Η Δέσποινα Μπογδάνη-Σουγιούλ μιλά για το βιβλίο της «Μαρία Κάλλας – Ζώντας μόνο για την τέχνη» – μια ιστορία για τα παιδιά, για την Divina της Τέχνης, Μαρία Κάλλας

«Τα δάκρυα με έκαναν πολλά χρόνια μετά να ψάξω, να βρω την αιτία και να την κάνω μια ιστορία για τα παιδιά, μια ιστορία την Divina της Τέχνης, τη Μαρία Κάλλας»

Θρύλος της μουσικής στο διεθνές στερέωμα η Σεσίλια Σοφία Άννα Μαρία Καλογεροπούλου, άφησε το αποτύπωμά της τόσο με το μουσικό της ταλέντο όσο και με την προσωπική της ζωή που απασχόλησε τον διεθνή Τύπο για χρόνια, υπήρξε αναμφίβολα η μεγαλύτερη λυρική τραγουδίστρια του 20ού αιώνα. Η υπέροχη Μαρία Κάλλας.

Παιδί μεταναστών, θα κάνει τα πρώτα της βήματα στη ζωή στη Νέα Υόρκη, όπου γεννήθηκε, μια χειμωνιάτικη ημέρα του 1923. «Δεν έκλαιγε ποτέ. Η φωνή της ήταν μόνο για να τραγουδάει», θα διηγηθεί κάποια χρόνια αργότερα ο πατέρας της. Η πιανόλα και ένα παλιό γραμμόφωνο θα εμφυσήσουν την αγάπη της για τη μουσική. Στο γραμμόφωνο θα ακούσει την Αΐντα και την Τόσκα. Στα πέντε της κιόλας χρόνια θα μάθει για ένα νέο είδος μουσικής που ενώνει τις νότες με το λόγο, την Όπερα. Η αρχή έχει γίνει. Από τη Νέα Υόρκη θα ταξιδέψει τελικά σε όλο τον κόσμο έχοντας πάντα στην καρδιά της την αγάπη και το πάθος για το τραγούδι. Σύντομα το όνομά της θα γίνει γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο. Κάθε της εμφάνιση ήταν μεγάλο πολιτισμικό γεγονός. Ωστόσο, η ζωή της υπήρξε ταραγμένη. Πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977. Δύο χρόνια μετά τον θάνατό της, στις 3 Ιουνίου του 1979, η Μαρία Κάλλας επέστρεψε στην Ελλάδα. Η τέφρα της θα σκορπιστεί στο απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου. Αυτή ακριβώς ήταν η τελευταία της επιθυμία.

Το βιβλίο «Μαρία Κάλλας – Ζώντας μόνο για την τέχνη» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη μας μυεί στη ζωή και στο έργο της μεγάλης λυρικής τραγουδίστριας. H συγγραφέας του Δέσποινα Μπογδάνη-Σουγιούλ κάνει μια βουτιά στον κόσμο της Μαρίας Κάλλας, παραμένοντας όσο γίνεται αντικειμενική στα συναισθήματα και τις προσωπικές στιγμές της. Παρουσιάζει με ισορροπημένο τρόπο τα μεγάλα γεγονότα της ζώης της Κάλλας δίνοντας έμφαση στο καλλιτεχνικό της έργο, το άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μουσική. Για αυτό άλλωστε και στο τέλος, παραθέτει μερικές βασικές ορολογίες της όπερας, παρουσιάζοντας και περιληπτικά μεγάλα οπερατικά έργα. Μια όμορφη και πλούσια σε περιεχόμενο αναγνωστική εμπειρία εμπλουτισμένη με τις παιγνιώδεις εικόνες της Studded Betrayal (Χριστίνα Δημητρά).

Η Δέσποινα Μπογδάνη-Σουγιούλ γεννήθηκε στην Αθήνα, σε ένα σπίτι πλημμυρισμένο με νότες, μουσική. Παππούς της ήταν ο συνθέτης Μιχάλης Σουγιούλ και, παίρνοντας τη σκυτάλη από εκείνον, οι περισσότεροι από την οικογένειά της έγιναν μουσικοί. Σπούδασε παιδαγωγικά και από το 1992 συνδυάζει τη μουσική με την επιστήμη, διδάσκοντας στο δημοτικό σχολείο του Κολλεγίου Αθηνών Μουσική Αγωγή. Εδώ και χρόνια, γράφει ιστορίες για παιδιά γεμάτες νότες, στίχους, μουσική.

Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο ως ιδέα;

Δεν είχα δει τον μπαμπά μου ποτέ να κλαίει, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ήταν μια φιγούρα πολύ δυναμική, σχεδόν σαρωτική και όλοι στηριζόμασταν σε αυτή τη φιγούρα του σούπερ ήρωα. Στο πέρασμα του χρόνου αποδείχτηκε πως δεν ήταν αλήθεια. Ο μπαμπάς μου μπορούσε να κλαίει. Μια από τις λίγες λοιπόν φορές που τον είδα λοιπόν να κλαίει ήταν τον Σεπτέμβριο του 1977. Τα σχολεία τότε ξεκινούσαν τον Οκτώβριο και έτσι ο θάνατος της Μαρίας Κάλλας μας βρήκε ακόμα στις καλοκαιρινές μας διακοπές. Μας βρήκε μπροστά από μια μεγάλη ασπρόμαυρη τηλεόραση κι ο θάνατός της έπαιζε σε μαυρόασπρο φόντο. Γύρισα, τον κοίταξα και είδα τα μάτια του γεμάτα δάκρυα, από αυτά τα βουβά δάκρυα που όμως βγαίνουν μέσα από την καρδιά σου βαθιά. Κι όπως συμβαίνει με τα μικρά παιδιά είναι τούτες οι στιγμές που τα ακολουθούν σε όλη τους τη ζωή και εκείνα τα δάκρυα με έκαναν πολλά χρόνια μετά να ψάξω, να βρω την αιτία και να την κάνω μια ιστορία για τα παιδιά, μια ιστορία την Divina της Τέχνης, τη Μαρία Κάλλας.

Πώς γράψατε αυτό το βιβλίο;

Έγραψα αυτό το βιβλίο, με τα μάτια στραμμένα στα παιδιά, με τα μάτια ανοιχτά στα παραμύθια που τόσο τους αρέσουν και πάντα με το ένα πόδι να πατάει στο πραγματικό και το άλλο πόδι στο φανταστικό. Ως συγγραφέας μου αρέσει να παίζω αυτό το παιχνίδι όπου για μήνες διαβάζω τα πάντα για τη ζωή και το έργο σπουδαίων προσωπικοτήτων της Τέχνης και του Πολιτισμού και ύστερα αρχίζω να βγάζω από τις τσέπες μου λέξεις, να τις απλώνω στα άσπρα μου χαρτιά και να μιλάω στα παιδιά για όλα όσα χρειάζεται να ξέρουν για τις συγκεκριμένες προσωπικότητες λειαίνοντας τις γωνίες της πορείας τους και μιλώντας πότε με αλήθειες και πότε με παραμύθια. Ανεξάρτητα όμως από τη δική μου αυτή διάθεση δεν είναι πολύ σημαντικό να πατάμε εμείς αλλά και οι επόμενες γενιές πάνω στα βήματα σπουδαίων προσωπικοτήτων δημιουργώντας νέες σχέσεις, νέα πρότυπα, νέα όνειρα δημιουργώντας τον επόμενο ζωγράφο, τον επόμενο τραγουδιστή και τον επόμενο ηθοποιό ή και τον μελλοντικό ακροατή και θεατή;

Και στο βιβλίο σας «Ο παππούς μου ο γίγαντας» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Υδροπλάνο πρωταγωνιστής είναι ένας ακόμα θρύλος πλέον της μουσικής σύνθεσης, ο Μίκης Θεοδωράκης. Αντιλαμβάνομαι ότι οι μουσικές σπουδές σας έχουν σταθεί καταλύτης σε αυτές τις επιλογές σας. Είναι η μουσική όντως καθοριστική σε αυτές τις επιλογές σας;

Πράγματι στη δική μου περίπτωση τα περισσότερά μου βιβλία έχουν ως αφετηρία αυτό το οποίο γνωρίζω πολύ καλά και δεν είναι άλλο από όλα εκείνα που συνθέτουν την έννοια Μουσική. Σε μια οικογένεια που έχει βαθιά ριζωμένη την ταυτότητά της στη μουσική δεν περιμένεις κάτι διαφορετικό. Όλοι έλεγαν όταν ήμουν μικρή ότι γεννήθηκα μέσα σε ένα πιάνο, άρα τι περιμένει κανείς;

Διαβάζοντας για την Μαρία Κάλλας προκειμένου να γράψετε το βιβλίο, αλλά και προερχόμενη από το πεδίο της μουσικής, πιστεύετε πως το ταλέντο υπερισχύει της προσπάθειας και της επιμονής;

