Η επιστροφή του “Black Mirror”: When I need love

Βασανίζοντας, τιμωρώντας, κολάζοντας: O old boy γράφει για κάθε επεισόδιο του τελευταίου κύκλου του Black Mirror

Μετά από τέσσερα χρόνια αγρανάπαυσης, το “Black Mirror” επέστρεψε πριν λίγες μέρες στο Netflix, με τον έκτο κύκλο του και πέντε νέα επεισόδια. Και το πόσο αρέσει ή δεν αρέσει αυτός ο κύκλος μπορεί να είναι υποκειμενικό, το ότι όμως κάνει ένα βήμα προς διαφορετική κατεύθυνση, απομακρυνόμενο από την αφήγηση ιστοριών στις οποίες κυρίαρχο ρόλο παίζει η τεχνολογία ενός κοντινού μέλλοντος, που θυμίζει όμως κατά τα άλλα το παρόν, και ο δυστοπικός ή μη κόσμος που δημιουργεί, είναι αντικειμενικό. 

Στο πρώτο επεισόδιο, το “Joan is Awful”, η Τζόαν μετά από μια δύσκολη και γεμάτη αμφιταλαντεύσεις κι εντάσεις μέρα, κι αφού στη συνεδρία που είχε μεσολαβήσει με τη ψυχοθεραπεύτριά της είχε πει ότι δεν νιώθει πρωταγωνίστρια της ζωής της, επιστρέφει το βράδυ σπίτι και κάθεται να δει με τον σύντροφό της Νetflix (ή εν πάση περιπτώσει μια ολόιδια πλατφόρμα που έχει ακριβώς το ίδιο στήσιμο και λογότυπο). Κάνουν τη σχετική αναζήτηση για το τι θα δουν, μέχρι που το μάτι τους πέφτει πάνω στη σειρά «Η Τζόαν είναι Απαίσια». Πρωταγωνιστεί η Σάλμα Χάγιεκ, αλλά έχει το όνομα της Τζόαν, το περίεργο μαλλί της Τζόαν και κυρίως ακριβώς την ίδια μέρα που πέρασε η Τζόαν, με κάποιες μικρές αλλά κρίσιμες εις βάρος της πινελιές. 

Ενώ είναι το μοναδικό εκατό τοις εκατό “Black Mirror” επεισόδιο του κύκλου ως προς τη θεματολογία και την προβληματική, παραδόξως υπό μία άλλη οπτική γωνία είναι και το λιγότερο “Βlack Mirror” επεισόδιο. Ο κωμικός τόνος μοιάζει παράταιρος, το φαρσικό στοιχείο δεν δουλεύει, μάλλον το επεισόδιο θα λειτουργούσε πολύ καλύτερα στη γνώριμη σκοτεινιά της σειράς. Σκοπεύω να κακολογήσω πιο κάτω στο κείμενο το τόσο σκοτάδι του δημιουργού της σειράς Τσάρλι Μπρούκερ, αλλά και ο κεφάτος Μπρούκερ δεν έχει πλάκα – δεν έχει πλάκα εδώ τουλάχιστον. 

Αν στο “Νational Anthem”, το πρώτο επεισόδιο του πρώτου κύκλου, το να εκβιάζεσαι ως δημόσιο πρόσωπο να κάνεις σε απευθείας μετάδοση σεξ με ένα γουρούνι μετέφερε τους τηλεθεατές της σειράς (ακόμη τότε στο βρετανικό Channel 4) σε έναν εντελώς ξεβολευτικό χώρο, στο “Joan is Awful” η όποια αντίστοιχη φάση, με το να αφοδεύει ένα δημόσιο πρόσωπο και δη γυναίκα μέσα σε μια εκκλησία και κατά τη διάρκεια ενός γάμου, δεν δημιουργεί σοκ και σκανδαλισμό, δεν δημιουργεί καν τρελό κέφι, σου δημιουργεί μόνο αμηχανία και ετεροντροπή. Και φυσικά δεν μιλάμε για οποιουδήποτε τύπου απεικόνιση της πράξης της, δεν παρακολουθούμε Τζον Γουότερς αλλά Νetflix. Ένα Νetflix, το οποίο ο Μπρούκερ βάζει κάτω στα δύο πρώτα επεισόδια του κύκλου και το κάνει κέντρο της κριτικής και του σαρκασμού του: πήρε εκατό χρόνια κινηματογράφου και τους μίκρυνε το μέγεθος μέχρι να γίνουν ένα app.

