Η Λήδα Παπακωνσταντίνου άφησε λίγο από τον χρόνο της «στα χέρια μου»

Η περφόρμερ και εικαστικός Λήδα Παπακωνσταντίνου μιλάει στο ελc και η συνομιλία δεν θα μπορούσε να μην εξελιχθεί απροσδόκητα, σας τη μεταφέρουμε αυτούσια ως εμπειρία που θέλουμε να μοιραστούμε, σαν ένα διήγημα άκρως αληθινό

Φωτογραφίες: © Εβίτα Σκουρλέτη

Αν άφηνα τον χρόνο μου στα χέρια της Λήδας Παπακωνσταντίνου θα σαν όλα τα ξημερώματα μου ένα «γεια σου τι κάνεις» και οι νύχτες μου διονυσιακές μέσα σ’ ένα «κουτί» δεμένο με τα νήματα της ζωής μου κι όλων όσων αγάπησα.

Όταν πρωτοέκανα περφόρμανς το όνομα Λήδα Παπακωνσταντίνου το συναντούσα συχνά μεταξύ άλλων στη βιβλιογραφία και δεν σας κρύβω ήτανε σαν ένας μύθος στο μυαλό μου μιας και δεν την είχα δει ποτέ εν δράσει. Τελικά αυτός ο άτιμος ο χρόνος λειτουργεί μη γραμμικά κι ήρθε το πλήρωμά του για να τη συναντήσω και κάπως να κατανοήσω το μεγαλείο του μυαλού και των πολύπλοκων σκέψεων της που στον λόγο της εκφράζονται με παύσεις δίχως κόμματα και τελείες, μόνο ανάσες γεμάτες. Της συμπεριφέρθηκα σα να την γνώριζα χρόνια κι εκείνη όποτε εντόπιζε ψήγματα «θράσους» μου ‘ριχνε ματιές έντονες χαμογελαστές μπας και σοβαρευτώ μα πού να σοβαρευτώ είχα χάσει τον χρόνο κοιτώντας τα μάτια της. Τώρα αν δεν ξέρετε ποια είναι η Λήδα Παπακωνσταντίνου θα σας απαντήσω όπως εκείνη που θα σας έλεγε γκουγκλάρετέ με ή επισκεπτείτε την αναδρομική έκθεσή μου στο ΕΜΣΤ και διαβάστε προσεκτικά τα κείμενα που έχει συντάξει η επιμελήτρια Τίνα Πανδή.

Δεν ήθελα να την κουράσω ήρθε από τις Σπέτσες, την άφησα στην ησυχία της να πιει τον καφέ της και την παρατηρούσα. Με μάγεψε η ευγένειά της, ο τρόπος που έπιανε το μπαστούνι της, την τσάντα της, τα γυαλιά της. Μπορεί εγώ να την άφησα στην ησυχία της, μα ο κόσμος δεν την άφηνε ήσυχη και κείνη ευγενικά και στον πληθυντικό αριθμό ευγενείας τούς απαντούσε και τους ευχαριστούσε. Την ένιωσα αυτή την ανατριχίλα ότι μαζί της μπορώ να κάνω αυτή τη συζήτηση διαδραστική σαν μια περφόρμανς. Σκεφτήκαμε για πιο ησυχία να πάμε σε ένα από τα γραφεία του ΕΜΣΤ αλλά δεν με τράβαγε κατά κει, το ένστικτο μου έλεγε καθίστε ανάμεσα στα έργα της και θα συμβεί η μαγεία του στιγμιαίου, του εφήμερου που θα καταγραφεί, θα κατατεθεί κι ας χαθεί. Με το που μου είπε είμαι έτοιμη πήρα μια ανάσα και η περφόρμανς Ο χρόνος της Λήδας στα χέρια σου ξεκίνησε.

 

 

Η περφόρμανς σου «Κωφάλαλη» (1971) μου ήρθε στο μυαλό όταν βάλαμε τις μάσκες κι άρχιζα να ζωγραφίζω πάνω τους χείλια, εσύ αυτή την καραντίνα και τη μάσκα πώς την αντιμετωπίζεις;

Με μια μεγάλη δυσκολία όπως εξακολουθώ να την αντιμετωπίζω, ειδικά τη μάσκα, για λόγους πρακτικούς καταρχάς επειδή αλλάζει η αναπνοή μου και ο τρόπος που αναπνέω είναι πολύ σημαντικός για εμένα. Το άλλο το κομμάτι της καραντίνας ήταν πολύ πιο εύκολο απ’ ότι ήταν για τους ανθρώπους της πόλης, γιατί ζω στις Σπέτσες και κει δεν χρειαζόταν να φοράω μάσκα, γιατί βασικά δεν έβλεπα κανέναν. Ήμουν μόνη μου με τον σκύλο μου, στο αποπάνω σπίτι μένουν ο γιος μου με τη γυναίκα του και τα δυό τους παιδιά με τους οποίους βλεπόμασταν, κοιταζόμασταν, από μακριά λέγαμε αυτό το «γεια σου, τι κάνεις», το είπα τώρα και ξέρω ότι υπάρχει στην έκθεση. Η αλήθεια είναι αυτή, είχαμε περιοριστεί σε ένα γεια σου, τι κανεις και μετά άρχισε κανείς να ανακαλύπτει τις μεθόδους επικοινωνίας. Όλες αυτές εμπεριείχαν πάντοτε το καινούργιο αξεσουάρ της στολής μας που ήταν η μάσκα. Δεν προσπάθησα να κάνω τη μάσκα κάτι πιο χαριτωμένο, γιατί προτίμησα να ξέρω ότι δεν είναι καθόλου χαριτωμένο και ότι έχω το προνόμιο να μην είμαι υποχρεωμένη να τη φοράω συνέχεια. Τα ζόρικα ήτανε όταν ήρθα στην Αθήνα, γιατί χρειαζόταν να πηγαινοέρχομαι, όπως όλοι μας έπρεπε να κινηθούμε με κάποιον τρόπο.

