Με τα έσοδα των γκαλερί τέχνης σε ολόκληρο τον κόσμο να έχουν θεαματική πτώση λόγω των περιορισμών μετακίνησης αλλά και απαγόρευσης τόσο του εγχώριου όσο και του ξένου τουρισμού φαίνεται πως κάποιοι ανακαλύπτουν ευρηματικούς τρόπους προσέλκυσης του ενδιαφέροντος στις πόλεις και αναπτέρωσης του ηθικού των πολιτών. Πρόσφατο επιτυχημένο και λίγο παράξενο παράδειγμα η ηχητική εγκατάσταση του καλλιτέχνη Brady Cranfield στο κέντρο της πόλης του Βανκούβερ στη μεγάλη πλατεία της Robson Street πίσω από την Πινακοθήκη της πόλης.
Η ξεσηκωτική μουσική του εμβληματικού τραγουδιού Working for the Weekend του καναδέζικου ροκ γκρουπ της δεκαετίας του ’80 Loverboy που ακούγεται κάθε Παρασκευή στις πέντε το απόγευμα σηματοδοτεί το τέλος της κουραστικής και ανιαρής εβδομάδας και κηρύσσει την έναρξη του Σαββατοκύριακου, έστω και αν αυτό κινείται σε ρυθμούς πανδημίας.
Το έργο που φέρει εύστοχα τον τίτλο Weekend Chime και δεν είναι άλλο από τέσσερα κόκκινα ηχεία τοποθετημένα στο ψηλότερο σημείο μιας κολώνας φωτισμού της πλατείας και κάθε Παρασκευή στις 17.00 ακριβώς ηχούν με τις νότες του τραγουδιού εκτελεσμένες χορωδιακά.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η πόλη του Βανκούβερ είχε έρθει αντιμέτωπη με οικονομικά προβλήματα με τη μεσαία εργατική τάξη να υφίσταται τη μεγαλύτερη πίεση όπως άλλωστε και σήμερα λόγω της πανδημίας και του κλεισίματος πολλών εργασιακών κλάδων. Το τραγούδι των Loverboy έγινε αμέσως όχι μόνο μεγάλο hit αλλά απέκτησε διαστάσεις λατρείας ύμνου της εργατικής τάξης «Όλοι εργάζονται για το Σαββατοκύριακο/Όλοι έχουν ανάγκη ένα καινούργιο έρωτα / Όλοι χρειάζονται μια δεύτερη ευκαιρία», οι στίχοι επαναλαμβάνουν ρυθμικά (Everybody’s working for the weekend / Everybody wants a new romance / Everybody’s).
«Με αυτή την ηχητική εγκατάσταση η τέχνη μοιάζει να διερευνά ταξικά ζητήματα, τον καθημερινό αγώνα των εργαζομένων αλλα και την ευελιξία της ποπ μουσικής να ενσωματώνεται, να μεταμορφώνεται, αλλά και να επηρεάζει την οποιαδήποτε κοινωνική συνθήκη. Το Weekend Chime ελπίζουμε να λειτουργήσει ως υπενθύμιση ότι όλοι είμαστε εργαζόμενοι, και ότι όλοι εμείς είμαστε εκείνοι που παράγουμε αξία στον κόσμο», δηλώνει ο εμπνευστής του έργου Brady Cranfield.
Ο Brady Cranfield εμπνεύστηκε το έργο Weekend Chime, το οποίο είναι χρηματοδοτούμενο από την πόλη του Βανκούβερ, από τον σημαντικό ρόλο της πλατείας γύρω από την Πινακοθήκη ως σημείο συγκέντρωσης, αλληλεπίδρασης και συναλλαγής του κόσμου, όπως άλλωστε και της μουσικής. Η πλατεία είναι ένα κομβικό σημείο πολύμορφων συναντήσεων, και ποικίλων εναλλακτικών χρήσεων ακόμα και από το ίδιο το άτομο ανάλογα με τον χρόνο, τη φάση ζωής, τη στιγμή. Αυτό ακριβώς που συμβαίνει και με τη μουσική, με ένα τραγούδι. Το άκουσμά του αλλάζει ανάλογα με τη φάση της ζωής, εξελίσσεται, μεταλλάσσεται, αποκτά νέο νόημα. «Βλέπω έναν παραλληλισμό στον τρόπο που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν, επαναχρησιμοποιούν και επαναπροσδιορίζουν έναν αστικό χώρο με τον τρόπο που ακούνε, και ξανακούνε ένα μουσικό ποπ κομμάτι», αναφέρει.
Το Βανκούβερ όπως και ολόκληρος ο Καναδάς έχει συνδεθεί παραδοσιακά με τον ήχο από τις κόρνες με τις Heritage Horns όπως είναι γνωστές που από το 1967, όταν τις σχεδίασε ο μηχανικός, Robert Swanson και για περισσότερα από 20 χρόνια θύμιζαν με ηχηρό και πρωτότυπο θα έλεγε κανείς τρόπο στους Καναδούς ότι είναι ώρα για το μεσημεριανό τους φαγητό. Από το 1990 μέχρι και το 1994 οι κόρνες έμειναν σιωπηλές μέχρι να βρουν τελικά το μόνιμο σπίτι τους στο Pan Pacific Hotel που από τις 8 Νοεμβρίου 1994 δεν έχουν επιτρέψει σε κανέναν να χάσει το μεσημεριανό του.
Μια συλλογική, κοινωνική συνήθεια, ίσως λίγο χιουμοριστική αλλά ευχάριστη και άκρως αισιόδοξη με τον άνθρωπο, τον χώρο, και τη μουσική σε ένα αβανταδόρικο και ρυθμικό εθιμοτυπικό που κάνει άπαντες κοινωνούς αυτού του γεγονότος. Έστω για μια στιγμή.