Ακόμα κι έτσι πάντως, μέσα στην αποτυχία της προσέγγισης και του τόνου που το αδικεί, το “Joan is Awful” έχει τις πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις του έκτου κύκλου και είναι το μόνο που μοιάζει όντως συγχρονισμένο με μια εποχή που τίποτα δεν μοιάζει αληθινό, από το μη καλοκαιρινό καλοκαίρι, ως αρθρογράφους περιωπής σε σάιτ περιωπής με ψεύτικα ονοματεπώνυμα και ψεύτικες φωτογραφίες, με μια εποχή που τα deepfake δίνουν και παίρνουν και οι σεναριογράφοι στις ΗΠΑ απεργούν εκτός των άλλων λόγων για να μην τους πάρουν τις δουλειές τα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης. Ωστόσο, το ακόμη πιο καίριο ζήτημα που βάζει δεν έχει να κάνει με τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και το κατασκευασμένο, αλλά με το αν προτιμάμε όντως ως άνθρωποι να βλέπουμε να προβάλλονται οι κακές πλευρές του εαυτού μας παρά οι καλές. Αν προτιμάμε να μας βλέπουμε ως απαίσιους και όχι ως υπέροχους. Αν μας καθηλώνει περισσότερο ως θεατές του εαυτού μας μια εικόνα μας γεμάτη αδυναμίες, εγωισμούς και δειλία.

Στο δεύτερο επεισόδιο, το “Loch Henry”, ένα ζευγάρι νέων φερέλπιδων κινηματογραφιστών ταξιδεύουν στην επαρχία της Σκωτίας προκειμένου να γυρίσουν ένα ψαγμένο ντοκιμαντέρ με περιβαλλοντικές ανησυχίες. Στη σύντομη στάση που κάνουν στο χωριό που μεγάλωσε ο άντρας όμως, η γυναίκα μαθαίνει για τον ντόπιο εγκληματία που στοίχειωσε την περιοχή και που στο μπουντρούμι του βασάνιζε τουρίστες. Και τον πείθει να γυρίσουν ντοκιμαντέρ με αυτό το θέμα. Ο Μπρούκερ ρίχνει σαρδόνια βέλη για την εμμονή της σύγχρονης κουλτούρας με τα True Crime, αλλά και για πόσο τα προμοτάρει το Netflix.

Το κάνει όμως μετερχόμενος σεναριακές ευκολίες και αποκαλύψεις μυστικών που θυμίζουν κακό θρίλερ. Αλλά επειδή είναι το σεναριακό μέγεθος που είναι, έρχεται η τελευταία σκηνή και ανεβάζει όλο το επεισόδιο επίπεδο, πηγαίνοντάς το αλλού με την αμφισημία του και την παλάντζα ανάμεσα στην πιο σκληρή ειρωνεία αλλά -ίσως- και στην πιο βαθιά τρυφερότητα. Αυτή την πλάκα ξέρει να την κάνει με ιδιοφυή τρόπο ο Μπρούκερ, αυτή η πλάκα του πηγαίνει, αυτή η πλάκα έχει και πλάκα και κάτι πέραν αυτής, πειράζοντάς σου γόνιμα το μυαλό. 

