Το Lose Lautrec, Για πάντα, Η Γκρέτα Γκάρμπο ήρθε στην πόλη μας

Μην καταστραφείς από μόνη σου

Η παράσταση των sinequanon από το Χοροθέατρο του Κ.Θ.Β.Ε. και δύο σύγχρονα έργα από δύο θιάσους της πόλης, ταγμένους στην προβολή καινούργιων, για τα ελληνικά δεδομένα, έργων και συγγραφέων, το Για πάντα του Roland Schimmelpfennig στο Μικρό Θέατρο και το ολοκαίνουργιο έργο του Φρανκ ΜακΓκίνες, Η Γκρέτα Γκάρμπο ήρθε στην πόλη μας, είναι η πρώτη σοδεία από τη φετινή θεατρική παραγωγή της Θεσσαλονίκης.

Μετέωρη σκηνική γλώσσα

Τον πολυγραφότατο, πολυβραβευμένο και, ενδεχομένως, ελαφρώς υπερτιμημένο, σύγχρονο γερμανό συγγραφέα Ρολάντ Σίμελπφένιχ τον γνωρίσαμε στην Ελλάδα το 2002 με το έργο του Push Up που ανέβηκε στο Θέατρο Αμόρε σε σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου. Φέτος, ο Σίμελπφένιχ δίνει διπλό παρόν στην ελληνική θεατρική σκηνή, αφού στο Εθνικό Θέατρο παρουσιάζεται το έργο του Ο χρυσός δράκος σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου και στη Θεσσαλονίκη το Για πάντα από το Μικρό Θέατρο σε σκηνοθεσία Εύης Δημητροπούλου. Το τελευταίο έργο έχει ανέβει στη χώρα μας για πρώτη φορά το 2006 με τον τίτλο Γυναίκα από τα παλιά (τίτλος πρωτοτύπου: Die Frau von früher, 2004) στο Θέατρο Χυτήριο σε σκηνοθεσία Άσπας Τομπούλη.

Πρωταγωνιστές του έργου είναι δύο ζευγάρια και μία εισβολέας από το παρελθόν. Ο Φρανκ και η Κλαούντια, 19 χρόνια παντρεμένοι, αποφασίζουν να μετακομίσουν, όταν ξαφνικά κάνει την εμφάνισή της η Ρόμι, ο εφηβικός έρωτας του Φρανκ, για να διεκδικήσει αυτό που εκείνος της είχε υποσχεθεί 24 χρόνια πριν: το … «για πάντα». Μέσα από συνεχή rewind και fastforward παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτής της απαίτησης της Ρόμι και την παράλληλη «δίδυμη» ιστορία του γιου του ζευγαριού Άντι, με την κοπέλα του, την Τίνα. Στην ουσία πρόκειται για ένα θρίλερ, με απειλητικό χιούμορ, πιντερικούς απόηχους και αδυναμίες στο φινάλε, το οποίο μιλά για την αιώνια κρίση στις ερωτικές σχέσεις: κούφιες υποσχέσεις, εγκλωβισμοί, κλισέ, φόβοι, με μια λέξη ανεπάρκειες. Η σκηνοθεσία φαίνεται να κλυδωνίζεται άνισα και ακατάληπτα ανάμεσα στους δύσκολα συμβατούς κώδικες της μαύρης κωμωδίας και του θρίλερ. Και επιπλέον δεν γίνεται η παραμικρή προσπάθεια διείσδυσης στην κρίση που προφανώς περνά το παντρεμένο ζευγάρι και που η άφιξη της κοπέλας αποτελεί την αφορμή για τη διερεύνησή της. Το ερωτικό τρίγωνο (Βαγγέλης Ζλατίντσης, Ελισάβετ Σταυρίδου, Εύα Νέδου), ως εκ τούτου, στερείται κάθε πειστικότητας, οι σχέσεις είναι ακατανόητες και μέσα σε μία αμφιβόλου ύφους παράσταση μοιάζουν καρικατουρίστικα γελοίες. Οι ερμηνείες του νεαρού ζευγαριού (Λίζα Νεοχωρίτη, Αλέξανδρος Ζαφειριάδης) σώζονται χάρη στη στοιχειώδη προσπάθεια για αλήθεια που επιχειρούν οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί. Τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης (σκηνικά Αλεξάνδρας Μπουσουλέγκα και Ράνιας Υφαντίδου, κοστούμια Νεφέλης Μυρτίδου, μουσική επιμέλεια Κοσμά Εφραιμίδη) αποκαλύπτουν και σε αισθητικό επίπεδο τη σκηνοθετική σύγχυση. Το ατελείωτο μπες-βγες από τις κακότεχνες πόρτες του σκηνικού σε συνδυασμό με τo διαρκές πήγαινε-έλα στο χρόνο δράσης και κυρίως τις επιφανειακές σχέσεις των ηρώων δημιουργούν στο θεατή την αίσθηση της ναυτίας. Έτσι, το όλο εγχείρημα πάσχει από …σκηνοθετική ανεπάρκεια, υπονομεύοντας τον, κατά τα άλλα, αξιέπαινο στόχο του Μικρού Θεάτρου για τη γνωριμία του κοινού με σημαντικούς σύγχρονους δραματουργούς. Το «προξενιό» Σίμελπφένιχ-θεσσαλονικιώτικου κοινού πέφτει στο κενό.