Ως μουσικός, χτίζοντας τη δική μου πορεία αλλά και ως εκπαιδευτικός είμαι πια σίγουρη ότι το ταλέντο δεν είναι αρκετό. Αντιθέτως έχω πειστεί ότι θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ του ταλέντου και της εργατικότητας ή της προσπάθειας μια απολύτως ισότιμη σχέση, ισοβαρής. Ως εκπαιδευτικός όπου έχουν περάσει περίπου 13.000 παιδιά από τα χέρια μου, είδα παιδιά που είχαν σπουδαία ταλέντα αλλά δε μπόρεσαν να εξελιχθούν και να φτάσουν κάπου ακριβώς γιατί είχαν επαναπαυτεί από τις ιδιαίτερες ικανότητες ή δεξιότητες που είχαν. Αντίθετα είδα παιδιά από την άλλη μεριά που είχαν κατανοήσει και είχαν αποδεχτεί τα αδύναμά τους σημεία και με προσπάθεια, επιμονή και εργατικότητα κατακτώντας τους στόχους και πραγματοποιώντας τα όνειρά τους. Πρέπει να έχεις όνειρα και σχέδια και να φαντάζεσαι τον εαυτό σου να τα κατακτά.

Με την ιδιότητά σας ως μουσικοπαιδαγωγού τι πιστεύετε για τα νέα είδη μουσικής που εκκολάπτονται στις ημέρες μας και έχουν φανατικούς οπαδούς στα παιδικά και εφηβικά κοινά; Αναφέρομαι στην τραπ μουσική.

Κάθε εποχή έχει και ένα νέο κομμάτι τέχνης που έρχεται να προτείνει. Μπορεί να μας αρέσει αλλά μπορεί και όχι. Πώς δημιουργήθηκε; Ποιες είναι οι ανάγκες που έκαναν τον άνθρωπο να το γεννήσει και αυτό δεν αφορά μόνο τη μουσική αλλά και όλες τις υπόλοιπες τέχνες. Τι θέλει να μας πει, τι θέλει να εκφράσεις μέσα από τη δική του ψυχοσυναισθηματική κατάσταση και σε ποιους απευθύνεται; Γιατί βρίσκει πολλούς αποδέκτες; Ποιο ήταν το πλαίσιο που αυτός ο άνθρωπος από μικρός δημιούργησε τη δική του ταυτότητα στην αισθητική ή στην κριτική σκέψη; Η κουλτούρα, η παιδεία και τα συστήματα εκπαίδευσης πώς τον ωθούν να δημιουργεί ρεύματα τέχνης; Πολλές οι σκέψεις και τα ερωτήματα που κι αυτά αποκτούν στο πέρασμα του χρόνου τη δική τους κοινωνικοπολιτική χροιά. Δε με ενοχλεί η ραπ μουσική παρότι δε μου αρέσει. Δε με ενοχλεί αλλά με βάζει σε σκέψεις και σίγουρα μου δημιουργεί όλα τα παραπάνω ερωτήματα.

Και σίγουρα με κάνει να πιστεύω ότι μεγαλώνουμε γενιές θυμωμένων ανθρώπων όντας και οι ίδιοι πια θυμωμένοι και αυτό μάλλον έχει μόνο έναν τρόπο να αποτυπωθεί…στην Τέχνη. Τρόπο δημιουργικό και φιλειρηνικό ευτυχώς! Από την άλλη μεριά ας μην ξεχνάμε ότι κάθε τι καινούριο στις τέχνες φαντάζει ξένο, δημιουργεί αρνητικές σκέψεις, δημιουργεί αντιδράσεις και στο τέλος φτάνει εκείνη η στιγμή που αφομοιώνεται από τις κοινωνίες.

Θυμηθείτε την εποχή που όλοι άκουγαν Σουγιούλ και Αττίκ και ξαφνικά εμφανίζεται ο Μάνος και μιλά για το ρεμπέτικο. Κι αφού καταφέραμε να αφομοιώσουμε το «νέο» αυτό στοιχείο που μας παρουσιάζει ο Μάνος και αφού ακουμπήσαμε τους καημούς μας πάνω στις μπαλάντες του, έρχεται ο Μίκης που βάζει στα χείλια μας την ποίηση ενώ μας απογειώνει με μια νέα κοινωνικοπολιτική διάθεση που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα. Το σημαντικό κι αυτό κρατάω από κάθε εποχή είναι να μη μένουν τα νερά στάσιμα, να μην λιμνάζουν!

Το βιβλίο Μαρία Κάλλας – Ζώντας μόνο για την τέχνη, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.