Στο τρίτο επεισόδιο, το “Βeyond the Sea”, βρισκόμαστε σε ένα «εναλλακτικό 1969». Δυο Αμερικάνοι αστροναύτες έχουν έξι χρόνια αποστολή σε ένα διαστημόπλοιο, αλλά υπάρχει η τεχνολογία που μεταφέρει ρέπλικές τους στη γη, όπου ζει ο καθένας με την οικογένειά του. Κλώνοι, εναλλακτικοί εαυτοί, μη αληθινοί εαυτοί, μεταφυτευμένες συνειδήσεις, γνώριμο πολύ πεδίο του “Black Mirror” και εννοείται ότι στην πορεία τα πράγματα θα μπλεχτούν. Ενώ όμως το επεισόδιο είναι συνολικά καλό, έχεις κι εδώ την αίσθηση ότι κάτι στον βαθμό περιπλοκότητας έχει μειωθεί σε σχέση με το παρελθόν της σειράς, ότι παλιότερα μέσα σε αυτή την ιδέα θα είχε δημιουργήσει κάτι πιο πολύπλοκο. Και ότι στη μεγάλη διάρκεια του επεισοδίου θα χωρούσαν, αντί για αργοί ρυθμοί, πολύ περισσότερες εξελίξεις με νέα διλήμματα κάθε φορά. Από την άλλη η απλότητα είναι και αρετή (αν και το να χρησιμοποιήσεις το επίθετο «απλός» για τους κόσμους που δημιουργεί ο Μπρούκερ είναι ύβρις) και σίγουρα εδώ λέει μια ιστορία με έντονο συναισθηματικό αντίκτυπο και με νόημα και χωρίς να έχεις δει με την καμία αυτό που στο τέλος έρχεται και σε ταράζει. 

Το τέταρτο επεισόδιο, το “Mazey Day”, είναι ξεκάθαρα ένα από τα χειρότερα επεισόδια της σειράς, ίσως και το χειρότερο (αν και υπάρχει πάντα το τελευταίο του πέμπτου κύκλου). Εδώ βρισκόμαστε στην πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, ο ψηφιακός κόσμος δεν είναι ακόμα εγκαθιδρυμένος και φορεμένος στην καθημερινότητά μας. Ιστορία ανελέητων παπαράτσι και εθισμένων σταρ της σόουμπιζ. Ενώ και το πέμπτο και τελευταίο επεισόδιο μάς δείχνει κόσμους στους οποίους φεύγουμε από την επιστημονική φαντασία και πηγαίνουμε σε εντελώς άλλα κινηματογραφικά είδη, ενώ και το τελευταίο επεισόδιο μας δείχνει κόσμους του σινεμά του φανταστικού, εκεί αυτό που βλέπεις δεν σου κλωτσάει, αντίθετα μπαίνεις και αποδέχεσαι τον κόσμο που δημιουργείται. Εδώ όμως η αιφνίδια αλλαγή genre στα μισά του επεισοδίου σε αφήνει με ανοιχτό το στόμα και όχι με την καλή έννοια, αφού λες αποκλείεται να βλέπω τώρα κάτι τόσο γελοίο σε ένα επεισόδιο “Black Mirror”. Αν η αλλαγή της οποίας γίνεσαι μάρτυρας έχει μέσα της στοιχεία αλληγορίας, προς Θεού κάπου. Αν δεν έχει, επίσης προς Θεού κάπου. 

Aλλά και συνολικά το επεισόδιο είναι ανέξοδα ηθικοπλαστικό, υιοθετώντας μια κοινής αντίληψης οπτική απέναντι σε έναν κοινά παραδεκτό εχθρό, αφού κανείς δεν αγάπησε ποτέ τους παπαράτσι. Ωστόσο μπορούμε να συνδέσουμε το “Μazey Day” με το “Joan is Awful” και το “Loch Chris” και να βρούμε ένα κοινό νήμα: ο τηλεθεατής και ο καταναλωτής ειδήσεων θέλει να βλέπει τις σκοτεινές πλευρές του εαυτού του, θέλει να βλέπει αληθινά εγκλήματα, θέλει να βλέπει σκανδαλοθηρικές φωτογραφίες με σελέμπριτις σε άθλια κατάσταση, θέλει να καταναλώνει φόβο και σκοτάδια και κατάπτωση.

