«Και να θυμηθείς πριν φύγεις να σου δώσω / κόκκινο γαρίφαλο κι ένα γλυκό φιλί…» – Για το έργο του Δήμου Μούτση που έφυγε σήμερα από τη ζωή

Το Φράγμα του 1981 σε στίχους Κώστα Τριπολίτη, με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Μπέλλου «απογειώνει» τη μουσική του πορεία με τα κοινωνικά τραγούδια του να λαμβάνουν τη στόφα του κλασικού

Κείμενο: Θάνος Γιαννούδης

 

Ο Δήμος Μούτσης έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών, με την Ελλάδα του 2024 να απέχει μίλια από εκείνη της δεκαετίας του 1930, στην οποία ο συνθέτης είχε γεννηθεί. Πόλεμοι, δικτατορίες, εμφύλιοι, διχασμοί και πτωχεύσεις δόμησαν έναν αιώνα ταραγμένο, με την ευμάρεια της Μεταπολίτευσης να «κοιμίζει» εντέλει τη χώρα (άραγε τελεσίδικα;) σ’ ένα μοντέλο αδιαπραγμάτευτα καταναλωτικό και «δυτικό». Ο ίδιος ο Μούτσης με το έργο του σημάδεψε αρκετές δεκαετίες αυτού του μεγάλου χρονικού ανύσματος, όντας ένας από τους επιφανείς επιγόνους των Θεοδωράκη – Χατζιδάκι και εκπρόσωπος της «χρυσής» γενιάς του έντεχνου – λαϊκού τραγουδιού.

 

 

Γεννημένος στον Πειραιά, δεινός βιολιστής και πιανίστας από μικρός, ακολουθεί μουσικές σπουδές και ενεργοποιείται μουσικά κατά τη δεκαετία του 1960, με τα χρόνια της νιότης και της αισθητικής του διαμόρφωσης να συμπίπτουν με τη λεγόμενη «χαμένη άνοιξη» και το πολιτιστικό – κοινωνικό εγχείρημα του έντεχνου – λαϊκού που ο Μίκης Θεοδωράκης εισηγείται και γνωρίζει ιδιαίτερη απήχηση στην προοδευτική νεολαία. Ενεργός στον χώρο της Αριστεράς, ο Δήμος Μούτσης επηρεάζεται αρχικά ως άμεσος επίγονος από το μουσικό ύφος του Θεοδωράκη και τις επιτεύξεις του στο λαϊκό τραγούδι, μπολιάζοντάς το, ωστόσο, πολύ σύντομα με τη δική του προσωπικότητα, τις επιρροές του ροκ και μετακινούμενος εν συνεχεία σε ένα ύφος πολύ διαφορετικό, προσωπικό και αναγνωρίσιμο.

Τα χρόνια της δικτατορίας ο συνθέτης καταξιώνεται σε ένα από τα σημαντικότερα ονόματα της γενιάς του, δίνοντας διαρκώς νέα έργα σε μια περίοδο εξαιρετικά περίπλοκη, αλλά υπονομεύοντας, ταυτόχρονα, στις ζωντανές εμφανίσεις του στις μπουάτ το επίσημο χουντικό αφήγημα και τη γενικευμένη λογοκρισία με τραγούδια σαφώς πιο κοινωνικά. Οι συνεργασίες του με του μείζονες στιχουργούς Νίκο Γκάτσο και Μάνο Ελευθερίου, καθώς και με μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού της περιόδου (Β. Μοσχολιού, Στ. Κόκοτας, Γρ. Μπιθικώτσης κ.α.) αφήνουν το στίγμα τους, ενώ οι δίσκοι του Κάποιο καλοκαίρι, Ένα χαμόγελο Στροφές, Συνοικισμός Α΄ και (ιδίως) ο Άγιος Φεβρουάριος γεννούν δεκάδες επιτυχίες που τραγουδιούνται από τότε ακατάπαυστα.

 

 

Ο Μούτσης καινοτομεί συχνά με τη χρήση ηλεκτρικού ήχου στο λαϊκό τραγούδι, δρώντας προδρομικά για τις μετέπειτα γενιές, ενώ αναλαμβάνει ταυτόχρονα την ενορχήστρωση έργων των Μ. Χατζιδάκι και Γ. Μαρκόπουλου, μπολιάζοντας τη δική τους μουσική φυσιογνωμία με το αυτόνομο στίγμα του, με ιδιαίτερα καλλιτεχνικά αποτελέσματα.

Η Μεταπολίτευση βρίσκει τον Μούτση στο άρμα της συλλογικής καταπιεσμένης ορμής που δομεί ένα τραγούδι κοινωνικό και ταυτόχρονα συχνά επικαιρικό. Από τις Μαρτυρίες, στην Εργατική Συμφωνία κι εντέλει στο (πολύ πιο ολιστικό) Δρομολόγιο, την τελευταία συνεργασία του με τον Νίκο Γκάτσο, ο συνθέτης, στον πυρήνα του ριζοσπαστικού πνεύματος της περιόδου, μελοποιεί τραγούδια ανοιχτά πολιτικά και κοινωνικά που σχολιάζουν την επικαιρότητα και καλούν ανοιχτά σε συλλογική κινητοποίηση και δράση.