Εσύ στην Αθήνα έκανες και κάτι άλλο πιο παλιά, δύσκολο θεωρώ, ερχόμενη από την Αγγλία έφερες μια καινούργια σκέψη την περφόρμανς, έφερες ένα καινούργιο κόσμο που δεν ήτανε γνώριμος για το κοινό υποθέτω του τότε και ήτανε μάλιστα την περίοδο της χούντας.

Στη Χούντα σαφώς, καταρχάς κι αυτό είναι καταγεγραμμένο, η έκθεση «Ένα περιβάλλον» ήταν ακριβώς λίγους μήνες ή ίσως ένα μήνα πριν πέσει η Χούντα επί κυβέρνηση Ιωαννίδη. Αλλά καθ όλη τη διάρκεια της χούντας, γιατί γύρισα μέσα στη χούντα, στα τέλη του ’71 στην Ελλάδα, οπότε οτιδήποτε έκανα αυτή την περίοδο -κάποια εκ των οποίων, είναι οι Μπουμπουλίτσες, το Σπετσιώτικο Θέατρο, το οποίο οργανώθηκε σαν πυρήνας μέσα στη Χούντα με ανθρώπους, οι οποίοι είχαν κι αυτοί μια αντίληψη ελευθερίας για τη ζωή, η οποία ήταν σε αντίθεση με το τι συνέβαινε στην Ελλάδα- όμως είχαν όλοι διαλέξει να είναι στην Ελλάδα. Κάτι που πάει να πει ότι κανείς λειτουργούσε πάνω σε κάποιες σταθερές αξίες, οι οποίες εξακολουθούσαν να είναι εκεί ασχέτως το τι κυβερνούσε τον τόπο. Αυτό είναι κάτι που γίνεται επαναληπτικά, πάντοτε υπάρχουν συνθήκες με τις οποίες δεν συμφωνούμε. Ας πούμε και τώρα είναι συνθήκες με τις οποίες συμφωνώ κάθετα και είναι συνθήκες με τις οποίες διαφωνώ κάθετα. Η υπόθεση της υπερκατανάλωσης για παράδειγμα, η οποία είναι ένα μέρος της ζωής μου και της αντίληψής μου για τη ζωή είναι μια θέση, η οποία με απασχολεί τουλάχιστον πενήντα χρόνια.

Έχεις καταφέρει να καταναλώνεις λιγότερο;

Φυσικά και τα ‘χω καταφέρει, φυσικά και τα ‘χω καταφέρει! Ο οποιοσδήποτε μπορεί να καταφέρει να καταναλώνει είναι θέμα επιλογής. Όλα αυτά είναι θέματα επιλογής, όπως μου είπες ότι εσύ επέλεξες να πας στην τάδε σχολή, μετά στην άλλη σχολή και σ’ όλο αυτό το διάστημα να κάνεις αυτό που εν τέλει επέλεγες και αυτό το διαχώρισες, όπως το διαχωρίζω και εγώ. Εκεί έχουμε κάτι που μας συνδέει με πάρα πολλούς ανθρώπους, ότι το βιοποριστικό μας κομμάτι είναι πάντοτε ή τουλάχιστον μοιάζει να είναι πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που θεωρούμε και μπορεί όντως να είναι το κομμάτι που αφορά τη σκέψη μας, την ψυχή μας, την καρδιά μας, τα φτερά μας, τις ρίζες μας …τα κλαδιά μας. Εδώ θα έβαζα ένα ερωτηματικό, είναι όντως διαφορετικό ή είναι καλύτερα να δούμε τον εαυτό μας σαν ένα σύνολο κι ο καθένας μέσα σε αυτό το όλο που είναι κατά καιρούς, κάνει αυτό που είναι απαραίτητο. Κι αυτό που είναι απαραίτητο δεν είναι πάντοτε το ίδιο.

