H φωνή, του old boy

Γιατί δεν στρίβεις;

Περπατάω. Μια κυρία προχωρημένης ηλικίας έχει κοντοσταθεί σε μια γωνία, καλώντας εμφατικά και με δυνατή φωνή ένα αυτοκίνητο να στρίψει: «Γιατί δε στρίβεις; Γιατί δε στρίβεις;». Το άγχος και η ενόχληση στη φωνή της μαρτυρούν ότι το έχει πάρει προσωπικά. Κοιτάζω, το αυτοκίνητο είναι σταματημένο αρκετά μακριά, δεν την εμποδίζει σε κάτι. Αρχίζω κι αναρωτιέμαι πώς είναι να ζεις στον κόσμο της. Τι μπορεί να σημαίνει άραγε αυτό της το αίτημα να στραφεί κάποιος προς το μέρος της; Μοναξιά; Μια ανάγκη για σημασία; Μια ανάγκη για αναγνώριση;

Καθώς αρχίζω να απομακρύνομαι βυθισμένος στις σκέψεις μου για εκείνη, το αυτοκίνητο στρίβει, ο οδηγός κοντοστέκεται, της μιλάει απ’ το παράθυρο, του μιλάει στο παράθυρο, τίποτα δεν συνέβαινε στο μυαλό της, όλα στο δικό μου μυαλό συνέβαιναν, εγώ ήμουν αυτός που παραμιλούσε κι όχι εκείνη, παραμιλούσε στο μυαλό του τουλάχιστον, αν κι αυτό δεν πιάνεται για παραμιλητό, η φωνή μέσα στο κεφάλι μας δεν πιάνεται για τρέλα, η φυσική μας κατάσταση είναι, υπάρχει διαρκώς μια φωνή στο κεφάλι μας, άδειοι από σκέψεις δεν είμαστε ποτέ, ούτε καν στον ύπνο, άλλες σκέψεις εκεί, άλλοι κόσμοι εκεί, άλλα σκηνικά, άλλες παράμετροι, άλλες μεταμορφώσεις, ίδιες όμως πρώτες ύλες.

Πριν λίγα χρόνια μου ήρθε η ιδέα για την ιστορία ενός ανθρώπου που βγήκε στο μπαλκόνι του και αποφάσισε ξαφνικά να πέσει. Εντελώς ξαφνικά και χωρίς κανέναν προσχεδιασμό. Αλλά κυρίως όχι από απελπισία, όχι από κατάθλιψη, βρισκόμενος αντίθετα σε μια φάση της ζωής του που ήταν καλά, που ένιωθε συνολικά καλά. Θα έπεφτε ενώ βρισκόταν σε ευφορία, έτσι, σε μια παρόρμηση της στιγμής. Ένα γιατί όχι, ένα είμαι καλά και τι πιο γαμάτο απ’ το να φύγεις όντας καλά κι ευτυχισμένος. Ακριβώς όμως επειδή δεν το είχε προσχεδιάσει θα του γυρνούσε μπούμερανγκ, γιατί τον απειροελάχιστο χρόνο που θα έμενε στον αέρα μέχρι να καρφωθεί με το κεφάλι στη γη, θα πέθαινε σκοτεινιασμένος. Θα τον σκοτείνιαζε η σκέψη ότι όλοι οι άνθρωποι του θα θεωρούσαν πως αυτοκτόνησε επειδή δεν ήταν καλά. Θα πέθαινε μέσα σε μια θεμελιώδη παρανόηση.

Αν είχε περισσότερο χρόνο να σκεφτεί πέφτοντας, θα συνέχιζε τη σκέψη του λέγοντας στον εαυτό του, τι μαλακία να μην έχει αφήσει ένα σημείωμα πρώτα, ένα μήνυμα, μια ανάρτηση, κάτι, να μην νομίσουν ότι ήταν σε απόγνωση, να εξηγούσε ότι ένιωθε μια χαρά κι ότι μπορεί να θες να γιορτάσεις το δώρο της ζωής πηδώντας στο κενό, ίσως ως μια τελευταία εμπειρία που θα σε γεμίσει ή ίσως απλά ως ένα ας το δοκιμάσουμε κι αυτό. Ή ίσως να ήθελε να εξερευνήσει αν υπάρχει σκέψη μετά τη ζωή, αν θα συνεχιστεί κάπου αυτό το διαρκές παραμιλητό στο κεφάλι σου που σε συγκροτεί, που σου δίνει εαυτό, πλαίσιο, νόημα, ιστορία, η φωνή που σε κάνει να είσαι εσύ.

