Με αφορμή την πρόσκληση ενδιαφέροντος του ΚΘΒΕ για εθελοντές

Να τα βάλουμε για λίγο με τον δράκο; Η συζήτηση για το πώς μπορεί να κοστολογηθεί η πνευματική εργασία, η κάθε είδους πολιτιστική εμπειρία και η συμμετοχή στη διαδικασία δημιουργίας τους παραμένει λάθρα σε εκκρεμότητα, για αιώνες ίσως. Η αδυναμία αντικειμενικής κοστολόγησης (έστω ότι ο τρόπος κοστολόγησης μιας πατάτας είναι αντικειμενικός) στήνει γύρω από τον πολιτισμό ένα ιδιότυπο χρηματιστήριο αξιών: δημιουργεί υπεραξίες και υπερτιμήσεις -με αποτέλεσμα πολύ συχνά να πληρώνουμε τον «αέρα» και τη «θέα» ή φουσκωμένους εγωισμούς, παρά τα πραγματικά «τετραγωνικά» ή οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο άκρο, εκείνο του ωραίου και υψηλού «ελεύθερου και δωρεάν», σε όλες τις πιθανές αναγνώσεις του όρου.

Έγραψε ο Ραφαηλίδης,* μιλώντας για τους «σώγαμπρους της τέχνης» που «κάνουν το ταλέντο τους φάμπρικα» -αν και μάλλον δε θα αρνιόταν να συμπεριλάβει στον χαρακτηρισμό τους κάθε λογής παροικούντες την γκρίζα ζώνη της πολιτιστικής δημιουργίας: «η οικονομική επιτυχία και η καλλιτεχνική επιτυχία δεν είναι έννοιες ταυτόσημες, και συνεπώς η καλλιτεχνική επιτυχία είναι αδύνατο να προσδιοριστεί βάσει της οικονομικής επιτυχίας. Ωστόσο, σ’ έναν κόσμο αυστηρά οικονομετρημένο, τέτοιου είδους αντιστροφές δεν είναι παράδοξες». Αρκεί να θυμηθούμε εδώ τα τεράστια ποσά που δαπανώνται στους πλειστηριασμούς έργων τέχνης, τις ετήσια επαναλαμβανόμενες γκρίνιες για τις τιμές των εισιτηρίων για θέατρα και συναυλίες, τα υψηλά ποσοστά αποχής από τις πολιτισμικές διαδικασίες για οικονομικούς λόγους (μεταξύ άλλων) και τον πάντα επίκαιρο μύθο του έμπορα/μεσάζοντα που κερδοσκοπεί σε βάρος του πάθους-ρομαντισμού-ψώνιου του άδολου εραστή της τέχνης, καλλιτέχνη ή καταναλωτή.

Την ίδια στιγμή όμως, οι δημόσιοι λειτουργοί που κόπτονται για το -όντως ον- αναφαίρετο δικαίωμα στην πρόσβαση στον πολιτισμό, αλλά φροντίζουν να αποκλείουν συστηματικά τον τελευταίο από τη δημόσια ατζέντα ως πολυτέλεια σε χαλεπούς καιρούς, απευθύνουν συχνά καλέσματα για εθελοντική συμμετοχή στην παραγωγή του. Και μπορεί ο αυτόματος συνειρμός να οδηγεί στην πρόσφατη ανεκδιήγητη αποστροφή του Υπουργού Παιδείας προς τους εκπαιδευτικούς να συνεισφέρουν εθελοντικά στο αιμάσσον εκπαιδευτικό σύστημα, με αντάλλαγμα τη μοριοδότησή τους, όμως αν ανατρέξουμε στο πρόσφατο παρελθόν θα θυμηθούμε τον πρώην Αναπληρωτή Υπουργό Πολιτισμού κ.ά. κ. Τζαβάρα να μας καλεί χαρμόσυνα να γίνουμε όλοι εθελοντές του πολιτισμού. Η αντιμετώπιση αυτή δεν προσβάλλει μόνο τις θεμελιακές αξίες του ιδεώδους του εθελοντισμού –εθελοντισμός με ανταλλάγματα δεν είναι εθελοντισμός-, αλλά φανερώνει απροκάλυπτα την αποτυχία μιας πολιτικής διαχείρισης που επικαλείται το συναίσθημα του ευγενούς λαϊκού αγιούτου για να ξελασπώσει.

