«Η Αρκούδα» του Άντον Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Νίκου Καρδώνη: Από τις εκπλήξεις της χρονιάς

Το χιούμορ είναι τόσο λεπτό και καλοδουλεμένο, αλλά και τόσο πηγαίο, που είναι αληθινά δύσκολο να μη γελάσει κανείς, ακόμα κι αν η διάθεση δεν είναι τέτοια

Σιγά-σιγά, κυρίως την περιοχή του Βοτανικού, αλλά και αλλού, η Αθήνα αποκτά το δικό της off-off-Broadway: μικρές αίθουσες διαμορφωμένες συνήθως σε χώρους μη θεατρικούς, όπου ομάδες νέες ή και παλαιότερες παρουσιάζουν τη δουλειά τους, καθώς το ευρύτερο θεατρικό «κέντρο» -προφανώς δεν μιλάμε καν για τις παραδοσιακές εμπορικές αίθουσες του κέντρου της Αθήνας- είναι πλέον είτε υπερπλήρες από παραγωγές, είτε υπερβολικά ακριβό είτε και τα δύο. Το αθηναϊκό φαινόμενο του θεατρικού πληθωρισμού -το οποίο οι καθ’ ύλην αρμόδιοι δεν έχουν ασχοληθεί να εξηγήσουν ή να μελετήσουν επαρκώς- επιβίωσε του εγκλεισμού και επανήλθε δριμύτερο, και οδηγεί διαρκώς σε αναζήτηση νέων λύσεων. Η ομάδα που παρουσιάζει την «Αρκούδα» κατέφυγε στον Χοροχρόνο, μια σχολή χορού της οδού Ορφέως, για να παρουσιάσει το απολαυστικό της εγχείρημα.

Ανήκω κι εγώ σε αυτούς που ειρωνεύονται τη συχνότητα με την οποία ανεβαίνουν στην ελληνική σκηνή τα έργα του Άντον Τσέχωφ –μια συχνότητα που γίνεται πλέον από μόνη της ανέκδοτο. Κι όμως, η «Αρκούδα» που σκηνοθέτησε ο καλός ηθοποιός –και πολλά άλλα, εξαιρετικά πολυπράγμων- Νίκος Καρδώνης, δεν είναι απλώς μια παράσταση που αξίζει να δει κανείς, αλλά μία που δεν πρέπει να χάσει. Δεν χρειάζονται περισσότερα από μερικά λεπτά για να ξεχάσει κανείς τους αρχικούς του εύλογους ενδοιασμούς μπροστά σε ακόμα μία «Αρκούδα». Αυτό που ο ίδιος ο δημιουργός του αποκάλεσε «ένα ασήμαντο, μικρό βωντβίλ» έχει μετατραπεί σε μια ντελιριακή κωμωδία, διατηρώντας όλους τους κανόνες του είδους και ταυτόχρονα ανατρέποντάς τους. Το αποτέλεσμα είναι μία από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις της χρονιάς.

Έχει πολλές αρετές η παράσταση, αλλά η βασική είναι οι τρεις εξαιρετικοί της ερμηνευτές. Ο καθένας τους χωριστά αλλά -κυρίως- και οι τρεις μαζί, έδωσαν ένα αληθινό ρεσιτάλ κωμικής έμπνευσης, ευφυών ευρημάτων, αλλά και χειρουργικής ακρίβειας. Γιατί το είδος, όσο πιο απόλυτο μοιάζει το χάος επί σκηνής, τόσο πιο απόλυτη ακρίβεια απαιτεί. Η Κατερίνα Λάττα, προερχόμενη από μια αληθινή επιτυχία, τις «Λουόμενες» που παρουσιάστηκαν επί τρεις σεζόν, δημιουργεί μια χήρα μοναδική: ξεκινά από την ένοχη απόλαυση του πένθους της, περνά στην οργή για τον άξεστο δανειστή που τη διαταράσσει, και πριν υποκύψει στο πάθος μας χαρίζει στιγμές εξαίσιες: η απορία της όταν ατάκες από άλλα έργα του Τσέχωφ, αλλά και από όπου αλλού μπορεί -και δεν μπορεί- να διανοηθεί κανείς παρεισφρέουν απρόσκλητες στον λόγο της, είναι απλά εξαίσια.

Ο Γιάννης Δενδρινός ως άτεγκτη, ανυποχώρητη «Αρκούδα», στον ρόλο του μονόχνωτου απόστρατου υπαξιωματικού που εισβάλει στο σπίτι της χήρας διαταράσσοντας την εθελούσια απομόνωσή της για να απαιτήσει την εξόφληση ενός ξεχασμένου χρέους του μακαρίτη, επιδεικνύει παλέτα και αρετές ηθοποιού με υψηλή ευφυΐα και απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων.

Άφησα για τελευταίο τον υπηρέτη του Γιάννη Λατουσάκη γιατί υπήρξε αληθινά σαρωτικός: δουλικός και ταυτόχρονα δεσποτικός, αδιάκριτος και πανταχού παρών, φτάνει στην απόλυτη κορύφωση όταν σαρκάζει τα κλισέ της υποκριτικής χρησιμοποιώντας όλη τη slang του επαγγέλματος. Μια αληθινή ερμηνεία-απόλαυση.

Είναι αρκετός καιρός -ειδικά μετά το ξέσπασα της πανδημίας- που παρακολουθώ με έκδηλο ενδιαφέρον την ανάγκη του κοινού να γελάσει πάση θυσία. Από την καλοκαιρινή Επίδαυρο όπου σε όλα τα αριστοφανικά έργα η κάθε λέξη που αφορά μέλος του σώματος από τη μέση και κάτω ή η κάθε σκατολογική αναφορά προκαλεί αυτομάτως ξεσπάσματα γέλιου που θα δικαιολογούνταν μόνο σε δημοτικό σχολείο, μέχρι τις μεγάλες εμπορικές επιτυχίες των τελευταίων δύο σεζόν, όπου η κάθε μούτα, η παραμικρή σωματική υπερβολή προκαλεί ασυγκράτητα χάχανα, παρασύροντας και τους ίδιους τους ερμηνευτές να μετατρέψουν έργα σατιρικά, με πιο λεπτή ειρωνεία, σε ξέφρενες μπαλαφάρες. Είναι μια ανάγκη απολύτως κατανοητή, αλλά δεν έχει να κάνει με το σκηνικό γεγονός καθαυτό. Αυτή η «Αρκούδα» αποτελεί εξαίρεση: το χιούμορ είναι τόσο λεπτό και καλοδουλεμένο, αλλά και τόσο πηγαίο, που είναι αληθινά δύσκολο να μη γελάσει κανείς, ακόμα κι αν η διάθεσή του δεν είναι τέτοια.

Όλοι ανεξαιρέτως οι συντελεστές είναι άξιοι αναφοράς για το θαυμάσιο αποτέλεσμα: καλόηχη και ρέουσα η μετάφραση του Δαυίδ Μαλτέζε, απόλυτα ταιριαστή και εμπνευσμένη η ζωντανή μουσική των Μιχάλη και Γιάννη Λατουσάκη και τα τραγούδια σε στίχους του Βασίλη Ανδρέου, ευφυέστατα τα σκηνικά και τα κοστούμια της Αλεξάνδρας-Αναστασίας Φτούλη και Νίκου Καρδώνη, απόλυτα ταιριαστή η κίνηση της Υβόννης Τζάθα, όπως και οι φωτισμοί της Ναυσικάς Χριστοδουλάκου. Μια κερδισμένη, απολαυστική βραδιά.

Info παράστασης:

Η Αρκούδα | Χοροχρόνος

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.