 

to lose Lautrec, indeed!

Η παράσταση to Lose Lautrec από τη χοροθεατρική ομάδα sinequanon που παρουσιάστηκε για λίγες παραστάσεις στο Βασιλικό Θέατρο διέψευσε τις προσδοκίες  παρά τα εχέγγυα που προσέφεραν οι συντελεστές και το θέμα της· παρά και την, εντελώς, διαφορετική εντύπωση που δημιουργούσε η έναρξή της. Η είσοδος του ηθοποιού Χρίστου Νταρακτσή στο ρόλο, προφανώς, του Τουλούζ Λωτρέκ στην υποφωτισμένη σκηνή του θεάτρου υποσχόταν μια ενδιαφέρουσα σκηνική αφήγηση, με θέμα το παρισινό καμπαρέ, μέσα από τα μάτια του πρωτοπόρου και αντισυμβατικού καλλιτέχνη της belle époque. Η πολυπληθής σκηνική συνύπαρξη χορευτών και ηθοποιών που τη διαδέχθηκε, σε έναν συμβολικό αγώνα ανάμεσα σε πρόσωπα και τραπέζια, τα όποια μεταφερόταν, μετέφεραν και πλάκωναν τους συμμετέχοντες ενίσχυσαν την προσδοκία για ένα σκηνικό σχόλιο πάνω στη δισυπόστατη, παρακμιακή και  glam γοητεία της περιόδου. Η πλήξη, όμως, δυστυχώς, ήταν ό,τι ακολούθησε, σε μια παράσταση, αδικαιολόγητα  ανέμπνευστη, αν αναλογιστεί κανείς τον πλούτο έμπνευσης και συνειρμών που προσφέρει η θεματική της.

Οι πλάγιοι και χαμηλοί φωτισμοί σε συνδυασμό με μια αισθητική ευτέλειας που μεταμορφώνεται σε  τέχνη προσέδιδαν έναν μυστηριακό τόνο στο εγχείρημα και συνέθεταν το κλίμα της παρασκηνιακής όψης ενός φτωχού και γυμνού παρισινού καμπαρέ. Η γενική, ωστόσο, σκηνική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε δεν ήταν αρκετή για να διατηρήσει το ενδιαφέρον. Οι ιδέες που προέκυψαν από το γενικό πλαίσιο έμειναν απολύτως ανεκμετάλλευτες: η επί σκηνής συνύπαρξη ηθοποιών και χορευτών, παρόλη την εξαιρετική αίσθηση συνόλου που απέπνεε,  δεν οδήγησε σε κανέναν μεταξύ τους διάλογο· η παρουσία του Λωτρέκ-θεατή παρέμεινε μετέωρη και δεν αποκάλυψε καμιά εμπλοκή του με τον κόσμο του καμπαρέ· ηθοποιοί, όπως η Θάλεια Σκαρλάτου και ο Σάκης Πετκίδης, σε ρόλους θαμώνων, περιφερόταν άσκοπα· η ογκώδης φιγούρα της ηθοποιού Κατερίνας Λύκου, στο ρόλο της υπηρεσίας —ωραία αντίστιξη στις λεπτεπίλεπτες χορεύτριες— παρέμεινε, απλώς, μια ενδιαφέρουσα εικόνα. Οι χορογραφικές αναζητήσεις κινήθηκαν, επίσης, σε ένα γενικό ύφος και θα μπορούσαν κάλλιστα να αφορούν οποιαδήποτε άλλο θέμα. Η τολμηρή επιλογή μιας επαναληπτικής μουσικής κούραζε χωρίς να κατορθώνει να επιτελέσει, τον εμφανή της στόχο, τη δημιουργία  ενός παιχνιδιάρικου απόηχου. Μια παράσταση χωρίς εξέλιξη, μύθο, εναλλαγές, με ορισμένες ενδιαφέρουσες εικόνες, πολλές επαναλήψεις και ανεπίδοτα μηνύματα, με εξαίρεση αυτό του τίτλου της: χάνοντας τον Toulouse Lautrec, πράγματι…

 

Μια ντίβα στην επαρχία

Εφτά χρόνια μετά τα Εργαζόμενα κορίτσια, η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» καταπιάνεται με ένα ακόμη έργο του Φρανκ ΜακΓκίνες· πρόκειται για το Η Γκρέτα Γκάρμπο ήρθε στην πόλη μας. Πάντως, παρότι τα δύο έργα τα χωρίζουν 28 χρόνια (πρωτόλειο το πρώτο, γραμμένο το 1982, ώριμο το δεύτερο, η τελευταία συγγραφική κατάθεση του ΜακΓκίνες το 2010), μπορεί κανείς να διακρίνει τα προβλήματα της γραφής του ιρλανδού δραματουργού.