Η πρόσφατη -λεπτομερέστατη- πρόσκληση ενδιαφέροντος του ΚΘΒΕ για εθελοντές, με αντάλλαγμα τη δωρεάν παρακολούθηση συγκεκριμένων παραστάσεων, προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στον πολιτικό και καλλιτεχνικό κόσμο, με αποτέλεσμα την άμεση διευκρινιστική απάντηση του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ κ. Βούρου ότι πρόκειται για μια πρωτοβουλία που προέκυψε από την εθελούσια προσφορά πολλών νέων της πόλης χωρίς να επιδιώκει να υποκαταστήσει τους εργαζόμενους, και ότι η φιλοσοφία της  δεν έγινε καθολικά κατανοητή.

Και μπορεί οι τόνοι να έχουν προσωρινά πέσει -δεν ξέρω βέβαια πόσοι από τους αντιδρώντες έχουν πραγματικά πειστεί-, όμως το περιστατικό επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για τα συστήματα μέτρησης και αποτίμησης του πολιτισμού, θυμίζοντάς μας αυτό που τείνει να γίνει δεδομένο, δηλαδή το πόσοι πολιτιστικοί οργανισμοί, πχ. το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, βασίζονται στους εθελοντές για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους λόγω της κατακόρυφης μείωσης των προϋπολογισμών τους (αλλά και άλλες ιστορίες για αγρίους, όπως εκείνο το παράδειγμα των εθελοντών μεγάλης πολιτιστικής διοργάνωσης που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη πριν λίγα χρόνια, οι οποίοι αδυνατούν να εξηγήσουν πώς γίνεται να πληρώθηκε άνθρωπος με παραδοτέο έργο τη δική τους εθελοντική εργασία).

Παράλληλα όμως, αναμόχλευσε κι ένα ακόμη άβολο θέμα: ακόμη κι αν κάποια στιγμή οι δημόσιοι λειτουργοί, οι καλλιτέχνες και οι διαχειριστές συμφωνήσουν πόσο κοστίζει ο πολιτισμός, εμείς, το κοινό, είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε γι’αυτόν, και πόσο; Εξοργισμένοι από τα ακατέβατα εισιτήρια και τις υπερκοστολογήσεις, πιεσμένοι οικονομικά όσο δεν πάει (αλλά και όχι απαραίτητα), γοητευμένοι από την ιδέα της «ελεύθερης κουλτούρας» που ευαγγελίστηκε ο Λόρενς Λέσσινγκ και έκανε εφικτή το ίντερνετ, βολεμένοι από την πρακτική των πολιτιστικών οργανισμών να ανοίγουν δωρεάν τις πόρτες τους για να γεμίζουν άδειες αίθουσες με την ψευδαίσθηση ότι έτσι χτίζουν κοινό, αλλά και αδυνατώντας συχνά να αντιληφθούμε την πολιτιστική εργασία ως κάματο και όχι ως χόμπι, πόσο εξαρτημένοι είμαστε από τις προσκλήσεις και από το δωρεάν; Πώς αξιολογούμε οι ίδιοι τη σημασία του πολιτισμού στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια;

Το αξιακό σύστημα μιας κοινωνίας δεν επιβάλλεται άνωθεν. Ο τρόπος που όλοι εμείς αντιλαμβανόμαστε και αξιολογούμε κάτι είναι αυτός που θα συν-καθορίσει ουσιαστικά και την τελική τιμή του. Κι αυτό το μάθημα μάς το έμαθε καλά ο Θεοτόκης έναν αιώνα πριν: η τιμή και το χρήμα είναι δύο τελείως διαφορετικές έννοιες.

* Βασίλης Ραφαηλίδης – «Στοιχειώδης Αισθητική», Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 1992

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.