«Καταγωγή» της Έιβα Ντουβερνέ και το “American Fiction” του Κορντ Τζέφερσον: Δυο αντισυμβατικές ματιές στη μαύρη εμπειρία

Από σένα θέλουμε ρατσισμό

Δυο ταινίες μαύρων δημιουργών παίρνουν ως πρώτη ύλη δυο βιβλία άλλων μαύρων δημιουργών, προκειμένου να μας μιλήσουν και οι δύο τους για τον ρατσισμό, η κάθε μια με το δικό της ασυνήθιστο και αντισυμβατικό τρόπο, η κάθε μία αντιδρώντας σε παγιωμένες αντιλήψεις περί ρατσισμού, η κάθε μία βάζοντας στο μικροσκόπιο, εξετάζοντας και τελικά τολμώντας να αμφισβητήσει το τι ακριβώς τελικά μπορεί να σημαίνει ο ρατσισμός, σε τι ακριβώς τελικά μπορεί να συνίσταται, τι ακριβώς τελικά μπορεί να εξηγεί.

Και στις δύο πρωταγωνιστές είναι μαύροι συγγραφείς. Στην «Καταγωγή» της Έιβα Ντουβερνέ, παρακολουθούμε τη ζωή ενός υπαρκτού προσώπου, της βραβευμένης με Πούλιτζερ συγγραφέως Ιζαμπέλ Γουίλκερσον (την οποία υποδύεται η Ονζανί Ελίς – Τέιλορ), την εποχή που κάνει την έρευνά της, προσπαθώντας να διατυπώσει και να συνθέσει τις ιδέες της που οδήγησαν στο nonfiction βιβλίο “Caste: Τhe Origins of our Discontents”. Το βιβλίο αυτό διασκευάζει η Ντουβερνέ (η οποία έχει ήδη πίσω της ντοκιμαντέρ σαν το “13th”, σειρές σαν το “When they See us” και ταινίες σαν το “Selma”), σε μια εντελώς σπάνια, αν όχι και μοναδική, προσπάθεια – καλλιτεχνικό πείραμα να μεταμορφώσει ένα θεωρητικό βιβλίο ιδεών σε κινηματογραφική ταινία, αποκρυσταλλώνοντας το σκεπτικό του και την ουσία του. 

 

 

Στο “American Fiction” του Κορντ Τζέφερσον (που δεν προβλήθηκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες και υπάρχει μόνο στην πλατφόρμα του Amazon Prime), ο συγγραφέας είναι μη υπαρκτό πρόσωπο, η δομή της ταινίας δεν έχει τίποτα το πειραματικό, αλλά τα πράγματα ως προς το τι διαδραματίζεται είναι πολύ πιο μπλεγμένα. Ο ήρωας που υποδύεται ο Tζέφρι Ράιτ έχει μεγαλώσει σε μεσοαστική οικογένεια, τα δυο αδέλφια του είναι γιατροί, ο πατέρας του ήταν γιατρός, ο ίδιος διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο και γράφει βαριά, σοβαρή, κύρους λογοτεχνία, αντλώντας έμπνευση από τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς. Έχει εκδώσει λίγα βιβλία, βλέπει όμως το επόμενό του να τρώει συνεχώς πόρτα. Οι -κατά βάση λευκοί- εκδότες εξηγούν στον ατζέντη του ότι η -κατά βάση λευκή- αγορά θέλει κάτι άλλο, κάτι πολύ πιο «μαύρο», πολύ πιο κοντά στην εμπειρία της μαύρης κοινότητας από μια παραλλαγή πάνω στους «Πέρσες» του Αισχύλου.

Ταυτόχρονα την αγορά όντως σαρώνει ένα βιβλίο για γκέτο, γραμμένο από μαύρη συγγραφέα, οι ήρωες του οποίου ζουν και κινούνται βάσει όλων των στερεοτύπων, αλλά και μιλούν σε αυτή την καθομιλουμένη του γκέτο, που έχει δικούς της κανόνες γραμματικής και συντακτικού. Βέβαια το -κατά βάση λευκό- κοινό που αγοράζει και αποθεώνει το βιβλίο, δεν το κάνει εμφορούμενο από ρατσιστικές αντιλήψεις, αλλά από ακριβώς -θεωρεί το ίδιο το κοινό- το αντίθετο: το διαβάζει και το αποθεώνει, προσπαθώντας επιτέλους να καταλάβει γιατί αυτοί οι άνθρωποι φέρονται όπως φέρονται, ποιες είναι οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν, ποια είναι η πραγματικότητά τους, ποια είναι η αυθεντική τους εμπειρία, μια εμπειρία απέναντι στην οποία έχουν ως κατά βάση λευκό κοινό καλοπροαίρετες και προοδευτικές ενοχές.   