 

 

Προσωπικά έχω νιώσει πως έχω αφήσει πράγματα, χρόνο και ευκαιρίες να φύγουν απ’ τα χέρια μου, εσύ τον χρόνο που πέρασε απ’ τα χέρια σου και τα έργα σου θεωρείς ότι τον αξιοποίησες όσο το δυνατόν καλύτερα μπορούσες;

Καταρχάς θα σου έλεγα να σκεφτείς ότι έχεις χρόνο μπροστά σου κι ότι αυτόν τον χρόνο μπορείς να τον διαχειριστείς με τρόπους που, μπορεί να είναι η στιγμή σου ν’ αποφασίσεις τι αλλαγές θα κάνεις στην αντίληψη χρόνου που έχεις. Εγώ σίγουρα είμαι σε μια περίοδο της ζωής μου που ο χρόνος αυτός, ο γνωστός μας χρόνος είναι στα τελευταία του. Έτσι είμαι 79 χρονών, είμαι στο τελευταίο κομμάτι της ζωής μου και κοιτάζω τη ζωή μου και προς τα πίσω κι έχω πάρα πολύ να δω προς τα πίσω. Φυσικά την κοιτάζω και προς τα μπρος, γιατί μέχρι να πεθάνεις είναι μόνο ζωή, δεν είναι τίποτε άλλο. Άρα μπορώ να σου μιλήσω μονάχα γι’ αυτον τον χρόνο, τον έμπρακτο και πιστεύω ότι είχα πάντοτε – το πιστεύω στ’ αλήθεια – είχα πάντα συνείδηση το ότι ο χρόνος είναι πραγματικά εδώ κι ότι τώρα πρέπει να κάνω αυτό που θέλω. Δεν θα περιμένω να γίνουν οι συνθήκες με κάποιο τρόπο ιδανικές, δεν υπάρχουν ιδανικές συνθήκες, υπάρχει μονάχα η σχέση η δικιά μας με τον κόσμο. Κι όταν αυτή η σχέση είναι γερή, δεν είπα ευχάριστη ή δυσάρεστη, είπα να είναι γερή, βρίσκει πάντοτε τρόπους να αναπτύσσεται.

Γνώριζες εξαρχής ότι είσαι κάτι το διαφορετικό, είμαι βέβαιος ότι ήξερες πως φέρεις μέσα σου κάτι το διαφορετικό, ίσως το ένιωθες απ’ όταν ήσουν μικρή με τ’ άλλα παιδάκια ότι κάπου διαφοροποιούσουν. Το δείχνει και το έργο σου… το ένιωθες αυτό ή είναι κάποια δική μου παράλογη σκέψη;

Δεν είναι μια δική σου παράλογη σκέψη. Ναι υπήρχε πάντοτε ένας χώρος γύρω μου, τον οποίο έπρεπε να διανύσω για να πάω προς τους άλλους, αυτό είναι αλήθεια. Ή επίσης ήτανε ένας χώρος, τον οποίο έπρεπε να διανύσω από τους άλλους για να ξαναγυρίσω στον εαυτό μου, στο πετσί μου. Αυτό το δεύτερο που ήταν το σωτήριο για μένα είναι το ότι η διαδρομή ήταν πάντοτε προς, και μετά προς τα πίσω, είχα δηλαδή κάπου να ξαναγυρίσω. Είχα πάντοτε μια βάση εσωτερική, την οποία φυσικά δεν την έφτιαξα μόνη μου, δεν γεννήθηκα με ιδιαίτερες περίεργες ψυχικές ας πούμε ή μεταφυσικές ικανότητες.

Δεν είσαι μεταφυσικό πλάσμα;

Καθόλου ίσα ίσα είμαι απόλυτα πρακτική με πάρα πολύ ανοιχτά μάτια, τόσο ανοιχτά όσο μου επιτρέπει ο κόσμος στον οποίον έχω γεννηθεί και η καταγωγή μου ως χόμο σάπιενς. Δεν ξέρω αν υπάρχει θηλυκό… δεν ξέρω πως είναι η γυναίκα σάπιενς αλλά είναι η γυναίκα που γνωρίζει, εν ολίγοις. Αυτό δεν είναι; Δηλαδή αυτό που μας διαφοροποιεί από άλλα είδη ζωής που προφανώς έχουν δικούς τους τρόπους να αναγνωρίζουν και να ζουν. Δεν το υποτιμώ αυτό λοιπόν, η υπόθεση της γνώσης εν ολίγοις ήτανε αυτό που πάντοτε με κράταγε μέσα στον κόσμο και εξακολουθεί να με κρατάει, γιατί είμαι άκρατα περίεργη και σε κοιτάω τόση ώρα εσένα που ήρθες να δεις εμένα. Εγώ όμως κοιτάζω εσένα, γιατί αν δεν σε κοιτάζω τότε σε ποιον μιλάω και γιατί; Και σε ευχαριστώ που έκανες μια εισαγωγή για τον εαυτό σου και μου είπες τι έχεις κάνει.

Γιατί σε έχω λίγο πρότυπο και ήθελα πολύ να καταλάβω αν είσαι ηθοποιός και τώρα που σε γνωρίζω από κοντά διακρίνω ποιότητες που θα μπορούσες να ήσουν μια ηθοποιός. Δεν πήγες σε δραματική σχολή αλλά κατάφερες μέσα απ’ τη δική σου καλλιτεχνική διαδρομή να γίνεις και ηθοποιός.

Δεν είμαι ηθοποιός, γιατί δεν ποιώ ήθος, αναγνωρίζω όμως την ύπαρξη του ήθους και πιστεύω απόλυτα και το έχω διατυπώσει πολλές φορές, πιστεύω στη βασική ραχοκοκκαλιά, την ηθική ραχοκοκκαλιά του ανθρώπου. Ηθοποιός είναι η ξαδέλφη μου, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου και ήταν μία απ’ τις επιλογές που είχα ως νεαρή που τελειώνει το Γυμνάσιο, αλλά αυτή είναι μια επιλογή που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι και έχει να κάνει και με τις εποχές. Λίγα χρόνια πριν πάρα πολλά άτομα ήθελαν να γίνουν ψυχίατροι, αυτό πάει να πει ότι ήδη το κοινωνικό σύνολο μέσα στο οποίο μεγαλώσανε νοσούσε, είχε θολώσει και χρειαζόταν ένα ξεκαθάρισμα. Και οι σπουδές δίνουν αυτή τη δυνατότητα, να καθαρίσεις κάποια βασικά ερωτήματα δικά σου ή του κόσμου.

