Βλαμμένη, αλλά ενδιαφέρουσα

Η «Βλαμμένη» του Διαμαντή Γκιζιώτη ανεβαίνει στο Χώρο Τέχνης 14η Μέρα

Kείμενο: Τώνια Καράογλου

 

Το έργο του Διαμαντή Γκιζιώτη διαδραματίζεται ένα πρωινό σε ένα δημοτικό σχολείο των ΗΠΑ. Η υποδοχή της νέας σχολικής χρονιάς ετοιμάζεται να εορτασθεί με μεγάλες τιμές. Ο Πρόεδρος Τζωρτζ Μπους πρόκειται να επισκεφτεί το σχολείο και η Μαίρη είναι η δασκάλα που έχει επιλεγεί για να του αφηγηθεί ένα παραμύθι. Η Μαίρη έχει προετοιμαστεί τέλεια για την περίσταση, για την ακρίβεια την περιμένει πώς και πώς. Είχε φροντίσει άλλωστε εγκαίρως να εξασφαλίσει ότι η «θέση» είναι δική της και όση ώρα μονολογεί ατέρμονα μέσα στις τουαλέτες του σχολείου φτάνει μέχρι και να σκεφτεί το ενδεχόμενο ο Πρόεδρος να την ερωτευτεί και η ίδια να αποτελέσει την αιτία ενός σκανδάλου στο Λευκό Οίκο («αγαπώ τα σκάνδαλα, τα παρακολουθώ. Όχι ό,τι κι ό,τι. Είμαι επιλεκτική των σκανδάλων. Από Δυναστεία και πάνω»).

Το παραμύθι που έχει επιλέξει να αφηγηθεί δεν είναι τυχαία η Ωραία Κοιμωμένη: της ταιριάζει, καθώς περιμένει και αυτή τον πρίγκιπά της για να συνεχίζει να ζει στον παραμυθένιο, αφελή κόσμο της – έναν «πρίγκιπα» που προς το παρόν έχει βρει στο πρόσωπο του διαδικτυακού εραστή της, αλλά που μάλλον δεν είναι «ο ένας και μοναδικός» («στο παραμύθι ο καλύτερος, ή αν θέλεις ο ένας και μοναδικός, εμφανίζεται την τελευταία στιγμή. Έχει έρθει αυτή η στιγμή; Τσου»). Όμως αυτό το πρωινό δεν είναι ένα οποιοδήποτε πρωινό, αλλά το πρωινό της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, κι έτσι το πολυαναμενόμενο όνειρο της Μαίρης είναι γραπτό να λήξει πριν πραγματοποιηθεί. Το άδοξο τέλος της γιορτής τη βρίσκει μεθυσμένη στις τουαλέτες του σχολείου να προσπαθεί να εφεύρει ένα happy end, αδυνατώντας να αντιληφθεί την πραγματικότητα που την ξεπερνάει.

Το έργο του Γκιζιώτη συνιστά στην ουσία έναν μονόλογο (παρεμβάλλεται μία μόνο σύντομη σκηνή με άλλα δραματικά πρόσωπα, τις τρεις συναδέρφους της Μαίρης), που εμπνέεται από την (τσιχλό)φουσκα του αμερικάνικου «ονείρου». Μέσα από την ιστορία της Μαίρης, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μπροστά μας τα γνώριμα συστατικά ενός τρόπου ζωής κατεξοχήν made in USA: σαπουνόπερες, καταναλωτισμός, ματαιοδοξία, αποθέωση του θεάματος, υποκατάσταση των ανθρώπινων σχέσεων από τις νέες τεχνολογίες, σαθρό εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό σύστημα.

Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Γρηγόρης Χατζάκης ξεκινάει ήδη από το φουαγιέ του θεάτρου, με έναν εφευρημένο από τον σκηνοθέτη ρόλο: η δοσμένη σαν bimbo γραμματέας του σχολείου παρακολουθεί, ενώπιον των θεατών που περιμένουν την έναρξη, μαγνητοσκοπημένα μαθήματα ορθοφωνίας της αγγλικής γλώσσας, προφανώς για τον ίδιο λόγο με την Μαίρη: για να σταματήσει να μιλάει «σα βλάχα του Νότου». Συνολικά, ο Χατζάκης σκηνοθέτησε με κέφι και έμπνευση, φροντίδα στη λεπτομέρεια και προσέδωσε μάλιστα ιδιαίτερη σκηνική γοητεία στο έργο. Βρήκα, κατ’ αρχήν, ενδιαφέρουσα και δραματικά εύστοχη την ιδέα του να στήσει την παράσταση σε μία λογική θεάματος ή/και reality show: οι ρόλοι/χαρακτήρες παρουσιάζονται κατ’ αρχήν στο κοινό από έναν αόρατο εκφωνητή, ο οποίος θα επεμβεί αργότερα και σε σημεία της δράσης, καθοδηγώντας τα δραματικά πρόσωπα. Στο ίδιο πλαίσιο, πολύ αποτελεσματικά λειτούργησε και η σκηνή ανάμεσα στις τρεις συναδέρφους της Μαίρης που οργανώθηκε σαν τηλεοπτική διαφήμιση (και προσωπικά με παρέπεμψε έντονα στην ταινία The Truman Show, όταν η σύζυγος του πρωταγωνιστή διαφήμιζε κρυφά τα προϊόντα που κατανάλωναν).

Επιπλέον, ο σκηνοθέτης τόνισε –συχνά με έξυπνα ευρήματα– το ειρωνικό και κωμικό στοιχείο του έργου. Καθοδήγησε τους ηθοποιούς σε μία εξωτερική, καρικατουρίστικη υποκριτική έκφραση και επίσης δημιούργησε απολαυστικές σκηνές ανάμεσα στις συναδέρφους της Μαίρης, που είχαν διευρυμένο ρόλο στην παράσταση, και στον (δεύτερο εφευρημένο ρόλο) Διευθυντή του σχολείου. Στα συν της παράστασης κατατάσσονται και τα κοστούμια (La Reina), κυρίως γιατί λειτούργησαν σχολιαστικά πάνω στους ρόλους, αλλά και η ιδέα του σκηνικού (Σοφία Κατσούρα), που συνδύασε αναπάντεχα το χώρο της τουαλέτας με μία μακέτα του Μανχάταν.

Εκεί όμως που το εγχείρημα δείχνει κάποια αδυναμία ήταν στην αναμέτρηση του με την τελευταία σκηνή του έργου, τον διάλογο της Μαίρης με τον εαυτό της, που φαίνεται να αφέθηκε στην τύχη (ίσως από αμηχανία μπροστά στο μη κωμικό κομμάτι του έργου;). Το σημείο αυτό, που συνιστά ουσιαστικά τη συμπύκνωση του χαρακτήρα της Μαίρης και ταυτόχρονα την κορύφωση της ιστορίας, απλώς ειπώθηκε από τη Μαρία Σκαφτούρα, γεγονός το οποίο καταλογίζεται μάλλον εξίσου στον σκηνοθέτη αλλά και την ηθοποιό. Θεωρώ ότι η ερμηνεία της, που με σχετική ευκολία απέδωσε το σχηματικό πλαίσιο του «αφελούς» ρόλου της, δεν κατάφερε να αποδώσει το δραματικό βάρος του φινάλε ούτε να αναδείξει τις μικρές, κρυμμένες πτυχές του χαρακτήρα που υπονοούνται από το συγγραφέα. Ωστόσο, επείδη δεχόμεθα πιέσεις, η βλαμμένη είναι τελικά ενδιαφέρουσα…

Η θεατρική παράσταση «Η βλαμμένη» παίζεται στο Χώρο Τέχνης 14η Μέρα έως 29 Απριλίου.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.