 

 

Και κάπως έτσι ο ήρωάς μας τα παίρνει. Έτσι είστε; Αυτό θέλετε; Αυτή την τάχα μου αυθεντική αποτύπωση; Αυτή την αναπαραγωγή μιας πολύ περιοριστικής και συγκεκριμένης εικόνας και δη με αυτή τη γλώσσα; Θα σας το προσφέρω. Με ψευδώνυμο βέβαια. Θα σας το προσφέρω ως αστείο και ως καθρέφτη σας, για να σας ξεσκεπάσω. Διαβάζοντάς το εκεί στους εκδοτικούς μπορεί και να καταλάβετε που έχει οδηγηθεί η φάση με το κυνήγι της δήθεν αληθινής εμπειρίας. Και εννοείται πως το βιβλίο δεν το εκλαμβάνει κανείς ως αστείο και ως καθρέφτη δικό του, αλλά αντίθετα ως καθρέφτη της δραματικής πραγματικότητας. Και εννοείται πως το βιβλίο κάνει μπαμ εμπορικό και μπαμ κριτικής αποδοχής. Και ο ήρωάς μας προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει στον κόσμο. 

Τόσο στην «Καταγωγή», όσο και στο “American Fiction”, δίνεται έμφαση και στην προσωπική ζωή των ηρώων. Στην περίπτωση της «Καταγωγής», η Ντουβερνέ έκρινε αναγκαίο να βάλει μέσα στην ιστορία την ίδια τη συγγραφέα και όσα αντιμετωπίζει με τους κοντινούς της ανθρώπους, ακριβώς για να φτιαχτεί μια ιστορία και να μπορέσει η «Καταγωγή» να λειτουργήσει ως ταινία και όχι ας πούμε ως ντοκιμαντέρ. Στην περίπτωση του “Αmerican Fiction”, που δεν είναι υβρίδιο αλλά κανονική ταινία είδους, η προσωπική – οικογενειακή ιστορία του ήρωα είναι πολύ πιο αβίαστη, πολύ πιο οργανικά δεμένη με τα υπόλοιπα, πολύ λιγότερο πρόσχημα απ’ ό,τι στην «Καταγωγή». Ή μάλλον, πιο σωστά, δεν είναι απολύτως καθόλου πρόσχημα, είναι εντελώς σημαντική και αυτοτελώς σημαντική. 

 

 

Ωστόσο -και κάπου εδώ βρισκόμαστε ίσως ενώπιον μιας πολύ μεγάλης και αθέλητης (;) ειρωνείας- τη σπίθα στο “Αmerican Fiction”, τον πιθανότερο λόγο τόσο για να χρηματοδοτηθεί και να μπορέσει να γίνει ταινία, όσο και τον σχεδόν σίγουρο λόγο για τον οποίο ξεχωρίζει και αναδεικνύεται, το δίνει η κεντρική της ιδέα: ότι έχουμε διαγράψει μια πορεία και από την αντιρατσιστική επιθυμία να ακούσουμε όντως τις φωνές της μαύρης κοινότητας στις ΗΠΑ για τα βιώματά της, είμαστε διατεθειμένοι να ακούσουμε μόνο ή έστω κυρίως τις πιο άσχημες, ζόρικες, βίαιες, λούμπεν ιστορίες, φτιάχνοντας κάπως έτσι και έναν φαύλο κύκλο, όπου το προηγούμενο στερεότυπο διαιωνίζεται δια της αναπαραγωγής του σε λούπα, αλλά και ταυτόχρονα αποκλείοντας ή έστω περιορίζοντας τη δυνατότητα άλλων μαύρων δημιουργών να μιλήσουν για τις δικές τους αυθεντικές εμπειρίες ή να εκφράσουν τις δικές τους καλλιτεχνικές ανησυχίες, αν αυτές δεν συνδέονται με ρατσισμό, αστυνομική βία, αποκλεισμούς, φτάνοντας έτσι σε έναν άλλο τύπου αποκλεισμό.

