WOMEN: Σωτηρία Μπέλλου – Η αυθεντική ρεμπέτισσα με την «τρομερή λαλιά»

Aπό τους ψαλμούς στην εκκλησία, το παστέλι παστέλι που φώναζε στην Αθήνα και την απίστευτη πίστη στον εαυτό της, η Σωτηρία διεκδίκησε τη δική της καρέκλα στο πάλκο κι έγινε η αρχόντισσα του ρεμπέτικου

Σωτηρία την έλεγαν. Γεννήθηκε στο χωριό Χάλια, σήμερα λέγεται Δροσιά, της Χαλκίδας. Το όνομά της το πήρε από τον παππού της τον παπά-Σωτήρη. Ήταν το πρώτο του εγγόνι και της είχε φοβερή αδυναμία. Εκείνη, στην εκκλησία που ήταν ιερέας ο παππούς της, έκανε το παπαδάκι, έμπαινε στο ιερό από την πίσω πόρτα, τον βοηθούσε, του ετοίμαζε το θυμιατό, του έδινε τα άμφια, χτυπούσε την καμπάνα για τον εσπερινό κι έψελνε με τον μπάρμπα της.

Πολύ καλή μαθήτρια και ζωηρή η Σωτηρία, αλλά δεν άφηνε παιδί στο σχολείο που να μην το «τσάκιζε στο ξύλο», όπως έχει πει η ίδια το 1987 στο ντοκιμαντέρ «Ρεμπέτισσες» του Κώστα Χατζηδουλή. Όταν ο πατέρας και η μητέρα της την έδερναν, εκείνη έβαζε δύο τρία πράγματα σε ένα σακουλάκι και πήγαινε στον παππού της. Από 3 χρονών τραγουδούσε στη γειτονιά και η γειτονιά ήθελε να την ακούει, είχε μανία από μικρή με το τραγούδι και ό,τι κι αν έκανε τραγουδούσε.

«Θα σε τσακίσω στο ξύλο παλιοβρωμιάρα, τι θα γίνεις τραγουδίστρια, θ’ ανοίξω τον λάκκο και θα σε βάλω μέσα», της έλεγε η μητέρα της. «Αρβανίτισα ζόρικη», την αποκαλεί και παλιαιών αρχών η Σωτηρία και της απαντούσε τότε: «Ναι θα γίνω τραγουδίστρια, θα γίνω μεγάλη και τρανή». «Δεν μπορείτε να φανταστείτε το ξύλο που έτρωγα», λέει η ίδια η Σωτηρία.

Κατάφερε τον «αγαθό και φιλήσυχο» πατέρα της να της πάρει κιθάρα κι έπαιζε μέρα νύχτα, αντάλλαγμα για την κιθάρα, να μάθει γράμματα και να δουλεύει ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο σκληρά στο μπακάλικο του πατέρα της. Ζήτησε από τον πατέρα της να δει και τη Βέμπο στο σινεμά στη Προσφυγοπούλα και αφοσιώθηκε τόσο στη θέασή της που μετά μπροστά στον καθρέφτη – προίκα της μητέρας της -, κρυφά από κείνη, έβαζε το σάλι σαν εσάρπα και κουνιόταν παριστάνοντας τη Βέμπο. Όταν την έπαιρνε όμως χαμπάρι, της έδινε πολύ ξύλο και της έλεγε:

– «Τι θα γίνεις…Τέτοια θα γίνεις;»
– «Όχι. Θα γίνω τραγουδίστρια», απαντούσε η Σωτηρία.

17 ετών την πάντρεψαν*, γιατί ο πατέρας της νόμιζε ότι έτσι θα δαμάσει τη ζωηράδα της. Η Σωτηρία δεν ήθελε τον γάμο, δεν μπορούσε να ζήσει κάτω από τις διαταγές κανενός, ήθελε να αποφασίζει μόνη της κι έτσι διαλύθηκε ο γάμος κι ο καθένας πήρε τον δρόμο του: «Γεια σας φεύγω και μια μέρα εγώ θα γίνω μεγάλη και τρανή», λέει στους γονείς της. Την άλλη μέρα η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο και οι σειρήνες του πολέμου ηχούν. Παίρνει το τρένο για την Αθήνα. Στον πόλεμο έκανε όλες τι δουλειές: υπηρέτρια στη Μαυρομιχάλη σε ένα δικηγόρο: σφουγγάριζε μόνη της το 5αρι και σερβίριζε όλα τα άτομα της τότε υψηλής κοινωνίας. Έπειτα φεύγοντας από κει πουλούσε παστέλια, τρέχοντας σε όλη την Αθήνα, φωνάζοντας παστέλι παστέλι. Το στέκι της ήταν στην Αγίου Κωνσταντίνου και πλατεία Ομονοίας. Μετά βρήκε ένα καρότσι κι έκανε μεταφορές με αυτό. Όμως ο πόλεμος διαδέχτηκε την Κατοχή. Πρώτη φορά που είδε τους Γερμανούς, όταν μπήκαν στην Αθήνα με τη σημαία τους, ήταν έξω από τη Φιλαδέλφεια, εκεί που πήγαιναν να πάρουν ή να κλέψουν ας το πούμε, λαχανίδες από τα περιβόλια για να ζήσουν. Πείνα, δυστυχία, την ψείρα τη φυλαγότανε, όπως λέει η Σωτηρία.