Σε κάθε περίπτωση ήταν μοιραίο λάθος ότι δεν είχε προνοήσει να αποσυνδέσει σαφώς με ένα σημείωμά την επιλογή του από την απόγνωση και τη μαυρίλα, ώστε να την αποκαθιστούσε ως μια ακόμη επιλογή φωτός. Ή κι αν όχι φωτός, τουλάχιστον ενός «Καλά δεν έγινε και τίποτα που δεν θα γινόταν ούτως ή άλλως σε βάθος χρόνου, απλά γίνεται τώρα». Τώρα που μεθυσμένος, όχι από αλκοόλ αλλά από τις σκέψεις σου, από τη φωνή στο κεφάλι σου, την ακούς που σου λέει ωραία πήγαν τα πράγματα, γιατί να μην το λήξουμε εδώ, νικητές και γεμάτοι; 

Να το κάνεις απλά επειδή γίνεται. Επειδή είναι τόσο σκανδαλωδώς εύκολο να γίνει. Δεν αλλάζεις εσύ κανένα δεδομένο. Τα δεδομένα είναι εκεί. Το μικρό ύψος του μπαλκονιού και το αντικειμενικό γεγονός ότι μια απλή σου κίνηση χρειάζεται κι όλα μετά θα τα αναλάβει η βαρύτητα. Και θα τα διεκπεραιώσει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Πόσο τυχαίο είναι ότι έχει ονομαστεί βαρύτητα; Ο ελαφρύς είσαι εσύ και το είναι σου. Η βαρύτητα ήταν εδώ πολύ πριν από σένα, θα είναι εδώ πολύ μετά από σένα, δεν έχει κανένα παραμιλητό να της τριβελίζει το κεφάλι, δεν σκέφτεται διαρκώς – απλώς είναι, είναι μια σκέτη δύναμη, ένας σκέτος μαγνητισμός, μια δύναμη της φύσης, ένα βασικό της συστατικό, ένα δεδομένο του παιχνιδιού, ενώ εσύ δεν έχεις κανένα δεδομένο, καταρχάς δεν ήταν δεδομένο ότι θα υπάρξεις, έτυχε να υπάρξεις, εκείνο που δεν εναπόκειται σε καμία τυχαιότητα είναι ότι αφού άρχισες να υπάρχεις, κάποτε θα πάψεις να υπάρχεις. 

Κοιτάω από το μπαλκόνι τη γωνία που περπατούσα νωρίτερα: δεν υπάρχει εκεί πια η κυρία, προχώρησα και δεν είδα αν μπήκε τελικά μέσα στο αυτοκίνητο, προχώρησα και δεν έμαθα τη συνέχεια της ιστορίας της. Ξέρω όμως πώς θα τελειώσει η ιστορία της. Ξέρω πώς θα τελειώσει κι η δική μου. Όλων μας ξέρω πώς θα τελειώσει. Αλλά ξέρω στα αλήθεια; Όσοι πιστεύουν, έχουν κάτι άλλο στο δικό τους το μυαλό. Άλλες φωνές ακούνε. Πολύ πιο παρήγορες για το μετά. Ή ίσως κι όχι. Να συνεχιστεί το πανηγύρι της φωνής γιατί άραγε; Δεν αρκεί μια ζωή με τη φωνή στο μυαλό να μην το βουλώνει ποτέ;

Κι άλλωστε πώς θα ήμασταν στο επέκεινα; Όχι με το φυσικό μας σώμα – ποιο απ’ όλα άλλωστε, μεταβαλλόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Πώς θα συνεχίζαμε να υπάρχουμε στην αιώνια ζωή; Τι θα ήμασταν μετά; Ίσως μόνο η φωνή μας; Αλλά τότε σε ποιον θα μιλούσε; Μόνο στις υπόλοιπες; Μόνο εξωτερική απεύθυνση θα είχε; Δεν θα κρατούσε καμία σκέψη για τον εαυτό της; Τον ποιο; Τι μπέρδεμα. Έκλεισα την μπαλκονόπορτα κι άρχισα να πληκτρολογώ.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.