Αστυνομικό Δελτίο, του old boy

Η αθέλητη πορνογραφία της οδύνης

Φωτογραφίες: © Vinicius Löw - Unsplash

Θα σκεφτώ φωναχτά, κι αν κάνω λάθος διαπιστώσεις και εκτιμήσεις, χαλάλι, δεν θα είναι η πρώτη φορά.

Νομίζω λοιπόν ότι το αστυνομικό δελτίο ήταν πάντα τρόπον τινά το προνομιακό πεδίο της Δεξιάς. Με την έννοια ότι η ειδησεογραφική κυριαρχία της ατζέντας του τη βόλευε διττά: από τη μια ήταν το ίδιο το περιεχόμενο της ατζέντας, τα εγκλήματα που σοκάρουν και γεννούν αιτήματα για περισσότερο νόμο και τάξη, για εντονότερη διαφύλαξη της επαπειλούμενης ασφάλειας όλων των νομοταγών και νοικοκυραίων πολιτών και από την άλλη η εστίαση στο σοκαριστικό, στο σκανδαλιστικό, στο μεμονωμένο, στο μη κοινωνικό, στο μη πολιτικό, στο μη ταξικό, στο μη ιδεολογικό: καλοί και κακοί, σατανικοί (ή έστω έρμαια έξεων και εκπεπτωκότες) εγκληματίες και φιλήσυχα θύματα.

Θεωρώ ότι εδώ και λίγα χρόνια λαμβάνει χώρα μια μετατόπιση. Η Αριστερά (όχι τόσο με την πιο επίσημη εκπροσώπησή της, όσο περισσότερο από κάτω, από κινήματα δικαιωματικά) έχει αρχίσει να οικειοποιείται εκείνη σημαντικό τμήμα του αστυνομικού δελτίου. Να το οικειοποιείται και να προσπαθεί να το μετασχηματίσει με τέτοιον τρόπο, ώστε το αστυνομικό δελτίο να είναι πια κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Tα εγκλήματα αποκόπτονται από τη δήθεν αυστηρά ιδιωτική τους διάσταση και συνδέονται με δομικά κοινωνικά και ιδεολογικά αίτια: η Πατριαρχία, η κουλτούρα του βιασμού, η ομοφοβία, η κατάχρηση εξουσίας που οδηγεί σε σεξουαλικά εγκλήματα κλπ.

Μήπως όμως, παρόλα αυτά, όσο κι αν προσπαθείς να προσδώσεις άλλη διάσταση στο αστυνομικό δελτίο, αυτό έχει τον τρόπο να επιβάλλει πάλι μερικά από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του: τον σκανδαλισμό και τη φρίκη; Μήπως τελικά δίπλα στη θετική διάσταση του να εξετάζουμε με άλλη ματιά εγκλήματα κανονικοποιημένα για αιώνες, έρχεται να προστεθεί η αρνητική μιας συχνότατης αν όχι διαρκούς κατανάλωσης φρίκης;

Νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε την εξής διάκριση: αν φτάνουμε κατ΄αποτέλεσμα να καταναλώνουμε περισσότερη φρίκη, επειδή ασχολούμαστε με αδικήματα που σε όχι και τόσο παλιότερες εποχές θα τα βαφτίζαμε απλά εγκλήματα πάθους ή οικογενειακής βίας και πολλά από τα οποία θα περνούσαν έτσι στα ψιλά, ενώ τώρα έρχονται και φωτίζονται έντονα, τότε καλώς καταναλώνουμε περισσότερη φρίκη και αποτροπιασμό.

Πρόκειται για ένα τίμημα, που οσοδήποτε δυσάρεστο κι αν είναι, αξίζει να πληρωθεί, αξίζει να αποκτήσει ορατότητα μια μορφή εγκλημάτων με κοινά αποσιωπημένα χαρακτηριστικά, αξίζει παράλληλα να αναδειχθεί και η αλυσίδα των γεγονότων, στα οποία το αποτρόπαιο έγκλημα είναι πολλές φορές ο τελευταίος κρίκος, αξίζει παράλληλα να αναδειχθούν ταυτόχρονα και όλες οι μορφές ενδιάμεσης κακοποίησης που δεν καταλήγουν να φτάσουν στο τέρμα τους.

Οπότε κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε ίσως να αρχίσουμε να τραβάμε την εξής διαχωριστική γραμμή: είναι ένα πράγμα η ανάδειξη της κοινωνικής και της μη ιδιωτικής διάστασης των εγκλημάτων και είναι κάτι διαφορετικό η μετατροπή του ιδιωτικού σπαραγμού σε δημόσιο. Φοβάμαι ότι αν συνεχίσουμε να ανατροφοδοτούμαστε διαρκώς με σπαραγμό πάνω στον σπαραγμό υπάρχει ο βάσιμος κίνδυνος του να περάσουμε γρήγορα στον μιθριδατισμό ή την αναισθητοποίηση. Και όχι μόνο αυτό. Η δημόσια υιοθέτηση του ιδιωτικού σπαραγμού από ένα σημείο και ύστερα παύει να αποτελεί ενσυναίσθηση, μετατρέπεται σε φιξάκι και υπό μια έννοια αναιρεί την ίδια του τη φύση.

Τα φρικαλέα εγκλήματα είναι τέτοια όχι μόνο για τις ζωές που αφαιρούν ή καταστρέφουν, αλλά και για τους οικείους των θυμάτων που αφήνουν πίσω. Όντως τους καταδικάζουν σε μια απερίγραπτη οδύνη. Πρόκειται προφανώς για κάτι εξαιρετικά δυσβάσταχτο, πρόκειται προφανώς για κάτι που αναλόγως και με τον βαθμό συγγένειας και σύνδεσης με το θύμα, μπορεί να συνταράσσει μια για πάντα όλη τη ζωή σου. Αυτό το βάρος λοιπόν είναι σχεδόν μη ανθρώπινο να το σηκώνουμε εμείς ως δημόσια σφαίρα. Και φοβάμαι ότι σίγουρα όχι εκούσια, σίγουρα όχι συνειδητά, αλλά εκ των πραγμάτων μερικές φορές περνάμε σε μια πορνογραφία της οδύνης.

Ίσως όμως έχουμε να κάνουμε με κάτι βαθύτερο. Ίσως σε αντιδιαστολή με τη δεκαετία του ενενήντα και του δύο χιλιάδες δεν είναι το λάιφ στάιλ και το γκλάμουρ εκείνο που η κοινωνία έχει ανάγκη να καταναλώνει και με το οποίο να ταυτιστεί. Ίσως έχει σκοτεινιάσει πολύ η εποχή, έχει γίνει πολύ δυσοίωνη και το αίτημα για μια διαρκώς επανερχόμενη στο προσκήνιο οδύνη, αντανακλά την πεποίθηση ότι ο κόσμος ολοένα και λιγότερο θυμίζει διαφημιστικό προϊόν και ολοένα και περισσότερο περιβάλλον εσχατολογικής ταινίας.

Από την άλλη, μου αντέτειναν και μάλλον σωστά, ότι όλα αυτά μπορεί να είναι και η οπτική της ηλικίας ενός ανθρώπου που μεγαλώνει και ότι πάντα έτσι περίπου ήταν, ότι μεγαλώνοντας σκοτεινιάζει κανείς, ότι τα παιδιά και οι νέοι θα κοιτούν πάντα προς το φως και τη χαρά. Ναι, θα προτιμήσω αυτήν την εκδοχή.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.