Ο ΜακΓκίνες είναι, σαφώς, συνεχιστής της μεγάλης σχολής της ιρλανδικής ηθογραφίας (Συνγκ, Ο’ Κέυζυ, Μπίαν), και, σίγουρα, απέχει αρκετά από τα μεγάλα επιτεύγματα του Φρίελ ή του ΜακΦέρσον στη δραματική αφήγηση· πόσο μάλλον από τη σκηνική επανάσταση του Μπέκετ. Το τελευταίο έργο του θέτει –ή μάλλον θίγει, συχνά επιδερμικά– μια πληθώρα θεμάτων: με αφορμή τις ενδοοικογενειακές σχέσεις στην ιρλανδική ύπαιθρο, παρελαύνουν στη σκηνή, το πολιτικό πρόβλημα της Ιρλανδίας με τη Μεγάλη Βρετανία στα τέλη της δεκαετίας του 60, η ανδρική και γυναικεία ομοφυλοφιλία, η μοναξιά, η επιλογή προτύπων στις κρίσιμες στιγμές της ζωής μας, το θέμα του εισβολέα (σε μια light εκδοχή του Πιντερικού μοντέλου).

Αυτό το ψηφιδωτό θεμάτων, προβληματισμών, αδιεξόδων και λύσεων, ο Γιάννης Μόσχος, ο σκηνοθέτης της παράστασης, το αντιμετώπισε με τρόπο ιδιαίτερα έξυπνο. Κατέβασε τους τόνους, χωρίς να ρίξει πουθενά ιδιαίτερο βάρος. Άφησε, έτσι, τα πράγματα να μιλήσουν μόνα τους, μέσα από βλέμματα, σιωπές, υποχωρήσεις και αποχωρήσεις. Ο θεατής αφηνόταν να πλάσσει τη δική του συνέχεια του μύθου, σε ένα έργο όπου το σήκωμα της όποιας παντιέρας θα απέβαινε μάλλον μοιραίο για το σύνολο της παράστασης. Μάλιστα, στο πρώτο μέρος, ο σκηνοθέτης κατεύθυνε το σύνολο των ηθοποιών προς την ηθογραφία, παραμένοντας στο φαίνεσθαι του λόγου και δημιουργώντας –συχνά– καρικατούρες, ενώ στο δεύτερο μέρος προχώρησε στην ψυχογραφία, αναδεικνύοντας τον ανθρώπινο καημό των ηρώων μέσα από μια βαθιά αληθινή –έως σπαρακτική– εκφορά του λόγου.

Πολύτιμος σύμμαχος στο εγχείρημά του είχε το απόλυτα λειτουργικό σκηνικό του Απόστολου Βέττα που υπηρέτησε τόσο το ρεαλισμό του πρώτου μέρους όσο και την ψυχογραφική θεατρικότητα του δεύτερου μέρους, καθώς οι μεταμορφώσεις του θεατρικού σανιδιού, εναρμονίζονται με τις μεταμορφώσεις –μεταπτώσεις– των ηρώων (αλλά και των θεατών).

Όμως, οι πιο σημαντικοί βοηθοί του σκηνοθέτη υπήρξαν οι ηθοποιοί: Η Ελένη Δημοπούλου και ο Στάθης Μαυρόπουλος με τις θαυμαστές ισορροπίες ανάμεσα στο γκροτέσκο και το ρεαλιστικό·  ο Μάριος Μεβουλιώτης και η Μαριέττα Σπηλιοπούλου με την έκδηλη αβεβαιότητα των νεανικών αναζητήσεων·  ο Νίκος Λύτρας με τη νωχελική παρουσία του πλούσιου εκμαυλιστή· η Έφη Σταμούλη με τη γοητεία και την κρυμμένη ανθρωπιά της μεγάλης ντίβας-εισβολέα· η Άννα Κυριακίδου με την απεικόνιση της επαρχιώτικης καχυποψίας, που αλλάζει σιγά σιγά ώσπου να φορέσει το φουλάρι της Θείας Γκρέτα.

Η παράσταση της Πειραματικής Σκηνής έχει όλα τα συστατικά μιας δουλειάς που δεν υπερτιμά το κείμενο και που σέβεται τον θεατή. Αποτελεί μια μικρή όαση μέσα σε μια γκρίζα πραγματικότητα γιατί κάνει πράξη στη σκηνή, και έμμεσα προτρέπει να κάνουμε και εμείς το ίδιο στη ζωή μας, αυτό που προτείνει η Γκρέτα στην Κωλέτ «μην καταστραφείς από μόνη σου».

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.