Αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε

Σημειώσεις από το 55ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Αυτό που διασώζεται στον κινηματογράφο όταν επιτυγχάνει την τέχνη είναι μια αυθόρμητη συνοχή με όλη την ανθρωπότητα. Δεν είναι τέχνη για τους πρίγκηπες ή την μπουρζουαζία. Είναι δημοφιλής και περιπλανώμενη. Στον ουρανό του κινηματογράφου οι άνθρωποι μαθαίνουν αυτό που θα μπορούσαν να είναι και ανακαλύπτουν αυτό που τους ανήκει πέρα από τις μονές ζωές τους.

John Berger

Μετά από κάθε Φεστιβάλ, συλλέγω με ζέση κάθε λογής ανταποκρίσεις από συναδέλφους γραφιάδες ή συντρόφους κινηματογραφόφιλους. Πορίσματα μανιώδους φιλμοκατανάλωσης ή περιστασιακής παρουσίας στις φεστιβαλικές αίθουσες, άδολης σινεφιλίας ή μικροπολιτικής με ατζέντα, επιχειρούν να αποτυπώσουν σε τίτλους ειδήσεων την πυκνή, κοινή αλλά και ξεκάθαρα υποκειμενική φεστιβαλική εμπειρία, ορνιθοσκαλίζοντας την ίδια στιγμή σημειώσεις στο περιθώριο του τετραδίου εργασίας του ιστορικού του μέλλοντος.

Οι ανταποκρίσεις αυτές, είτε καθαρογράφονται σε επαγγελματικά κείμενα είτε κουβεντιάζονται χαλαρά με καφέ και τσιγάρα, κατορθώνουν να απαθανατίζουν αυτό το θεμελιώδες συστατικό που μονίμως διαφεύγει από τον επίσημο λόγο και τρόπο για τον πολιτισμό, αυτό που εντόπιζε ο Φλωμπέρ όταν έγραφε στην αγαπημένη του Λουίζ Κολέτ το 1853: «Έχεις ποτέ παρατηρήσει ότι όλες οι εξουσίες είναι ανόητες όσον αφορά την Τέχνη; Οι θαυμαστές μας κυβερνήσεις (βασιλείς και δημοκρατίες) φαντάζονται ότι αρκεί να δώσουν την εντολή να γίνει ένα έργο και αυτό θα ακολουθήσει. Στήνουν βραβεία, ενθαρρύνσεις, ακαδημίες, και ξεχνούν ένα μόνο πράγμα, ένα μικρό πράγμα χωρίς το οποίο τίποτα δεν μπορεί να ζήσει: την ατμόσφαιρα».

Κι αν από την περυσινή διοργάνωση ο ιστορικός του μέλλοντος κράτησε τις ώρες που ο Tζιμ Τζάρμους περπάτησε ανάμεσά μας, από τη φετινή πολύ φοβάμαι ότι θα κρατήσει μια υποτονική ατμόσφαιρα αμηχανίας και μουδιάσματος, και τη θλιβερή διαπίστωση ότι ο κινηματογράφος στην Ελλάδα είναι ξεκάθαρα πια η τέχνη του εφικτού, όχι αυτό που θέλεις, αλλά αυτό που μπορείς – αυτή η διάσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα εντός μας κι εκείνη γύρω μας που κάνει τους ανθρώπους να δυστυχούν, όπως οι ήρωες στην «Ατέρμονη Θλίψη», την ταινία του Μεξικανού Χόρχε Πέρες Σολάνο που κέρδισε φέτος τον Χρυσό Αλέξανδρο.

Μπορεί λοιπόν η Θεσσαλονίκη και οι επισκέπτες της να ξαναέζησαν 10 γεμάτες κινηματογραφικές μέρες, και μάλιστα επετειακές, είναι όμως ξεκάθαρο πια ότι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κινείται με τα περισσεύματα της κεκτημένης του ταχύτητας. Παρά τις ηρωικές προσπάθειες του προσωπικού και των διοργανωτών του, παρά τον μεγάλο αριθμό ταινιών (μειωμένο σε 150 από τις περυσινές 170, αλλά και πάλι όχι ασήμαντο), παρά την εντυπωσιακή προσέλευση του κοινού, και, τέλος, παρά τα ευχολόγια των πολιτικών, Φεστιβάλ διεθνών αξιώσεων με προϋπολογισμό 700.000 ευρώ (πολλές φορές υποπολλαπλάσιο των τελευταίων ετών) και με το παγιωμένο μοντέλο λειτουργίας δεν μπορεί να γίνει, και όχι γιατί έλειψαν φέτος τα μεγάλα ονόματα ή οι εκδόσεις (πέραν των καταλόγων) ή το δεύτερο γυάλινο κουτί στο Λιμάνι.

Γιατί οι πολιτικοί, που έκαναν -όχι ακριβώς δειλά- την επανεμφάνισή τους στη μακρόσυρτη και πολυβραβευτική τελετή λήξης αρκούνται –δια στόματος της Υφυπουργού κας Γκερέκου- στο να εύχονται να φανούν αντάξιοι των κινηματογραφικών δημιουργικών δυνάμεων και να τάζουν για μία ακόμη φορά φοροελαφρυντικά πετραχήλια, αδιαφορώντας για το διοικητικό χάος και το σίριαλ ίντριγκας σε όλους σχεδόν τους σημαντικούς κινηματογραφικούς φορείς της χώρας.