 

 

Είμαστε στο -1 στη βάση ουσιαστικά του ΕΜΣΤ και υπάρχει μια έκθεση που λέγεται «Αν κυβερνούσαν οι γυναίκες τον κόσμο» και επειδή είμαστε στη βάση, είσαι στα θεμέλια και επειδή θεωρώ σου αξίζει ότι είσαι στα θεμέλια, θέλω να σε ρωτήσω, αν κυβερνούσες Λήδα την Ελλάδα, άσε τον κόσμο, θα έκανες κάτι πρωτοποριακό όπως στα έργα σου;

Δεν θέλω καθόλου να μπερδεύεται η ζωή μου με μια κοινωνική πραγματικότητα, η οποία λέγεται κοινωνική μεταφορά προτεραιοτήτων και αναρρίχηση και βαθμίδες. Όλη αυτή η υπόθεση της κλιμακωτής δομής είναι πιστεύω μια πολύ χλωμή άποψη του ανθρώπου. Είναι μια άποψη που αφαιρεί από τους ανθρώπους τη δυνατότητα να ονειρεύονται, γιατί οριοθετεί το όνειρό τους. Θα πας από μια βάση σε μια κορυφή, μα τι λες δηλαδή; Και το ταξίδι; Κι αν θες από μια βάση να πας προς τα κάτω και να σκάψεις βαθιά, δεν θα το κάνεις; Μα τι λες; Ή αν θες να πας πολύ πιο πέρα απ’ την κορφή; Γιατί όταν είσαι σε μια κορφή τι κάνεις; Είτε βλέπεις τον κατήφορο από κει που ανέβηκες, είτε βλεπεις μια άλλη κορφή παραπέρα, είτε βλέπεις κάτι που δεν το ‘χεις φανταστεί ποτέ στη ζωή σου, δεν ξέρεις ότι υπάρχει. Είναι σα να λες ότι θα σταματήσουμε να κάνουμε έρευνες στο διάστημα, επειδή έχουμε πάει ήδη στο φεγγάρι. Ανοησίες, δεν είμαι ανόητη, ουδέποτε ήμουν ανόητη και επίσης με ενοχλεί ιδιαίτερα αυτού του είδους η ιεραρχία ενώ σέβομαι απόλυτα τους ανθρώπους και την ευγενική ανθρώπινη συνύπαρξη, αλλά με μια σχέση που θα επιτρέπει την ανάγνωση και την αναγνώριση του ανθρώπου, όπως θα επιτρέπει και τη διεκδίκηση του ανθρώπου. Ένα έργο μου που είναι διαγώνια πίσω σου είναι μια ρήση της Σιμόν ντε Μποβουάρ, η οποία είναι κεντημένη πάνω σε μια στρατιωτική κουβέρτα που είναι από την περίοδο του μεσοπολέμου και λέει and then how shall we live, αυτό είναι ένα ερώτημα που το περνάω παραπέρα, δεν κάνω τίποτε άλλο με αυτό το έργο, γιατί η Σιμόν ντε Μποβουάρ το έχει πει περίφημα στο βιβλίο απ’ το οποίο το έχω δανειστεί εγώ «Οι Μανδαρίνοι» και δεν θα πω άλλα γιατί το βιβλίο είναι εκεί, η Σιμόν ντε Μποβουάρ είναι πάντοτε εδώ.

Ας την διαβάσουν κι όσοι δεν την έχουν διαβάσει ευκαιρία είναι.

Ακριβώς!

Ποιο έργο σου θεωρείς ότι έλαβε τη μεγαλύτερη αποδοχή και αγάλιασε η ψυχή σου δηλαδή ποιο έργο σου χάρηκες που ο κόσμος το κατανόησε απ’ όλη τη διαδρομή σου.

Η έκθεση που γίνεται τώρα. Τα θεμέλια αυτής της έκθεσης, γι’ αυτό λέω σκάβοντας προς τα κάτω, είναι καταρχάς ότι μου δόθηκε η δυνατότητα, με προσκάλεσαν δηλαδή κι είναι μεγάλη μου τιμή και αμέσως μετά και το πιο σημαντικό είναι η συνεργασία μου με την Τίνα Πανδή, γιατί το να συνεργάζεσαι με τον άνθρωπο που είναι αυτός που έχει εν τέλει την απόλυτη υπευθυνότητα και φροντίδα αυτής της έκθεσης -γιατί δουλέψαμε πάρα πολύ κοντά και πολύ συστηματικά για πάνω από ένα χρόνο, κι έτσι γνωριστήκαμε κιόλας- ήταν σαν να φτιάχναμε ένα καινούργιο έργο, αυτό είναι η αλήθεια.

