Βραδιές στα Μέγαρα

Μουσική -σχεδόν- για όλους στο νέο πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης

Δύο κτήρια σε αρχιτεκτονικό διάλογο ακροβατούν στην εσχατιά της Νέας Παραλίας, λίγο πριν η Θεσσαλονίκη παραδώσει τη σκυτάλη στην Καλαμαριά: τα Μέγαρα της πόλης, τα κτήρια Μ1 και Μ2 του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Εκεί καταλήγουν οι καθημερινές βόλτες, πεζές και ποδηλατικές, των Θεσσαλονικέων που παραθερίζουν στο παραλιακό μέτωπο. Φτάνουν μέχρι τα Μέγαρα και κάνουν αναστροφή ή τα προσπερνούν για να προχωρήσουν λίγο μακρύτερα και να επιστρέψουν.

Αγέρωχα και επιβλητικά, τα Μέγαρα μοιάζουν να συμβολίζουν, όπως και ο ίδιος ο θεσμός εν πολλοίς στην Ελλάδα, την ιδεολογία του ελιτισμού που προϋποθέτει πάντα δέος και απόσταση. Όλη αυτή η συζήτηση περί υψηλής και χαμηλής κουλτούρας, περί εκλεκτών και μάζας, που εξέθρεψε γενιές και γενιές μυημένων και μη, ύψωσε τείχη και δημιούργησε μουσικά στρατόπεδα. Όμως «τα μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω τείχη», που λέει κι ο ποιητής, δεν είναι μόνο ζήτημα κουλτούρας, αλλά και πολιτικής.

Ούτως ή άλλως, αυτό το όχι ιδιαίτερα δημοφιλές κομμάτι του ελληνικού μουσικού πολιτισμού, εκείνο δηλαδή της κλασικής/συμφωνικής μουσικής/όπερας, είχε μάλλον από τα χρόνια της «Τέχνης» να γνωρίσει άνθηση στη Θεσσαλονίκη, δεκαετίες πριν. Στην πορεία προέκυψαν μια σειρά θεσμών, όπως η Κρατική Ορχήστρα, η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου και η Όπερα Θεσσαλονίκης. Εξακολουθούσε όμως να λείπει κάτι πιο οργανωμένο και ολιστικό, με τη δυνατότητα να απευθύνεται σε ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό.

Το κενό αυτό ήρθε να καλύψει από το 2000 το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, που δημιουργήθηκε με στόχο «την τέλεση συμφωνικών συναυλιών, παραστάσεων μπαλέτου και αξιόλογων συναφών μουσικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων για την άνοδο του μουσικού μορφωτικού επιπέδου των ελληνικών μουσικών και του ελληνικού μουσικού κοινού εν γένει». Υστερώντας πάντα όσον αφορά τον υψηλό πήχυ των προσδοκιών που έθετε ο μεγάλος αδερφός θεσμός των Αθηνών, το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης κατόρθωσε ωστόσο να συμβάλει καθοριστικά στη επαναδημιουργία και διάδοση μιας κουλτούρας κλασικής μουσικής στην πόλη.

Κι ύστερα, κατά τα γνωστά, ενέσκηψε η κρίση, και μαζί της η οπισθοδρόμηση. Η υποχρηματοδότηση των κυριότερων φορέων μουσικού πολιτισμού είχε οδυνηρές συνέπειες. Το 2010, ο επί δεκαετία καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου, Νίκος Αθηναίος, υποβάλλει την παραίτησή του «ελλείψει πλέον αντικειμένου διαχείρισης». Λίγο νωρίτερα, οι οικονομικές δυσχέρειες του Οργανισμού, λόγω της μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης, είχαν αναγκάσει το Δ.Σ. να διακόψει επ’ αόριστον τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες και να μη σχεδιάσει καλλιτεχνικό πρόγραμμα για την επόμενη περίοδο.

Με το μοντέλο της κρατικά επιχορηγούμενης τέχνης να φθίνει, προβλήματα αντιμετώπισαν και η -κατά τ’ άλλα εξαιρετικά δραστήρια- Κρατική Ορχήστρα, η Όπερα -που, αφού απαξιώθηκε και συγχωνεύτηκε από το 2011 με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, είναι πλέον ουσιαστικά ανενεργή και κοσμεί τα εξώφυλλα των εφημερίδων μόνο εξαιτίας των οικονομικών σκανδάλων που τη στοιχειώνουν-, ενώ το αιωνόβιο Κρατικό Ωδείο της πόλης πρόσφατα έλαβε εξώδικο έξωσης από το ιστορικό κτήριο όπου φιλοξενείται τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Έκτοτε, χάρη σε ιδιωτικές χορηγίες αλλά και σε μια σειρά στοχευμένων πολιτικών και δράσεων (π.χ. Megaro Goes Green), και με την προσθήκη του δεύτερου κτηρίου, το Μέγαρο κατόρθωσε να επανακάμψει, την ώρα που ο μεγάλος Αθηναίος αδερφός του περπατάει το Δρόμο της Απώλειας. Κι έτσι, εν πολλοίς, μείναμε με τα Μέγαρα, τα οποία όμως η νέα προσέγγιση σχεδιασμού πολιτικής και προγράμματος προσπαθεί να καταστήσει πιο προσιτά, ενώ επικοινωνιακά προσπαθεί να τα αποχρωματίσει από τις στρώσεις ελιτίστικης ιδεολογίας με την οποία έχουν εμποτιστεί και να τα μπολιάσει με την ευρύτερη πολιτιστική ζωή της πόλης.