Γιατί μπορεί το κοινό να γέμισε τις αίθουσες, με την πληρότητα να ξεπερνάει το 96% σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο κ. Εϊπίδης, και με τους πίνακες ανακοινώσεων έξω από τα ταμεία να αναβοσβήνουν σχεδόν μόνιμα «sold out», όμως πρόκειται για το ίδιο κοινό που απέχει μαζικά από τις αίθουσες (με μόλις το 36% να έχει πάει μία φορά κινηματογράφο ετησίως, όπως έδειξε η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου για το 2013), σε όσες εν πάση περιπτώσει ταινίες καταφέρνουν να βρουν διανομή εδώ στα βόρεια, και ιδίως στις ελληνικές.

Και τέλος, γιατί το Φεστιβάλ, παρά τις μοναδικές κινηματογραφικές εμπειρίες που μας χαρίζει και τις ευκαιρίες που μας δίνει για να δούμε και να ζήσουμε πράγματα που στη Θεσσαλονίκη τα διαβάζουμε συνήθως μόνο στις εφημερίδες (ακούμε για τα προγράμματα της Ταινιοθήκης της Αθήνας και για την αναβίωση του Studio και της Αλκυονίδας και τα δάκρυα κυλούν) μοιάζει να κινείται σε μια αέναη λούπα, σαν τη μάλλον ανέμπνευστη φετινή γραφιστική του απεικόνιση και σαν το επαναλαμβανόμενο 5 στον φετινό του τίτλο, είτε αυτό αφορά στις αισθητικές και θεματικές εμμονές του είτε στις διοργανωτικές αγκυλώσεις που μερικές φορές μοιάζουν να υπάρχουν μόνο για να κάνουν τη ζωή μας δύσκολη.

Προγραμματισμός ταινιών σε ώρες και μέρες που δεν καταλαβαίνω ποιον ακριβώς εξυπηρετεί-σίγουρα όχι το κοινό, αύξηση των ταινιών που απλώς γεμίζουν τα κενά του προγράμματος ή δράσεων που μάλλον γίνονται για να γίνουν, όπως το έτερο φετινό σίριαλ με τη βράβευση των «τεσσάρων εμβληματικών προσωπικοτήτων του ελληνικού πολιτισμού» ή το επετειακό αφιέρωμα στον ελληνικό κινηματογράφο (γιορτάζοντας τα 100 χρόνια που είχαμε ξαναγιορτάσει ως έθνος το 1996) με μια περίεργη επιλογή προβαλλόμενων ταινιών (και τη σπάνια «Κοινωνική Σαπίλα» με συνοδεία μάλιστα ζωντανής μουσικής να «εξορίζεται» στην αίθουσα «Παύλος Ζάννας» σε μια μεταμεσονύχτια προβολή απέναντι από τα μεγάλα φετινά hype), δυσκαμψία στην πολιτική εισιτηρίων (καταλαβαίνω τον περιορισμό στο συνολικό αριθμό ταινιών που μπορεί να δει κάποιος με Cineκαρτα ή διαπίστευση, αλλά στον ημερήσιο γιατί;), της κράτησης, αλλαγής ή της αγοράς τους (με πολύ ευχάριστη και αποτελεσματική πάντως την εξέλιξη με τη δυνατότητα ηλεκτρονικής κράτησης εισιτηρίων), με τις ουρές στα ταμεία και τις εισόδους των ταινιών να αυξάνουν (δείγμα όχι πάντα επιτυχίας, αλλά και ανεπιτυχούς διαχείρισης).

Ακόμη κι έτσι όμως, τα διαμαντάκια που αχνοφαίνονται κάτω από τη σκόνη της δικτατορίας του εφικτού και πίσω από τη γκρίνια του ανικανοποίητου εραστή, οι κάθε λογής Οικονομίδηδες και Ρόι Άντερσον, οι Μικροί Θάνατοι και τα Μαγικά Κορίτσια και οι Φυλές, ακόμη και τα δείγματα από τον ελληνικό κινηματογράφο που συνεχίζει να πάσχει από τα γνωρίσματα που διέγνωσε στην περιβόητη αποστροφή του το μακρινό έτος 1962 ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος («Δύο γνωρίσματα χαρακτηρίζουν στις γενικές του γραμμές, τον σημερινό ελληνικό κινηματογράφο. Το πρώτο: δεν είναι ελληνικός. Το δεύτερο: δεν είναι κινηματογράφος.»), λιγότερα στο φετινό πρόγραμμα, αλλά πάντα λαμπερά, φωτίζουν αυτό που ακόμη μπορούμε να γίνουμε. Και για να το καταφέρουμε, θα βοηθούσε ίσως να ακολουθήσουμε τη συμβουλή του τιμώμενου στη φετινή διοργάνωση σκηνοθέτη Ραμίν Μπαχράνι: «Εάν ένας άνθρωπος ή ένας καλλιτέχνης δεν είναι ανοιχτός στην αλλαγή, τότε είναι πιθανό να εγκλωβιστεί στο να απαγγέλλει και να κινηματογραφεί τα ονόματα και τα νούμερα στον τηλεφωνικό κατάλογο, ξανά και ξανά». Φεστιβάλ, σ’αγαπάμε, αλλά ήρθε η ώρα να αλλάξουμε.

Διαβάστε αναλυτικά τα βραβεία της φετινής διοργάνωσης

Διαβάστε επίσης:
– Άννα Ρούτση: Μια πρώτη γεύση από το 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
– Άννα Ρούτση: Τρεις ελληνικές πρεμιέρες του 55ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσ/νίκης
Το ελληνικό σινεμά στο 55ο ΦΚΘ
Τα τιμώμενα πρόσωπα του 55ου ΦΚΘ
Βραβείο σε 4 έλληνες δημιουργούς από το ΦΚΘ
Ανοιχτοί Ορίζοντες… στο ΦΚΘ

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.