Η Όλγκα Τοκάρτσουκ, μία από τις σημαντικές Ευρωπαίες πεζογράφους της τελευταίας δεκαετίας στην κατάμεστη Στέγη

Για τη sold-out συζήτηση με τη Νομπελίστρια συγγραφέα Olga Tokarczuk στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης

Την Όλγκα Τοκάρτσουκ την ανακάλυψα τυχαία αρκετά νωρίς, πριν εκδοθεί στα ελληνικά κάποιο βιβλίο της, όταν έκανα έρευνα για μια μελέτη που έγραφα γύρω από το σύγχρονο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα, και διαπίστωσα ότι το δικό της όνομα ήταν το μόνο που ξεχώριζε στην Πολωνία από πλευράς σύγχρονης πεζογραφίας. Τότε, την όποια φήμη της την όφειλε ακόμα αποκλειστικά στο Αρχέγονο και άλλες ιστορίες, ένα βιβλίο που ομολογώ ότι δεν με ελκύει. Ήταν όμως αρκετό ώστε να διαπιστώσω το ασυνήθιστο φίλτρο της αφηγηματικής της φωνής, την αντισυμβατική της ματιά και τη διάθεσή της να παίξει με τα όρια της φόρμας του μυθιστορήματος, έχοντας την τάση να διαμορφώσει κάτι υβριδικό.

Η πραγματική της υστεροφημία όμως βασίστηκε στα δύο μεγάλα σε έκταση και φιλοδοξία βιβλία που ακολούθησαν: τους Πλάνητες και τα Βιβλία του Ιακώβ. Εκεί, διακρίνει κάποιος τις αναμφίβολες ικανότητές της, τη φρέσκια προοπτική της, όσο και τους περιορισμούς που έχει η γραφή της. Βλέπουμε λοιπόν μία συγγραφέα ανήσυχη, με εγκυκλοπαιδική διάθεση και περιέργεια για γνώση, μία συγγραφέα που επιθυμεί να εκφράσει την πολυπλοκότητα και την ποικιλομορφία της ζωής, η οποία επιθυμεί να συνταιριάξει διάφορα είδη λόγου και να πειραματιστεί μορφολογικά έστω κι αν αυτό δεν βγαίνει πάντα, μία συγγραφέα με χιούμορ αλλά και εύρος οράματος. Η πληθωρικότητα αυτών των έργων είναι βεβαίως και η ίδια τους η αχίλλειος πτέρνα. Η συνοχή συχνά θυσιάζεται, η υπερβολική πληροφορία αρχίζει και θολώνει τη διαύγεια της γραφής και παράλληλα το μυαλό του αναγνώστη.

Τώρα, όσον αφορά στη βράβευση της Τοκάρτσουκ με το Νόμπελ Λογοτεχνίας: έχω γράψει πολλές φορές σχετικά με το ότι δεν πρέπει να δίνουμε υπερβολική σημασία στα βραβεία Νόμπελ. Ενίοτε πράγματι επιβραβεύουν ένα λαμπρό έργο και αποτελούν επιστέγασμα μιας σπουδαίας καριέρας. Συνήθως όμως τα κριτήρια της Σουηδικής Ακαδημίας είναι πολιτικά και ο στόχος είναι η προώθηση συγκεκριμένων ιδεών ή η ανάδειξη των λογοτεχνιών συγκεκριμένων εθνών, και δεν υπάρχει το παραμικρό πρόβλημα με αυτό. Απλά πρέπει να έχει κάποιος στο μυαλό του ότι η βράβευση με Νόμπελ δεν αποτελεί απαραιτήτως σφραγίδα αριστείας, ούτε και η μη βράβευση κάποιου απόδειξη μειωμένης αξίας. Η λίστα με τους πραγματικά σπουδαίους συγγραφείς και ποιητές που δεν έχουν βραβευτεί ποτέ είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη με όσους πραγματικά σπουδαίους έχουν βραβευτεί.

Σε κάθε περίπτωση, η βράβευση της Τοκάρτσουκ ήταν μια μεγάλη έκπληξη, αν μη τι άλλο γιατί την εποχή ειδικά της βράβευσής της, η Τοκάρτσουκ ήταν μόλις 56 ετών και η διεθνή της φήμη βασιζόταν ουσιαστικά σε ένα και μόνο βιβλίο, τους Πλάνητες! Ένα βιβλίο πληθωρικό, αινιγματικό και πολύ ενδιαφέρον, το οποίο όμως από μόνο του σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί αυτό το βραβείο, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κάποιος πόσοι σπουδαίοι συγγραφείς, γυναίκες και άντρες, από αναρίθμητες χώρες στον κόσμο, έχουν να επιδείξουν ένα τεράστιο έργο σε βάθος δεκαετιών (να υπενθυμίσω εδώ ότι το βραβείο Νόμπελ δεν αποτελεί βράβευση ενός συγκεκριμένου έργου, όπως π.χ. το Μπούκερ ή το Πούλιτζερ, αλλά η επιβράβευση μιας συνολικής καριέρας και μιας ολόκληρης εργογραφίας). Ασχέτως του Νόμπελ, η Τοκάρτσουκ στα μάτια μου είναι αναμφίβολα ταλαντούχα, με ιδιαίτερη φωνή, ένα ευρύ, αυθεντικά ευρωπαϊκό πνεύμα αναζήτησης και σίγουρα αποτελεί μία από τις σημαντικές Ευρωπαίες πεζογράφους της τελευταίας δεκαετίας.

