμα είναι καλό. Ευτυχώς, με τον Νίκο και την Αγγελική δεν προέκυψαν τέτοια θέματα, και αισθάνομαι πολύ τυχερός γι’ αυτό.

 

Με δύο λόγια ποια πιστεύετε πως είναι η μεγάλη παρακαταθήκη του Καβάφη και του Σεφέρη στους νέους σήμερα;

 

Η επαφή με τη λογοτεχνία γενικότερα και την ποίηση ειδικότερα νομίζω πως είναι σημαντικότερη από ποτέ για τους νέους ανθρώπους σήμερα. Σε μια εποχή άκρατου ατομικισμού, όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον εκάστοτε εαυτό και την εικόνα του προς τα έξω, όπου η ευαισθησία, η εσωτερικότητα και η κίνηση να μοιραστεί το βίωμα και η αποτύπωσή του με το κάθε μορφής καλλιτεχνικό μέσο δεν διατηρούν το ειδικό βάρος που έφεραν σε προηγούμενες εποχές, η γνωριμία με άλλα συστήματα σκέψης, με αλλότρια συστήματα γλώσσας, με ανθρώπους που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην αποκωδικοποίηση της ανθρώπινης εμπειρίας, νομίζω πως είναι πολύτιμη.

Ο Καβάφης αποτελεί μια μοναδική περίπτωση στη γραμματεία μας, και το μέλλον πραγματικά δικαίωσε τον τρόπο που έβλεπε τον εαυτό του: «Ανέκαθεν πίστευα πως είμαι ένας ποιητής των μελλουσών γενεών». Οι πολυεπίπεδοι κόσμοι που δημιουργεί με την ενασχόλησή του με το παρελθόν, η αγάπη του για τις περσόνες, το σκηνοθετικό του ταλέντο, η αποσιώπηση του θέματος ή των συναισθημάτων του ποιήματος, όλα αποτελούν γνωρίσματα μιας ποίησης ρηξικέλευθης, απολύτως προσωπικής και εξαιρετικά φρέσκιας και επίκαιρης.

Ο Σεφέρης, από την άλλη, αποτελεί κατά τη γνώμη μου την επιτομή του πνευματικού ανθρώπου που παράλληλα ζει και εμπλέκεται ενεργά στην εποχή του: πέρα από το ποιητικό του έργο, συνέγραψε πεζά, κρατούσε το τόσο πολύτιμο ημερολόγιο των Ημερών του, είχε συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα της χώρας του, επηρέασε την ποίηση στην Ελλάδα όσο ελάχιστοι, υπήρξε κομμάτι της ποιητικής πρωτοπορίας της εποχής ως μέλος της Γενιάς του Τριάντα. Θεωρώ πως η επαφή και με τους δύο έχει πολλά να προσφέρει στους νέους ανθρώπους – κι εγώ προσωπικά αισθάνομαι ευγνώμων για τον χρόνο που πέρασα μελετώντας τους.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.