Το έργο σου «3 Παπακωνσταντίνου, Θοδωρής, Λίτσα. Λήδα» που είναι ο μίτος της ζωής σου και των γονιών σου μου αρέσει τόσο πολύ και ταιριάζει τόσο στον χώρο που θα ήθελα να μείνει μόνιμα.

Εάν έμενε σε αυτό τον χώρο, αυτός ο χώρος θα έκλεινε γι’ άλλους καλλιτέχνες κι αυτό δεν είναι καθόλου σωστό. Το μουσείο είναι ένας χώρος ανοιχτός, ο οποίος κάθε τόσο ανανεώνεται και δίνει τη δυνατότητα σε πολλούς καλλιτέχνες και όχι μόνο καλλιτέχνες, σε πολλούς ανθρώπους που ασχολούνται με τον πολιτισμό και την τέχνη και τη ζωή, να κάνουν κάτι και έρχεται ο άνθρωπος εδώ, ο θεατής και γίνεται μέρος αυτής της ενασχόλησης, να το πω έτσι.

Μυσταγωγίας εγώ θα την έλεγα.

Εσύ θα λες τα βαριά πράγματα, εγώ θα τα λέω έτσι όπως τα αισθάνομαι, πιο ανάλαφρα γιατί μου αρέσει… δηλαδή τώρα περνάνε δύο άνθρωποι, ένα ζευγάρι και είναι πιασμένοι χέρι χέρι και πηγαίνουν από έργο σε έργο κι ένα παιδάκι που φωνάζει μαμά και αυτό είναι το μουσείο ξέρεις, και γω είμαι ευτυχής και τώρα όλοι αυτοί που λέμε μπαίνουνε μέσα σ’ ένα δωμάτιο που είναι πολύ σκοτεινό και θα δούνε κάτι καταπληκτικό εκεί να γίνεται, που δεν το ‘χουν ξαναδεί, και μπορεί να το θυμηθούνε και μπορεί αυτό το παιδάκι όπως εγώ θυμάμαι το πρώτο μουσείο της ζωής μου που πήγα, πρέπει να ‘μουνα τεσσάρων ετών όταν με πήγε ο μπαμπάς μου.

Σε ποιο;

Ήτανε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας και απολιθωμάτων που ήταν στο κτίριο που είναι στη Νομική Σχολή ανάμεσα στη Σόλωνος και Ακαδημίας. Ο πατέρας μου με πήγαινε σε μουσεία και μετά, όταν γυρνούσαμε σπίτι αφηγούμασταν και οι δύο στη μάνα μου όλα αυτά τα καταπληκτικά που είχαμε δει, λοιπόν αυτό κάνουνε τα μουσεία.

Άρα αυτό το παιδάκι θα διηγηθεί στους φίλους του τι είδε σήμερα;

Υπάρχει μια πιθανότητα να συμβεί αυτό το μικρό θαύμα κι όταν συμβαίνει αυτό το θαύμα δεν το ξέρει ούτε το μουσείο -ο οργανισμός, γιατί είναι ένα ον το μουσείο – αυτός ο οργανισμός δεν το ξέρει ακριβώς αλλά το μαθαίνει σιγά σιγά, δηλαδή βλέποντας τόσο απλά πόσοι άνθρωποι έρχονται να το δούνε.

Εδώ κάπου το ένστικτό μου αποδείχθηκε σωστό και η διάδραση με το κοινό ξεκίνησε. Μας διέκοψαν για να μιλήσουν στη Λήδα να της πουν ένα ευχαριστώ.

Έχεις πολύ κόσμο που έρχεται και σε χαιρετάει.

Είμαι πολύ μεγάλη σε ηλικία, δεν είναι περίεργο. Όσο πιο πολλά χρόνια ζεις, τόσο περισσότερους ανθρώπους ξέρεις και σε ξέρουνε.

Νομίζω είναι από θαυμασμό αυτό, δηλαδή άμα φωνάξω είναι η Λήδα εδώ η Παπακωνσταντίνου δεν νομίζεις ότι θα ‘ρθει ο κόσμος να τη δει πώς είναι;

Νομίζω ότι αν κάνεις ακριβώς το ίδιο, ας πούμε έξω από ένα γήπεδο και πεις είναι εδώ, ας πούμε στη γενιά μου θα λέγαμε είναι ο Λινοξυλάκης, εκεί να δεις τι θα γινότανε.

Ο ποιος;

Ο Λινοξυλάκης, δεν ξέρεις καν ποιος είναι ο Λινοξυλάκης.

Εδώ με το ζόρι θυμάμαι τον Μητσιμπόνα και τον Καραπιάλη.

Βλέπεις εγώ δεν τους ξέρω. Οπότε όλα αυτά είναι πάντοτε συγκριτικά…

 

 

Μας διακόψανε, μια νεαρή κοπέλα με ένα πλατύ χαμόγελο:

