Mε το ΚΤΕΛ, του old boy

Το δώρο της Αθανασίας

ΚΤΕΛ, Πεδίον του Άρεως. Το ταξίδι ξεκινάει. Με μια στροφή. Συνήθως έχουμε στο μυαλό μας την εκκίνηση των ταξιδιών με κάποιον που τραβάει προς τα μπρος. Αλλά μάλλον η στροφή είναι πιο ταιριαστή. Ο ουρανός μουντός. Η θέση πιο ψηλή από αυτή του αυτοκινήτου. Η πόλη λίγο χαμηλωμένη, η Ακρόπολη στο βάθος του κάδρου όμως θα είναι πάντα ψηλά και θα μας εποπτεύει και τελικά θα μας παρηγορεί, υπενθυμίζοντάς μας ότι το να την βλέπουμε στην καθημερινότητά μας και να ζούμε υπό τη σκέπη της είναι προνόμιο. Ξεκινώ να γράφω. Έχω ήδη ξεκινήσει δηλαδή, όσο κι αν συχνά οι λέξεις γράφονται μόνες τους κι εσύ τις κοιτάς να φτιάχνουν σχήματα μπροστά στη μέχρι πριν λίγο λευκή οθόνη.

Είμαστε το εργαστήρι αντίρροπων δυνάμεων. Φοβόμαστε για τα χειρότερα, ελπίζουμε για τα καλύτερα. Ο φόβος μας καθηλώνει, η ελπίδα μας κινητοποιεί. Αλλά ενίοτε και το αντίστροφο. Ο φόβος μας κινητοποιεί, η ελπίδα μας καθηλώνει. Σαν να μη ζούμε ποτέ εντελώς συμφιλιωμένοι με την τρέχουσα κατάστασή μας. Σαν το μυαλό μας να το απασχολεί διαρκώς η μεταβολή της.

Το λεωφορείο περνά από μια πιάτσα ναρκομανών. Καθισμένοι στο πεζοδρόμιο κάνουν τη δόση τους. Διωγμένοι από άλλα τετράγωνα, πάντα θα βρίσκουν κάποια λιγότερο ξιπασμένα και πιο φιλόξενα για αυτούς. Προφανώς και μπορεί κανείς να τους δει ως τους μεγάλους ηττημένους του παιχνιδιού της ζωής, από την άλλη υπό μία έννοια έχουν κάνει με τη ζωή και την πιο τίμια ξήγα: δεν σε αντέχω όπως είσαι, δεν σε αποδέχομαι, δεν μπορώ πια να σε αντιμετωπίσω, πληρώνοντας το διόλυ ευκαταφρόνητο υπαρξιακό αντίτιμο πάω κάπου αλλού.

Εμείς οι υπόλοιποι, οι λίγοι μεγάλοι νικητές, οι κάπως περισσότεροι μικροί, η ιδιότυπη κατηγορία των λίγο – πολύ ισόπαλων, κι ύστερα η πλειοψηφία, όλοι εκείνοι που έχασαν και χάνουν, αλλά που μπορούν να διαχειρίζονται τις ήττες τους ή που δεν έχουν στο μυαλό τους ως πιθανότητα ότι μπορούν να κάνουν οτιδήποτε άλλο απ΄το να τις διαχειριστούν, βλέπουν μόνο την εξωτερική – αντικειμενική εικόνα τους και κατάστασή τους: ναι, είναι αναμφίβολα ανθρώπινα ερείπια, αλλά δεν βλέπουμε και πού πάνε όταν φεύγουν, με κάθε δόση που ξεκινά το δικό τους ταξίδι.

Κηφισός. Μπαίνει κόσμος πολύ. Κάποιος κάθεται δίπλα μου. Ο χώρος στενεύει. Κανείς δεν σκέφτεται μόνο με το μυαλό. Το γράψιμο είναι και μια θέση σώματος. Ο χώρος στενεύει κι ο χρόνος πιέζει. Μόνο η πίεσή του. Μόνο το δεν σε παίρνει άλλο. Πρέπει να γράψω, πρέπει να στείλω για τη στήλη. Πώς είναι οι άνθρωποι που δουλεύουν, που κάνουν ό,τι πρέπει να κάνουν εν πάση περιπτώσει, χωρίς να τους βάλει πρώτα στη γωνία η πίεση; Ένα κινητό χτυπάει. Ringtone το “One Way Ticket to the Blues”. «Ναι, γιατρέ μου!». Του μιλάει με δέος, του μιλάει και γεμίζει το στόμα της.

Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας. Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών. Μηχανουργεία. Νωρίτερα, πηγαίνοντας προς την αφετηρία, γυμναστήριο πολεμικών τεχνών. Νέοι άντρες και νέες γυναίκες που χτυπιόντουσαν εντός νομίμων πλαισίων με όρια και κανόνες, γάντια και προστατευτικά, άντρες με άντρες και γυναίκες με γυναίκες, έντεκα η ώρα το πρωί. Hemo. Caotonic. Παιδικές τροφές ΓΙΩΤΗΣ. Ζωντανό ρεπορτάζ, ανταπόκριση την ώρα που συμβαίνει. Χτυπάει το δικό μου κινητό. Κάνω να το βγάλω απ’ την κωλότσεπη προσπαθώντας να μη σκουντήξω τον διπλανό, αλλά ήταν άλλο, με το ίδιο ακριβώς ringtone. Που δεν είναι τραγούδι ρετρό, είναι ήχος προδιατυπωμένος και εντελώς κοινός, τεμπέλικη επιλογή, μη επιλογή, αποδοχή εργοστασιακών ρυθμίσεων βίου.

Ποιος ο σκοπός όμως του συγκεκριμένου κειμένου, πέραν από το «πρέπει» του; Ίσως κάθε κείμενο είναι στο κάτω κάτω της γραφής ένας ανταγωνισμός. Με κάθε πρόταση που συντάσσεις ανταγωνίζεσαι, κομπάζεις, σπρώχνεσαι να πιάσεις καλύτερη θέση στη σειρά. Ή, έστω, να διατηρήσεις με νύχια και με δόντια αυτή που έχεις. Να μην μείνεις πίσω. Ο φόβος κι η ελπίδα, η ελπίδα κι ο φόβος.

Οικοδομές που έμειναν ημιτελείς. Μίζερο θέαμα. Άδεια κουφάρια. Κάποιος είχε επενδύσει πάνω τους. Όνειρα, όχι μόνο λεφτά. Κάποιος τις είδε να ψηλώνουν, να μορφοποιούνται, κάποιος τις καμάρωνε, σαν γονιός μελλοντικού ηρωινομανή. Και μετά όλα άλλαξαν. Κι η πορεία διακόπηκε απότομα. Και τώρα στέκονται έτσι και τα υπόλοιπα κτήρια, τις κοιτούν με συγκατάβαση, με οίκτο, αλλά κυρίως με περιφρόνηση.

Άλλο τηλέφωνο. «Άσε, είμαι πολύ κουρασμένη. Πήρα το δώρο της Αθανασίας. Και ψόφησα». Για αυτό λοιπόν, όσο και να προσπαθείς να επινοήσεις πράγματα, τα μη επινοημένα θα είναι πάντα εκτός συναγωνισμού. Πώς να είναι να παίρνεις το δώρο της αθανασίας; Απασχολημένοι με τα της θνητότητάς μας, έστω και δια της απωθήσεώς της, δεν σκεφτόμαστε ότι τίποτα δεν θα ήταν περισσότερο εξοντωτικό απ΄το να ήμασταν αθάνατοι.

Καμμένα δέντρα και πράσινο τριγύρω τους, μαύρο και πράσινο μαζί. Και ο γιατρός μόλις ξαναπήρε. Αν μη τι άλλο ας του δώσουμε ότι το ζει. Μπορεί να ήθελε να ξανακούσει να τον λένε «Γιατρέ μου!» με τόση θέρμη. Ποιος δεν διψάει για αναγνώριση και θέρμη; Λαχταρούμε να μας αναγνωρίζουν, να μας ζεσταίνουν, να μας αγαπούν. Και τότε κι η αθανασία θα ήταν όντως δώρο. Και τότε ίσως ηρωίνη να μην αγόραζε και κανείς.

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.