 

 

Πάμε τώρα στη συζήτηση με την Τοκάρτσουκ στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση. Πολύς κόσμος είχε συρρεύσει στην Κεντρική Σκηνή για μια εκδήλωση που κράτησε περίπου μία ώρα. Δεν ήταν και πολλές οι διαφωτιστικές στιγμές στη βραδιά, αλλά συνήθως έτσι συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι ερωτήσεις του συντονιστή Γρηγόρη Μπέκου ήταν αυτό που θα λέγαμε hit and miss. Ορισμένες εξ’ αυτών ήταν μάλλον άστοχες, όπως οι ερωτήσεις σχετικά με την ελληνική μυθολογία στην αρχή και την ελληνική ετυμολογία του τίτλου του τελευταίου της έργου στο τέλος, προσπάθειες τραβηγμένες από τα μαλλιά προκειμένου να βρει κάποια διασύνδεση ανάμεσα στην Τοκάρτσουκ και την Ελλάδα.

Ούτε και την ερώτηση σχετικά με τα βιβλία στο σπίτι που μεγάλωσε και τα οποία μπορεί να είναι βαρετά κατάλαβα. Όμως ήταν πιο εύστοχη η ερώτηση σχετικά με τα τέσσερα διαβατήρια που είχε η γιαγιά της στη διάρκεια της ζωής της. Αυτό επέτρεψε στην Τοκάρτσουκ να αναφερθεί λίγο στην ιδιαίτερη γεωγραφική θέση της Πολωνίας, μίας πεδιάδας στο κέντρο της Ευρώπης, όπου όλοι οι γειτονικοί λαοί έχουν ανάγκη και εποφθαλμιούν. Αυτό της έδωσε τη δυνατότητα να αναλύσει την πολυεπίπεδη έννοια της ρευστότητας, ιδιαίτερα σε σχέση με την ίδια τη σύσταση του πολωνικού λαού, ο οποίος ζει για αιώνες με τον φόβο του τεμαχισμού. Αυτό προκαλεί μεν ένα τραύμα αλλά από την άλλη υπογραμμίζει την πολυπολιτισμική του σύσταση, ανάμεσα στους γερμανόφωνους πολιτισμούς και την αυστροουγγρική Mitteleuropa και τη Ρωσία και την Ουκρανία από την Ανατολή. Στο κέντρο η παράδοση των Ασκενάζι Εβραίων και των Γίντις.

Αυτό μας οδήγησε στην ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από τους Πλάνητες, δηλαδή την ύπαρξη μιας ρωσικής χριστιανικής σέκτας της οποίας οι πιστοί βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση επειδή πιστεύουν ότι η στασιμότητα ανοίγει τον δρόμο στον διάβολο. Έτσι η Τοκάρτσουκ πήρε την ιδέα να ασχοληθεί μεταξύ άλλων με τα αεροδρόμια, το σημείο εκείνο της διαρκούς κίνησης, της ακατάσχετης ηρακλείτειας ροής. Το ζήτημα της συνοχής του βιβλίου η Τοκάρτσουκ βεβαίως το γνωρίζει καλά. Άλλωστε, είπε ότι όταν έστειλε το βιβλίο στον εκδότη της για πρώτη φορά, εκείνος την ρώτησε αν είχε μπερδέψει τα αρχεία στον υπολογιστή!

Σε μια σύντομη παρεμβολή της η Τοκάρτσουκ αναφέρθηκε στο αστυνομικό της μυθιστόρημα Οδήγησε το Αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών, το οποίο έγραψε για βιοποριστικούς λόγους. Εκεί η Τοκάρτσουκ είπε την πιο χιουμοριστική της ατάκα:

«Μου φαινόταν εύκολο να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να σκοτώσεις κάποιον στην αρχή και μέχρι το τέλος του βιβλίου να αποκαλύψεις ποιος το έκανε».

Τέλος, είχαμε και την αναφορά στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημα της Τοκάρτσουκ, τα Βιβλία του Ιακώβ. Μια αλλόκοτη ιστορία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που όμως είχε ουσιαστικά διαγραφεί από την ιστορία. Ο λόγος που αυτό συνέβη είναι ότι η ιστορία του Ιακώβ Φρανκ, ενός Εβραίου που ελίχθηκε ανάμεσα στις διαφορετικές θρησκείες και θεωρήθηκε για μια ομάδα πιστών ως μεσσίας, ήταν ένα σκάνδαλο που τόσο η ρωμαιοκαθολική εκκλησία όσο και η εβραϊκή κοινότητα ήθελαν να αποσιωπηθεί. Η Τοκάρτσουκ εξήγησε πως γνώριζε ελάχιστα πράγματα για την ιστορία του 18ου αιώνα και η εκτεταμένη της έρευνα της επέτρεψε να μάθει πράγματα που αγνοούσε και να μαγευτεί από την ποικιλομορφία της πολωνικής ιστορίας εκείνης της περιόδου.  

Και μια σύντομη αναφορά στην ταυτόχρονη διερμηνεία, κάτι από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα που μπορώ να σκεφτώ, ιδιαίτερα όταν έχεις να μεταφράσεις πυκνή ροή λόγου ενός λογοτέχνη. Οι δύο κυρίες που ανέλαβαν το δύσκολο αυτό καθήκον έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, παρά τη δυσκολία που είχαν στην ορολογία στα ελληνικά, τα διάφορα μπερδέματα και τις κρίσεις βήχα. Το να ακούς τη μία να προτείνει πιο δόκιμους όρους όσο η άλλη μετέφραζε είχε πλάκα και προσέδιδε μια πιο ανάλαφρη νότα στην όλη βραδιά.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.