Κ1: Θέλω απλά να σας πω συγχαρητήρια για όλα.
ΣΠ: Γιατί σ’ αρέσει η Λήδα;
Κ1: Με αγγίζει πραγματικά, με αγγίζει, μιλάει μέσα μου, είστε καταπληκτική.
ΣΠ: Πώς είναι το μικρό σου;
Κ1: Λήδα.
ΣΠ: Συνονόματη.
ΛΠ: Σοβαρά; Χαίρομαι πάρα πολύ που έχουμε το ίδιο όνομα και ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό που μου λέτε.
Κ1: Τι λέτε; Είστε καταπληκτική, πραγματικά συγχαρητήρια.
ΛΠ: Είστε καλλιτέχνης;
Κ1: Έχω τελειώσει γραφιστική.
ΛΠ: Α, και σεις και γω!
Κ1: Αλήθεια;
ΛΠ: Ναι
Κ1: Απίστευτο
ΛΠ: Απίστευτο, σε ποια σχολή;
Κ1: Στη Βακαλό ήμουν.
ΛΠ: Εγώ στη Δοξιάδη, δεν υπάρχει πια.
Κ1: Παρακολουθώ μαθήματα με την κυρία Ζαχαροπούλου και τώρα δουλεύω ως δημοσιογράφος τα τελευταία χρόνια σε περιοδικό, άσχετο, αλλά μ’ αρέσει πολύ η τέχνη.
ΛΠ: Όχι όχι τίποτα δεν είναι άσχετο. Να κάνετε καλά τη δουλειά σας και να βάζετε μέσα τα βασικά σας ενδιαφέροντα. Δεν χρειάζεται πολύ, μια μικρή αράδα είναι που να είσαστε εσείς και ο αναγνώστης, γιατί γι’ αυτόν μιλάμε, θα το αναγνωρίσει αμέσως και θα μείνει μέσα του αυτή η γνώση. Ευχαριστώ πάρα πολύ που σταματήσατε να μου μιλήσετε.
Κ1: Εγώ συγγνώμη που διέκοψα, χάρηκα πάρα πολύ ειλικρινά να ‘στε καλά.

 

 

Έφυγε η συνονόματη της Λήδας, Λήδα και μας πλησίασε ένας κύριος είχε η διάδραση της περφόρμανς ξεκινήσει για τα καλά…

Κ2: Γεια σας, Συγχαρητήρια.
ΛΠ: Ευχαριστώ πολύ.
ΣΠ: Νιώθεις άβολα όταν σου λένε συγχαρητήρια;
Κ2: Τι δεν της αρέσει;
ΣΠ: Όχι αν νιώθει άβολα, τη ρώτησα.
Κ2: Ε, πώς αλλιώς να το εκφράσω, δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη λέξη. Αν μου πείτε.
ΛΠ: Όχι εμένα ρώτησε αν αισθάνομαι άβολα.
Κ2: Αισθάνεστε άβολα;
ΛΠ: Όταν είμαι επίκεντρο ενδιαφέροντος, αισθάνομαι αμήχανα. Ευχαριστώ πολύ όμως.
Κ2: Πάντως συγχαρητήρια, χαιρόμαστε μαζί σας. Τα έργα σας είναι πολύ εντυπωσιακά.
ΛΠ: Σας ευχαριστώ πολύ.
ΣΠ: Πού τα είχες αυτά τα έργα πριν. Όλα αυτά που ήτανε κρυμμένα;
ΛΠ: Τα περισσότερα είναι αποθηκευμένα κάποια είναι δανεισμένα από μουσεία είτε ιδιωτικά είτε κρατικά…

Εδώ μας ξαναδιέκοψαν, αυτή τη φορά μια κυρία, η οποία μας κοιτούσε ώρα από μακριά.