Στην Αθηνάς και πλατεία Ομονοίας στο καφενείο «Πάντειο» σύχναζαν όλοι οι Χαλκιδείς, όταν μπήκε μέσα μπας και βρει μια δεκάρα, βρίσκει τον Σκούρα, αυτόν που είχε τους αλευρόμυλους στη Χαλκίδα και ψώνιζε ο πατέρας της τα άλευρα και τα πίτουρα για το μαγαζί. Η Σωτηρία του λέει ψέματα ότι δουλεύει σε ένα εργοστάσιο και του ζητάει 50 δραχμές για να τις πάει στον πατέρα της και να του πει ότι είναι καλά. Πράγμα που έκανε. Δεν το έβαζε κάτω, παρότι περνούσε βασανιστικά. Οι γονείς της δεν ήξεραν τίποτα, αν ζούσε ή όχι, μόνο ο Σκούρας τους είχε πει ότι βρήκε τη Σωτηρία. Τότε η μάνα της ξεκινάει για να πάει στην Αθήνα να τη βρει. Έκανε 4 ημέρες για να φτάσει. Της είπαν να πάει στο «Πάντειο», εκεί όπου συχνάζει. Η Σωτηρία μόλις πήγε να μπει στο καφενείο με το που την είδε έκανε στροφή κι έφυγε, πήγε πιο κει, στην οδό Λυκούργου, κι έκλαιγε πολύ, δεν ήθελε να τη στενοχωρήσει κι εγωιστικά λέει (πάλι) στον εαυτό της: «Όχι , εγώ φεύγοντας από τη Χαλκίδα, είπα θα γίνω μεγάλη».

Ένα βράδυ μετά την απελευθέρωση πήγε με μία μεγάλη συντροφιά σε μία ταβέρνα στα Εξάρχεια κι εκεί ήταν ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης, που ακούγοντάς την του άρεσε και τη σύστησε στον Βασίλη Τσιτσάνη. Τον βρήκε, την άκουσε κι εκείνος, του άρεσε, την πήγε απευθείας στην εταιρία και η μουσική ιστορία της Σωτηρίας ξεκινάει. Ανεβαίνει στο πάλκο, κάθεται στην καρέκλα, το ένα χέρι κρατάει το μικρόφωνο, το άλλο το καλώδιο, η φωνή της βγαίνει, αρχίζει και τα λέει.

1947 και η πρώτη της ηχογράφηση ακούγεται: «Όταν πίνεις στην ταβέρνα, κάθεσαι και δε μιλάς κάπου κάπου αναστενάζεις απ’ τα φύλλα της καρδιάς». Μόνη της έμαθε τη μουσική που έβγαζε από μέσα της. Η Σωτηρία είναι από τις πρώτες γυναίκες που ανέβηκε στο πάλκο. Υιοθέτησε ένα εντελώς δικό της και ξεχωριστό στυλ, φορώντας κοστούμι, γραβάτα με τα μαλλιά της δεμένα πίσω με μια κορδέλα.

Η ζωή της πριν και μετά το τραγούδι καθώς εκτυλίσσεται, είναι άκρως μυθιστορηματική. Γι’ αυτό άλλωστε έχει αποτελέσει υλικό για παραστάσεις στο θέατρο, με ξεχωριστή κι αξέχαστη την ερμηνεία της Ντίνας Κώνστα στον ρόλο της Σωτηρίας κι ενώ έχουν περάσει αρκετά χρόνια, ακόμα θυμάμαι το γρέζι, το νεύρο και τη μοναδική απλότητα στον τρόπο που εξιστορούσε τη ζωή της ως Σωτηρία. «Δε λες κουβέντα» και η φωνή της Σωτηρίας σε όλο το θέατρο ηχούσε δυνατά. Η Κώνστα γινόταν η Σωτηρία σε ένα μονόλογο καθηλωτικό.