«Να δώσουμε ζωή σχεδόν καθημερινά στα δύο αυτά υπέροχα κτήρια», ταυτόχρονα με τη μεγαλύτερη δυνατή συνεργασία με τοπικά μουσικά σχήματα και θεσμούς (Κρατική Ορχήστρα, Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου) και την παρουσίαση παραστάσεων διεθνούς ακτινοβολίας ανέφερε ως βασική στοχοθεσία ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μεγάρου κ. Γιώργος-Εμμανουήλ Λαζαρίδης στη συνέντευξη Τύπου που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Δευτέρα, με σκοπό την παρουσίαση του προγράμματος του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης για το δεύτερο εξάμηνο του 2013.

Βασικά χαρακτηριστικά του νέου προγράμματος, το οποίο υποστηρίζεται από την ιδιωτική πρωτοβουλία (γνωστή τράπεζα και άλλες εταιρείες), είναι ο πλουραλισμός και οι συνεργασίες. Στο πλαίσιό του, σε σύνολο περίπου 40 παραγωγών, θα παρακολουθήσουμε μετά από δύο χρόνια όπερα σε παραγωγή του Μεγάρου (La Traviata του Verdi σε συμπαραγωγή με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης), τους δημοφιλείς ευφάνταστους φασαριόζους STOMP, τον Bruno Ganz να απαγγέλει Καβάφη σε μια συναυλία-αφιέρωμα στα 150 χρόνια από τη γέννηση του Αλεξανδρινού ποιητή, ρεσιτάλ από διεθνούς φήμης σολίστ, μοντέρνο χορό, χορό στον πάγο, θέατρο, προβολές συνοδεία ζωντανής μουσικής, σεμινάρια, masterclasses κ.ά., αλλά και παραγωγές που έχουν ήδη παρουσιαστεί στο κοινό των Αθηνών, όπως η παραγωγή του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής με τις μουσικές της Ελένης Καραΐνδρου που γράφτηκαν για τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, και η παράσταση «Θα σε πάρω να φύγουμε». Παράλληλα, συνεχίζονται οι προβολές Live in HD από τη Metropolitan Opera, ενώ εγκαινιάζεται ο νέος θεσμός της ζωντανής προβολής παραστάσεων μπαλέτου σε συνεργασία με το Royal Opera House of London.

Θα μπορέσει άραγε αυτό το πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα να κάνει τους Θεσσαλονικείς να σταματήσουν τις αναστροφές και τις προσπεράσεις έξω από τα Μέγαρα; Επισημαίνοντας την ελκυστική πολιτική εισιτηρίων που έχει ως στόχο την αύξηση του κοινού, αλλά και τα εκπαιδευτικά προγράμματα που εκπονεί ο Οργανισμός, ο κ. Λαζαρίδης αναφέρθηκε περιχαρής στην πληρότητα σε ποσοστό 70% που σημείωσε το Μέγαρο κατά την τελευταία περίοδο. Ένα ομολογουμένως εντυπωσιακό ποσοστό, δεδομένων των γενικών συνθηκών αλλά και των εντόπιων ιδιαιτεροτήτων που συζητήσαμε στην αρχή, που δεν παύει όμως να είναι στατιστικό στοιχείο μιας οικονομικοτεχνικής λογικής ανάλυσης. Αυτό που έχει σημασία σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το ποσοστό διάχυσης του θεσμού στην πόλη και το γενικότερο γεωγραφικό πεδίο στο οποίο απευθύνεται, ο βαθμός στον οποίο το κοινό συσχετίζεται με το θεσμό, και τελικά με την τέχνη, και επιστρέφει σε αυτά, σε όλο και μεγαλύτερα ποσοστά.
Γιατί η μουσική, που είναι για όλους και προς όλους, δεν κλείνεται σε κτήρια, σωστά; Κι ακόμη κι αν δεν μπορούμε να στήσουμε ένα ελληνικό El Sistema και να καταφέρουμε να φέρουμε τα παιδιά από τους δρόμους στη μουσική, μπορούμε να διασπείρουμε τη μουσική στους δρόμους, όπως έπραξαν τον περασμένο Νοέμβρη με μουσικά δρώμενα στους δρόμους της πόλης η Εθνική Λυρική Σκηνή σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και την Parallaxi. Χωρίς τείχη και χωρίς στρατόπεδα.

Ραντεβού στα Μέγαρα, λοιπόν, μέσα ή έξω από αυτά.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.