ΣΠ: Πες της, αφού σε βλέπω θες να της μιλήσεις.
Κ3: Α, εγώ πήγαινα στην γκαλερί Ώρα με πήγαινε η μαμά μου και ήτανε μια φοβερή γκαλερί η Ώρα ήτανε συναρπαστική. Σαν παιδί ανέβαινα τα ξύλινα τα σκαλιά, σαν τρελό.
ΣΠ: Και τι σου ξύπναγε ως παιδί όταν έβλεπες τα έργα της;
ΛΠ: Όχι, δεν τα έχει δει τα δικά μου έργα ηλικιακά αποκλείεται.
Κ3: Εγώ είμαι γεννημένη το 1967 αλλά η μαμά μου είχε φίλους, είχε τον Γρηγόρη τον Σεμιτέκολο.
ΛΠ: Ήμασταν πολύ φίλοι με τον Γρηγόρη.
Κ3: Κι έτσι την ατμόσφαιρα την ξέρω.
ΣΠ: Με ποιους έκανες παρέα εσύ;
ΛΠ: Ε, με τον Γρηγόρη Σεμιτέκολο κάναμε πολύ παρέα. Επίσης τώρα έχω…
ΣΠ: Έχεις αποσυντονιστεί.
ΛΠ: Έχω αποσυντονιστεί!
ΣΠ: Το ‘χω καταλάβει και το απολαμβάνω, γιατί είναι ωραίο που ο κόσμος σε αγαπάει και στο δείχνει.
Κ3: Εγώ θα πω κάτι, τον χειμώνα η κυρία Κανελλοπούλου που είναι…
ΛΠ: Η Χάρις;
Κ3: Τη βρήκα στο Ίδρυμα Θεοχαράκη και της λέω κάτι πρέπει να γίνει για όλη αυτή τη γενιά των γυναικών του ’60, ’70, δεν έχει γίνει τίποτα και σαν να με άκουσε ο Θεός δεν ξέρω τι έγινε…
ΣΠ: Α, Και έγινε αυτή η έκθεση εδώ.
Κ3: Γιατί υπήρχε και η Καραβέλα.
ΛΠ: Τη Μαρία Καραβέλα την ήξερα προσωπικά πολύ καλά.
Κ3: Εξαιρετική δουλειά για την εποχή.
ΛΠ: Έχουν γίνει πολλά πράγματα για την Καραβέλα, κάνετε μεγάλο λάθος
Κ3: Ναι ε;
ΛΠ: Κάνετε απόλυτο λάθος για την ακρίβεια και υπάρχει και μια πολλή μεγάλη βιβλιογραφία. Εσείς δεν το έχετε ψάξει.
Κ3: Δεν το ξερα ναι.
ΛΠ: Οπότε είναι πολύ απλό θα γκουγκλάρετε το όνομα της Μαρίας Καραβέλα.
Κ3: Έχω γκουγκλάρει, είχανε καεί κάποια έργα έτσι δεν ήτανε; σε κάποια αποθήκη.
ΛΠ: Κοιτάξτε και δικά μου έργα έχουν καεί, δεν έχει σημασία, πάρα πολλά έργα μου έχουν εξαφανιστεί γιατί έχουν καεί σε πυρκαγιές αλλά εάν κανείς πραγματικά θέλει να κάνει ένα statement, γιατί κάνετε αυτή την στιγμή μια δήλωση και την κάνετε μπροστά σ’ ένα μικρόφωνο με πλήρη επίγνωση ότι μαγνητοφωνήστε αυτή τη στιγμή γι’ αυτό και θα είμαι αυστηρή μαζί σας.
Κ3: Να είστε, να είστε.
ΛΠ: Όταν κάνετε μια δημόσια δήλωση, πρέπει να είστε σίγουρη για τις πληροφορίες που έχετε. Αναφορικά με τη Μαρία Καραβέλα σας είπα γκουγκλάρετε και θα έχετε πολύ περισσότερες πληροφορίες με μια διαφορά. Ότι πέθανε πολύ νωρίς άρα δεν καλύπτεται ένα χρονικό διάστημα που είναι διάστημα θανάτου, δηλαδή η έλλειψή της, τελείωσε νωρίς και επίσης κάτι που δεν έχει γίνει αρκετά κατά την άποψη μου για την Καραβέλα είναι όλοι οι άνθρωποι που έχουνε ένα θαυμασμό για το έργο της και υπάρχουν ευτυχώς πολλοί, δεν έχουν ασχοληθεί με την ομάδα της Καραβέλα, η οποία είναι όλοι στην Κόρινθο. Γιατί στην Κόρινθο δούλεψε η Καραβέλα, εμφανίστηκε στο άστυ άλλα η δουλειά της βασικά έγινε στην Κόρινθο και είναι πάρα πολύ σημαντική, γιατί δούλεψε στην επαρχία μέσα σε συνθήκες πάρα πολύ δύσκολες.

 

Έχει ήδη μαζευτεί περισσότερος κόσμος γύρω μας και την ακούει, τους διδάσκει, μαθαίνουν τη Μαρία Καραβέλα η περφόρμανς κυλάει εκπληκτικά…

 

ΛΠ: Η πρωτευουσα όπως όλες οι πρωτεύουσες του κόσμου διεκδικούν τα πάντα. Από τον πολιτισμό, την οικονομία, τη βιαιοπραγία και αφήνουνε για την επαρχία τις γυναικοκτονίες ας πούμε σαν τεράστιο παράσημο. Σας λέω να ψάξετε να βρείτε την ομάδα, όσοι ζούνε ακόμα, γιατί είμαστε πολλοί μεγάλοι όλοι σε ηλικία και σιγά σιγά πεθαίνουμε. Εντάξει;
Κ3: «Η τοστιέρα» που είναι ένα φανταστικό έργο μέσα…;
ΛΠ: Θα διαβάσετε με μεγάλη προσοχή το πολύ ωραίο κείμενο της κυρίας Πανδή, εγώ δεν έχω να προσθέσω τίποτα και θα δείτε επίσης με την ίδια προσοχή τα δύο βίντεο που είναι εκεί μέσα. Το έργο το ίδιο δίνει πάντοτε πολλή περισσότερη πληροφορία για τον εαυτό του απ’ ότι θα δώσει ο καλλιτέχνης, γιατί ο καλλιτέχνης είναι μονομερής ενώ το έργο είναι πολυμερές και επίσης το έργο μεταφέρει απάνω του τα χνώτα όλων των επισκεπτών. Εσείς έχετε αφήσει το χνώτο σας, αν ερχόταν το εγκληματολογικό θα έβρισκε πού έχετε ακουμπήσει και δόξα το Θεό σ’ αυτή την έκθεση ακουμπούν παντού και κει που δεν πρέπει ν’ ακουμπούν. Είχε πέσει και ένα έργο ας πούμε και το ξαναβάλαμε στη θέση του.
ΣΠ: Ποιο;
ΛΠ: Σους εσύ. Γιατί η καταστροφή είναι μέρος της ζωής. Ντάξει;
Κ3: Ναι.
ΛΠ: Λοιπόν στην υγειά της Καραβέλα και στη δικιά σας που το ψάχνεται.
Κ3: Και μακάρι όλες οι γυναίκες της εποχής σας να παρουσιαστεί το έργο τους ομαδικά σε μια πολύ μεγάλη έκθεση.
ΛΠ: Και μακάρι όλες οι γυναίκες της δικιάς σας εποχής να πηγαίνουνε να βλέπουνε εκθέσεις και να διεκδικουν τους εαυτούς τους.
Κ3: Ξεκινάει και από την παιδική ηλικία έτσι; Γιατί εμένα μου κινήθηκε το ενδιαφέρον πηγαίνοντας από μικρό παιδί στους χώρους αυτούς χεράκι χεράκι.
ΛΠ: Γι’ αυτό μιλάγαμε για τον πατέρα μου που με πήγαινε σε μουσεία, τα οποία ο αγαπητός συνάδελφος δίπλα μου δεν ήξερε καν ότι υπήρχαν… 
Κ3: Ευχαριστώ πάρα πολύ.
ΛΠ: Να ‘στε καλά χαίρεται.