Άρα λοιπόν και άραγε λοιπόν για να έρθουμε στην ειρωνεία, αν ο ήρωας του Τζέφρι Ράιτ περνούσε άλλου είδους επαγγελματική κρίση, εντελώς άσχετη από ρατσισμούς και χρώματα δέρματος, και κατά τα άλλα βλέπαμε την ίδια ταινία για τη σχέση του με την οικογένειά του και τον εαυτό του, τι ορατότητα θα είχε κατακτήσει η συγκεκριμένη ταινία; Θα είχε καν γυριστεί με τους ηθοποιούς που γυρίστηκε; 

Ένα άλλο ζήτημα που, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, δεν μοιάζει να εξετάζει το” American Fiction”, είναι το πώς γίνεται και αν όντως γίνεται να μην αγαπάς καθόλου κάτι που έχεις ο ίδιος γράψει. Πώς γίνεται να εξαφανίζεται εντελώς ο ναρκισσισμός σου; Επειδή εδράζεται στο ότι θεωρούσες πως έγραφες κάτι που είναι χάλια και πολύ κατώτερό σου; Το βιβλίο του σαρώνει όμως επειδή όντως έχει γράψει κακά; Ή μήπως επειδή ναι, στο πλαίσιο το αναμφίβολα στερεοτυπικό και αβανταδόρικο, έχει πάντως γράψει καλά; Ο ναρκισσισμός του και μαζί η προσπάθεια του για αναγνώριση του μεγαλείου του έχουν μετατοπιστεί στην επιθυμία του να αναγνωριζόταν το βιβλίο του ως αυτό που είναι, ως ένα εστέτ και με σηκωμένο το φρύδι αστείο. Υπάρχει όμως άραγε κάποια πιθανότητα το συγκεκριμένο βιβλίο να είναι όντως το καλύτερο του; Κι αν ναι, τότε θα είναι το καλύτερό του χωρίς τη δική του θέληση, με την παράκαμψη της θέλησής του, με την παράκαμψη του εαυτού του, της αυτοεικόνας του, της σοβαροφάνειάς του, της οίησής του;

 

 

 

Μήπως απελευθερώνεται συγγραφικά μέσα στο πλαίσιο του «Τώρα θα γράψω ένα σκουπίδι», βρίσκοντας τη δυνατότητα να γράψει κάτι δυνατό; Μήπως οι άντρες του γκέτο για τους οποίους γράφει είναι τόσο -νομίζει- έξω από τον ίδιο, ώστε να μπορέσει να γράψει με φωνές που δεν είναι φιλτραρισμένη αναπαραγωγή της δικής του, αλλά δικές τους, έχοντας όμως ταυτόχρονα μέσα τους, αλογόκριτα από την αυτολογοκρισία του και τον συνειδητό του έλεγχο, καίρια στοιχεία της δικής του; Όταν σε μια από τις καλύτερες σκηνές του “Αmerican Fiction” εμφανίζονται μπροστά στο λάπτοπ του δυο ήρωες και τους βάζει στο στόμα διαλόγους, όσο μελοδραματικοί κι αν είναι οι διάλογοι, όσο κλισέ κι αν είναι, καταφέρνουν πάντως να μεταδώσουν και κάποια ένταση, καταφέρνουν πάντως κάτι να σου κάνουν. Περίεργο ζώο η αυθεντικότητα, περίεργο κι η καλλιτεχνική δημιουργία. 

Υποψήφιο για πέντε όσκαρ (ταινίας -νομίζω ότι η δεκάδα των υποψήφιων ταινιών του 2023 θα είναι σημείο αναφοράς για τα επόμενα χρόνια-, πρώτου ανδρικού για τον Τζέφρι Ράιτ, δεύτερου ανδρικού για τον Στέρλινγκ Μπράουν, μουσικής και διασκευασμένου σεναρίου για τον Κορντ Τζέφερσον, που διασκεύασε το μυθιστόρημα “Erasure” του Πέρσι Έβερτ) και νικητής στο διασκευασμένο σενάριο το “Αmerican Fiction”, ακόμα κι αν στα μάτια μου δεν φτάνει ως το τέρμα των ανατρεπτικών δυνατοτήτων που το ίδιο έχει δημιουργήσει ως προσδοκίες, έχει πάντως διανύσει πολύ σημαντική διαδρομή και την έχει διανύσει με τρόπο ευφρόσυνο, οξυδερκή, ανατρεπτικό και πολυεπίπεδο. 