Η ζωή της ανατρέχοντας στην ιστορία της και σε αφιερώματα έχει ξύλο, έχει ξύλο πολύ, έχει πολιτική θέση, έχει ιστορίες για ένα βιτριόλι που έριξε στον σύζυγό της γιατί δεν της φερόταν καλά, έχει βασανιστήρια, φυλακή, Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ, κακοποίηση, την καρέκλα της στο πάλκο δίπλα στον Τσιτσάνη και συνεργασίες με Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Χατζηχρήστο και Χιώτη. Έρωτες, πάθη. Τα λεφτά της η Σωτηρία τα έπαιζε στα ζάρια. Μια πρώτη καριέρα με χρήματα… μετά η δεύτερη. Υπήρξε ιστορική η φιλία της με τον Γιάννη Τσαρούχη και το ζεϊμπέικικό του. Και πολλές άλλες ιστορίες της αυθεντικής ζωηρής Σωτηρίας που μπορεί να βρει κανείς ψάχνοντας σε ντοκιμαντέρ και συνεντεύξεις της ίδιας και με ένα τέλος στη ζωή της που επιλέγω τη μη αναφορά του. 

Μία από αυτές τις ιστορίες, λοιπόν, σύμφωνα με την οποία λέγεται να έφερε και τη ρήξη της με τον Τσιτσάνη, είναι όταν ένα βράδυ του 1949 στου «Τζίμη του Χοντρού», μπήκαν στο μαγαζί Χίτες και κάποιος από αυτούς της είπε: «Πες μας μωρή παλιοκουμμούνα του “Άετού ο γιος”». Τότε η Σωτηρία τους απάντησε πως δεν γνωρίζει το τραγούδι αλλά αντί για αυτό τραγούδησε το «Κάποια μάνα αναστενάζει». Στο σημείο όμως που το τραγούδι του Τσιτσάνη λέει: «…απ’ τη μαύρη ξενιτιά», εκείνη τραγουδάει: «απ’ τη μαύρη Ικαριά». Τότε οι Χίτες όρμησαν κατά πάνω της, την τράβηξαν από τα μαλλιά, της έσκισαν τα ρούχα, την έφτυσαν, την έβρισαν και την έδειραν. Η Σωτηρία σε κακό χάλι με αίματα κατάφερε να διαφύγει. Όμως από τότε είχε να το λέει ότι κανείς δεν έκανε τίποτα, κανείς δεν την υπερασπίστηκε, ούτε ένας άντρας και ούτε και ο Τσιτσάνης. Αυτός είναι ο λόγος που λέγεται ότι για ένα διάστημα διέκοψαν τη συνεργασία τους.

«Αχ Διονύση, με έκανες και τραγουδάω ποπ», την ακούω να λέει στον Διονύση Σαββόπουλο, στο ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη «Χαίρω πολύ Σαββόπουλος» του 1974, όταν τραγούδησε το Ζεϊμπέκικο (Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια) βγαίνοντας από τον θάλαμο ηχογράφησης. Ο Διονύσης Σαββόπουλος όταν αναφέρεται για τη συνεργασία του με τη Σωτηρία τα λέει εξαιρετικά μιλώντας για τη φωνή της με παρομοιώσεις:

«Όταν ακούμε τη Σωτηρία να τραγουδάει πλημμυρίζουμε χαρά γιατί νιώθουμε μέσα στη φωνή της πως μας αγαπάει έτσι ακριβώς όπως είμαστε… μεταβάλλει όλη αυτή τη χωματίλα σε ένα γλυκό άνεμο.»

Κάπως έτσι, από τους ψαλμούς μικρό παιδί στην εκκλησία, το παστέλι παστέλι που φώναζε στην Αθήνα και αυτή την απίστευτη πίστη στον εαυτό της που έλεγε στη μάνα της «Εγώ θα γίνω τραγουδίστρια», η Σωτηρία διεκδίκησε τη δική της καρέκλα στο πάλκο και έγινε η αρχόντισσα του ρεμπέτικου. Έγινε μόνη της αυτή που θα ήθελε να είναι. Αυτή που είδε από μικρή στον καθρέφτη της. Δεν τη σταμάτησε τίποτα, τα είπε και τα λέει όλα με τη φωνή της:

«Βρε μάνα μη με δέρνεις σεβντά έχω τρελό αδίκως κοπιάζεις δε βάζω γω μυαλό». Τραγουδά «άνοιξε γιατί δεν αντέχω», στην «περιπλανώμενη ζωή», που «σαν απόκληρος γυρίζω».

Τελικά η Σωτηρία έγινε τραγουδίστρια. «Σε αυτό τον τόπο όσοι αγαπάνε Τρώνε βρώμικο ψωμί», βγάζει από μέσα της και βάζει «στα όργανα φωτιά». Σωτηρία τη λένε. Σωτηρία Μπέλλου κι έγινε μεγάλη και τρανή με την τρομερή της τη λαλιά.

*Σύμφωνα με την προσωπική της μαρτυρία στο ντοκιμαντέρ «Ρεμπέτισσες» του Κώστα Χατζηδουλή

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.