Στο πέμπτο επεισόδιο, το “Demon 79”, βρισκόμαστε στο 1979. Η κουρασμένη από τη διακυβέρνηση των Εργατικών Μεγάλη Βρετανία ετοιμάζεται να υποδεχτεί στις προσεχείς εκλογές την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της Μάργκαρετ Θάτσερ και μαζί της ο κόσμος τη στροφή προς το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Εκτός από τους Συντηρητικούς έντονη κάνει την παρουσία του και το ευθέως ρατσιστικό και φασίζον Εθνικό Μέτωπο. Μια ινδικής καταγωγής νεαρή Βρετανίδα εργάζεται ως υπάλληλος σε μαγαζί με παπούτσια, ερχόμενη καθημερινά αντιμέτωπη με ρατσιστικές συμπεριφορές, ενώ ταυτόχρονα δεν έχει τίποτα όμορφο να νοηματοδοτεί τη ζωή της. Αυτό βέβαια ξυπνά μέσα της και μια καταπιεσμένη οργή. Όταν πέσει στην κατοχή της ένα παλιό φυλακτό, θα καλέσει άθελά της έναν δαίμονα που θέλει να κερδίσει τα φτερά του. Ο δαίμων της εξηγεί ότι πρέπει μέσα στα επόμενα τρία εικοσιτετράωρα να σκοτώσει τρεις ανθρώπους, γιατί αν δεν λάβει χώρα η συγκεκριμένη θυσία ο κόσμος θα καταστραφεί άμεσα, ελέω πυρηνικής καταστροφής. Αλλά και ο ίδιος όχι μόνο δεν θα κερδίσει τα φτερά του, αλλά θα εξοριστεί και σε ένα σύμπαν αιώνιας μοναξιάς. όπου δεν υπάρχει ύλη, χρόνος, χώρος, φως ή ήχος, αναγκασμένος να υποστεί μια ατελείωτη έλλειψη ύπαρξης παντοτινά και εις άπειρον.

Εδώ λοιπόν, σε κραχτή αντίθεση με το πρώτο επεισόδιο, ο τόνος είναι ο πλέον κατάλληλος. Ενώ το επεισόδιο είναι ζοφερό ταυτόχρονα είναι και αστείο. Ο δαίμονας είναι ντυμένος όπως ο τραγουδιστής των Boney M στο βίντεο του «Ράσπουτιν». Εδώ υπάρχει μια συνολική ισορροπία ανάμεσα σε διαφόρων ειδών συστατικά, που βρίσκει την ίσως αμφιλεγόμενη αλλά και πιο εντυπωσιακή κορύφωσή της όταν ακούγεται το “When I need you” του Leo Sayer. Αλλά και το φινάλε επίσης αφήνει μια χαραμάδα ασυνήθιστη για Μπρούκερ. Μπορεί βέβαια εκείνος να γελάει την ίδια ώρα ειρωνικά. Αλλά χαλάλι.

Για επίλογο ένα ζήτημα γενικότερο γύρω από τη σειρά. Ενώ πολύ μεγάλη κουβέντα έχει γίνει για το κατά πόσο η σειρά είναι τεχνοφοβική, εκείνο που εμένα μου χτυπάει όλο και πιο έντονα πια είναι το πόσο συχνά αρέσκεται ο Μπρούκερ να βασανίζει ανθρώπους αλλά και όλων των άλλων ειδών τις οντότητες, ψηφιακές ή μη. Δεν είναι ζήτημα βίας, είναι ζήτημα βασανισμού, τιμωρίας, κολασμού, κολάσεων. Έξι σεζόν μετά έχει μαζευτεί τόσος πολύς βασανισμός, που προσωπικά έχω αρχίσει να τον βρίσκω απωθητικό. Και είναι ενδιαφέρον ότι ενώ στην έκτη σεζόν το “Black Mirror” είναι πάρα πολύ λίγο “Black Mίrror” ως προς τη σχέση του ανθρώπου με τη τεχνολογία, παραμένει πάρα πολύ “Black Mirror” στην ανάγκη να μπαίνουν στην κουβέντα και ενίοτε στην οθόνη βασανισμοί και βαριές τιμωρίες, ενόχων ή μη.

Όσο για τη σχέση του ψηφιακού με τον μη ψηφιακό κόσμο, όσο για την ταυτότητά μας στη διαπλοκή ανάμεσα τους, ο έκτος κύκλος “Βlack Mirror” είχε ελάχιστα πράγματα να πει. Ίσως γιατί η δουλειά είχε προλάβει να γίνει στους κύκλους που προηγήθηκαν, ίσως γιατί ο κόσμος που ο Μπρούκερ προφήτευε είναι πια πολύ παρών.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.