Το 1975, ωστόσο, δίνει παράλληλα και το πιο φιλόδοξο έργο του, την Τετραλογία που αποτελείται από μελοποιήσεις τεσσάρων σημαντικών ποιητών (Σεφέρης, Καβάφης, Καρυωτάκης, Ρίτσος) και συνομιλεί μουσικά τόσο με την κλασική μουσική παράδοση όσο και με πρώιμες απηχήσεις της ηλεκτρονικής μουσικής, έργο πρωτοπόρο που αποτελεί μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς και ανοίγματος νέων δρόμων, όσο κι αν ο ίδιος ο Μούτσης αργότερα πήρε ορισμένες αισθητικές αποστάσεις από εκείνο.

Όταν η θύελλα της ριζοσπαστικής πρώιμης Μεταπολίτευσης κοπάζει, ο συνθέτης κάνει μια μεγάλη μεταστροφή από τον ως τότε ρόλο του ως συνθέτη στον ρόλο του τραγουδοποιού που τοποθετείται αμιγώς κοινωνικά, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την ολισθηρή πορεία, στην οποία η κυριαρχία του ιδιωτικού οράματος οδηγεί τους Έλληνες. Κομβικός δίσκος που σηματοδοτεί αυτή τη μεταβολή είναι το Φράγμα του 1981 σε στίχους Κώστα Τριπολίτη, με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Μπέλλου να τον «απογειώνει» και με τα κοινωνικά τραγούδια του να λαμβάνουν τη στόφα του κλασικού.

Οι τρεις επόμενοι δίσκοι του Μούτση (Ενέχυρο, Να!, Για πούλημα λοιπόν), καθώς και η παρενθετική κι ετεροβαρής συνεργασία του με τη Νανά Μούσχουρη, δομούνται πλέον σε μια μουσική τελείως διαφορετική, με αφομοιωμένα στοιχεία ροκ και κάντρι, καθώς και στίχους δικούς του, με ισχυρή την παρουσία ποιητικών διακειμένων με τα οποία ο στιχουργός πλέον Μούτσης συνομιλεί εξαπολύοντας μια οξύτατη κριτική για την παρακμή των συλλογικών οραμάτων προς όφελος ατομοκεντρικών σκοπιμοτήτων.

 

 

Τη δεκαετία του 1990 ο τραγουδοποιός αποσύρεται σιωπηλά και ξαφνικά από την ελληνική δισκογραφία, δηλώνοντας με τη στάση την αλλαγή που έχει συντελεστεί κι αραιώνοντας εξαιρετικά τις συναυλίες και τις δημόσιες εμφανίσεις του. Επιλέγει μια στάση αναχωρητή, τοποθετούμενος μονάχα ανά διαστήματα και αφήνοντας το έργο του να μιλήσει για εκείνον και να περιγράψει την παρακμιακή εποχή. Παράλληλα, είναι αρκετά ενεργός διαδικτυακά κατά τις επόμενες δεκαετίες, αλληλεπιδρώντας απευθείας και αδιαμεσολάβητα με το κοινό και τους ακροατές του.

Τα πρόσφατα «μνημονιακά» χρόνια, ο Δήμος Μούτσης ήρθε στο προσκήνιο εκ νέου είτε ως «προφήτης» μέσω των στίχων του για την επίπλαστη ευμάρεια που αρκετές φωνές διέκριναν πως οι περιστάσεις δικαίωσαν είτε μέσω της κοινωνικής του δράσης (καταγγελία για αστυνομική βία στο ΑΤ Ομόνοιας, βραχύβια στράτευσή του στα κόμματα της ΔΗΜΑΡ και του ΜέΡΑ25) είτε ακόμα και ως αρνητικός πρωταγωνιστής σε μια δημόσια καταγγελία παρενόχλησης που ποτέ δεν εξιχνιάστηκε, με τη σκιά και την απορία να παραμένουν. Το νέο έργο που προετοίμαζε στον 21ο αιώνα (με τη συνεργασία του με τη Λίνα Νικολακοπούλου) δεν ολοκληρώθηκε εντέλει ποτέ, ενώ ο ίδιος επεσήμανε πως είχαν μείνει στα συρτάρια του μονάχα κάποιες μελοποιήσεις του Καβάφη.

Η ελληνική μουσική έχει προ πολλού λάβει έναν δρόμο ολότελα διαφορετικό από εκείνον για τον οποίο οι γενιές των Θεοδωράκη και Μούτση πάλεψαν και αγωνίστηκαν. Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη πριν μερικά χρόνια αποτέλεσε μια συμβολική «κηδεία» μιας ευρύτερης εποχής και μιας συνεκτικής αντίληψης για τη μουσική, την τέχνη και την κοινωνία. Στον θάνατο του Μούτση, σήμερα, δεν αρκεί να θυμηθούμε τα παλιά και να τον αποχαιρετίσουμε δίνοντάς του «κόκκινο γαρίφαλο κι ένα γλυκό φιλί», όπως πράττει η ηρωίδα του τραγουδιού που μελοποίησε. Αξίζει να στοχαστούμε (και με άξονα τα λόγια του) το πώς φτάσαμε ως εδώ κι αν υφίσταται εντέλει κάποιος οδικός χάρτης εξόδου.

 

 

Ο Θάνος Γιαννούδης είναι συγγραφέας – υποψήφιος Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.