Έφυγε η κυρία και γω είχα συνειδητοποιήσει ότι με την περφόρμανς μου αυτή είχα αρχίσει να εξαντλώ τη Λήδα, έπρεπε να κλείσω κάπως τη συζήτηση να την αφήσω ξανά στην ησυχία της.

 

 

Κλείνοντας θέλω να μου πεις…

Αυτή τη συζήτηση θα πρέπει να την χρησιμοποιήσεις. Εντάξει;

Δεν θέλω να σε κουράσω έτσι κι αλλιώς άλλο αλλά αυτό που έγινε ήτανε πάρα πολύ ωραίο και γιατί στήριξες μιαν άλλη καλλιτέχνιδα και γιατί μ’ άρεσε που αγριεύεις και μαλακώνεις μέσα στο δευτερόλεπτο, είναι φοβερό αυτό το ταλέντο σου.

Φίλε μου είμαι περφόρμερ, δεν είναι ταλέντο.

Κόπιασες για να το μάθεις αυτό;

Δουλεύω καθημερινά σε αυτό. Όταν λέει κανείς είναι ζωγράφος, πρέπει να ζωγραφίζει κατάλαβες; Εγώ είμαι ένας καλλιτέχνης ευρείας κλίμακας ας πούμε θα έλεγα. Με πολλά υλικά ένα απ’ τα υλικά μου είναι το στοιχείο του περφόρματιβ το οποίο το κουβαλάω και δεν σηκώνω και πολλά πολλά.

Γι αυτό μ’ αρέσεις τελικά, σε είχα έτσι για άγρια γυναίκα αλλά είσαι είσαι…

Ναι είμαι μεγάλος τζόρας και με μεγαλύτερη ευκολία τζορεύω παρά κλαίω. Η κλάψα όπως και οι φωνές πολύ απλά, δεν γουστάρω!

Οπότε για να κλείσουμε επειδή ζούμε σε μια χώρα που οι καλλιτέχνες δεν βοηθιούνται και οι καλλιτέχνες οι περισσότεροι κλαιγόμαστε ότι δεν μας βοηθάει το κράτος και δεν καταφέρνουμε και δεν πετυχαίνουμε. Έχεις να δώσεις μια συμβουλή εσύ ως κορίτσι που σηκώθηκες και έφυγες και πάλεψες. Οι γονείς σου κυνηγηθήκανε, ήτανε άνθρωποι του μόχθου που ήτανε καλλιτέχνες κι αυτοί. Αλλά εσύ τα κατάφερες πήγες στην Αγγλία, επέστρεψες με τον δικό σου τον κόπο.

Ήμουν απόλυτα αποφασισμένη ότι αυτό που ήθελα να κάνω, το οποίο δεν ήξερα καν τι ήτανε, έπρεπε οπωσδήποτε να το κάνω κι ότι άξιζε να κάνω τα πάντα. Ποτέ δεν φοβήθηκα να κάνω οποιαδήποτε άλλη δουλειά. Σαφήνεια στον στόχο και επιμονή.

Όσο δηλαδή και να κοπιάσουμε όσο κι αν πληγωθούμε όσο κι αν πονέσουμε…

Δεν τα είπα γω, αυτά τα λες εσύ γιατί παράλληλα βάζεις το διονυσιακό στοιχείο, το οποίο είναι περίφημο. Δηλαδή δεν υπάρχει κόπος χωρίς ανταπόδοση. Απλά θα φροντίζεις να υπάρχει ανταπόδοση, η οποία μπορεί να είναι από δύο ανθρώπους αλλά είναι εκεί. Δεν δουλεύεις μέσα σε ένα κενό, ουδέποτε δούλεψα μέσα σε κενό, υπήρχε πάντοτε η ανταπόδοση είτε από συναδέλφους είτε από ανθρώπους στον δρόμο, είτε από οποιονδήποτε …δεν έχει σημασία αλλά δεν δούλεψα ποτέ σε κενό, γιατί δεν ζω σε κενό.

Ευχαριστώ πάρα πολύ Λήδα ήτανε μεγάλη μου τιμή που σε γνώρισα.

Τώρα λέω να πάω να περπατήσω λίγο, γιατί ο λαβύρινθος της σκέψης μου είναι τέτοιος που μ’ έχει κουράσει. Θα σε αφήσω λοιπόν μόνο σου στα όρια της χώρας ATHOSIAn να κάνεις ό,τι θέλεις.

 

Info έκθεσης:

Χρόνος στα χέρια μου | ΕΜΣΤ

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.