Αν όμως το “Αmerican Fiction” είναι μια ταινία που θα μείνει για την αξία της, η «Καταγωγή» αξίζει να μείνει για τη γενναιότητά της και την τόλμη της να μετατρέψει σε ταινία ένα βιβλίο ιδεών και θεωριών. Το κατάφερε; Με δεδομένο το πόσο πάρα πολύ πιθανό ήταν να αποδειχθεί εντυπωσιακά αποτυχημένη και το πόσο όχι απλά φιλόδοξο αλλά και δύσκολο ήταν να γίνει αυτή η μετατροπή και να είναι λειτουργική, σαφέστατα ναι. Κατάφερε να είναι και μια αυτοτελώς πολύ καλή ταινία; Όχι ακριβώς. Κατάφερε ωστόσο αφενός να μην είναι ποτέ βαρετή και αφετέρου, ναι, ειδικά όσο πλησιάζει προς το τέλος της, έχει σκηνές και κομμάτια που σε ταρακουνούν κανονικά. 

 

 

Τώρα τι θέλει να πει η Γουίλκερσον στη θεωρία της; Ότι πρέπει να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε τον ρατσισμό στις ΗΠΑ ως αυτοτελές φαινόμενο. Ότι όχι μόνο είναι τμήμα ενός ευρύτερου φαινομένου, αλλά και το ότι το ευρύτερο αυτό φαινόμενο δεν σχετίζεται πάντα με το χρώμα του δέρματος. Ότι πληρέστερη εξήγηση δίνει ο χωρισμός των ανθρώπων σε κάστες. Δεν μπορεί να είναι το χρώμα του δέρματος από μόνο του επαρκής εξήγηση, λέει. Οι Εβραίοι που κυνήγησαν οι ναζί το ίδιο χρώμα δέρματος με εκείνους είχαν. Οι «ανέγγιχτοι» στην Ινδία, οι Ντάλιτ, το ίδιο χρώμα δέρματος με την κάστα που τους θεωρεί και τους φέρεται ως κατώτερους. Όσο πειστικό ακούγεται, εξίσου αν όχι και περισσότερο πειστικός ακούγεται σε μια σκηνή ο αντίλογος μιας συνομιλήτριάς της. Τους μαύρους τους φέρνανε από την Αφρική και τους έκαναν δούλους για να έχουν φτηνό εργατικό δυναμικό, είναι ο καπιταλισμός από πίσω, είναι η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, το κέρδος και η μεγιστοποίησή του. Τους Εβραίους όμως δεν θέλανε να τους εκμεταλλευτούν οι ναζί, να τους εξολοθρεύσουν ήθελαν.

Εν πάση περιπτώσει, είναι προφανές ότι θα ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να λύνονταν όλα αυτά σε επίπεδο μιας ταινίας, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορούν να λυθούν καν στο επίπεδο του βιβλίου, και όσο κι αν από την ταινία τουλάχιστον μοιάζει η Γουίλκερσον πρώτα να έχει σχηματίσει την ιδέα στο μυαλό της και ύστερα να ψάχνει τρόπους να την επαληθεύσει και θεμελιώσει, εκείνο που σίγουρα δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς είναι ότι ως ιδέα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, ότι ως ως σκέψη και ως πρόταση ανοίγει το μυαλό μας, μας βοηθάει να σκεφτούμε τον ρατσισμό υπό άλλο πρίσμα. 

Και τελικά και οι δύο ταινίες δεν αρνούνται αυτόν καθ΄αυτόν τον ρατσισμό, αλλά το μεν “Αmerican Fiction” λέει ότι οσοδήποτε τυχόν καλοπροαίρετα κι αν γίνεται, η διαρκής αναπαράστασή του είναι μια ακόμα έκφανσή του, ενώ η «Kαταγωγή» δεν αρνείται αυτό που έχουμε όλοι στο μυαλό μας ως ρατσισμό, σου προσφέρει όμως ένα εναλλακτικό πλαίσιο ερμηνείας του και κατανόησής του, σου λέει έχει συμβεί και συμβαίνει και αλλού, και ότι το χρώμα είναι μόνο μια πτυχή του. 

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.