«Το Φάντασμα της Ελευθερίας»: Η βραβευμένη ταινία του Luis Buñuel στους κινηματογράφους σε ψηφιακά αποκατεστημένη έκδοση

Μέσα από την ασύνδετη αφήγηση και τον παραλογισμό, ο σκηνοθέτης ερευνά όχι μόνο τις κοινοτυπίες της καθημερινής ζωής των αστών αλλά και πώς αυτές αποτελούν ένα είδος πλασματικής ελευθερίας

«Το Φάντασμα της Ελευθερίας» του Luis Buñuel σε ψηφιακά αποκατεστημένη έκδοση από τις 12 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Luis Buñuel
Σενάριο: Luis Buñuel, Jean-Claude Carrière
Παραγωγή: Ulrich Picard, Serge Silberman
Φωτογραφία: Edmond Richard

Με τους: Adriana Asti, Julien Bertheau, Jean-Claude Brialy, Adolfo Celi, Michel Piccoli, Monica Vitti

Ιταλία/ Γαλλία – 1974 – 104’ – Έγχρωμο

Βραβείο Σκηνοθεσίας/Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας
Ένωση Ιταλών Δημοσιογράφων, 1975

Η ΤΑΙΝΙΑ

Ένα γεγονός που απεικονίζεται στον πίνακα του Γκόγια «3 Μαΐου 1808», ζωντανεύει: Ισπανία, 1808. στρατιώτες του Ναπολέοντα εκτελούν μια ομάδα επαναστατών, που δεν θέλουν τη γαλλική κυριαρχία και την «ελευθερία» που τους επιβάλλεται. Πριν πεθάνουν φωνάζουν «Κάτω η ελευθερία».

Μεταφερόμαστε στη σημερινή εποχή. Γαλλία. Παρακολουθούμε μια σειρά από ασύνδετα, παράδοξα, τυχαία, και, πολλές φορές, κωμικά γεγονότα στη ζωή των αστών. Ένας άντρας φαίνεται να πουλάει πορνογραφικά καρτ-ποστάλ σε κοριτσάκια, τα οποία όμως τελικά απεικονίζουν αξιοθέατα. Στην εξοχή, στρατιώτες επιδίδονται στο κυνήγι αλεπούς. Σε ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, μια νοσοκόμα παίζει χαρτιά με μια παρέα καλόγερων, που χρησιμοποιούν εκκλησιαστικά αντικείμενα για μάρκες. Στο ίδιο ξενοδοχείο, άλλοι φιλοξενούμενοι είναι αιμομίκτες και σαδομαζοχιστές. Πίσω, στο Παρίσι, ένα κοριτσάκι αγνοείται ενώ βρίσκεται συνέχεια δίπλα στους γονείς του, ένας ελεύθερος σκοπευτής που σκοτώνει περαστικούς αθωώνεται από το δικαστήριο…. Ακόμα, σε ένα επίσημο δείπνο σε ένα αστικό σπίτι, οι καλεσμένοι κάθονται πάνω σε λεκάνες τουαλέτας χωρίς να τρώνε και πάνε για φαγητό στον καμπινέ-κουζίνα! Ένας επιθεωρητής της αστυνομίας δέχεται ένα τηλεφώνημα από το φάντασμα της νεκρής αδελφής του ενώ, αλλού, διαδηλωτές που φωνάζουν «Κάτω η ελευθερία» δέχονται τα πυρά της αστυνομίας…

Η πιο αντισυμβατική ταινία του Buñuel, «Το φάντασμα της ελευθερίας» είναι ένα σουρεαλιστικό «διαμάντι». Μέσα από την ασύνδετη αφήγηση και τον παραλογισμό, ο σκηνοθέτης αυτή τη φορά ερευνά όχι μόνο τις κοινοτυπίες της καθημερινής ζωής των αστών αλλά και πώς αυτές αποτελούν ένα είδος πλασματικής ελευθερίας, η οποία καταπιέζει την πραγματική φύση των ανθρώπων.

Μετά την επιτυχία της Διακριτικής γοητείας της μπουρζουαζίας, ο Buñuel είχε την ελευθερία να κάνει όποια ταινία ήθελε. Με συνεργάτες και πάλι τους Silberman-Carrière στην παραγωγή και το σενάριο αντίστοιχα, ο Buñuel γυρίζει άλλον έναν θρίαμβο ενάντια στην αστική ηθική, Το φάντασμα της ελευθερίας. Η ταινία, από την πιο ώριμη περίοδο του έργου του, συνοψίζει όλα τα θέματα που τον απασχολούσαν για πάνω από 30 ταινίες: εκκλησία, αστική συμβατικότητα, έμφυτες καταπιεσμένες ορμές, στρατός, εξουσία, δικαιοσύνη…

Η δομή της αφήγησης είναι πρωτότυπη και απρόβλεπτη. Ο θεατής βιώνει μια ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση ασυνέχειας από προηγούμενες ταινίες του Buñuel, μια αίσθηση αφηγηματικής «ελευθερίας», η οποία, και αυτή, όπως και η αστική «ελευθερία», είναι απλώς ένα φάντασμα… Τα γεγονότα έχουν επεισοδιακό χαρακτήρα και, για τη μεταφορά μας από το ένα συμβάν στο άλλο, αποφεύγεται το μοντάζ. Αντίθετα, με έναν πανέξυπνο τρόπο, που εντείνει το τυχαίο των καταστάσεων, η κάμερα ακολουθεί τους διάφορους χαρακτήρες από το ένα αφηγηματικό κομμάτι στο άλλο, χρησιμοποιώντας τους ως «συνδετικούς κρίκους». Η υπόθεση δεν έχει πολύ σημαντικό ρόλο και καμία ιστορία δεν ολοκληρώνεται. Τα γεγονότα που παρακολουθούμε πολλές φορές είναι εξωφρενικά, γκροτέσκα και κωμικά αλλά παρουσιάζονται με μεγάλη φυσικότητα, χωρίς να σχολιάζονται ποτέ. Αν προσπαθήσουμε να εκλογικεύσουμε όσα βλέπουμε στην ταινία, θα χάσουμε το νόημα. Η εικόνα είναι αυτή που έχει σημασία. Αυτή είναι και η ομορφιά της ταινίας: οι εικόνες είναι εκεί και απλώς υπάρχουν, ανοιχτές σε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις.

Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε στην ταινία πολλά στοιχεία που επαναλαμβάνονται σε όλο το έργο του Buñuel. Εδώ, η καυστική σάτιρα και η ειρωνεία τσακίζουν κόκαλα: οι καλόγεροι είναι ιερόσυλοι και χαρτόμουτρα, οι αστυνομικοί δεν διαφέρουν από κακομαθημένα σχολιαρόπαιδα, η συγκαταβατικότητα της αστικής συμπεριφοράς φτάνει στο σημείο να αγνοεί το εμφανές (το κοριτσάκι που αγνοείται), οι στρατιώτες έχουν τον πόλεμο για σπορ, η ομαλότητα των ανούσιων τυπικών και της ευγένειας κρύβουν το σεξουαλικό βίτσιο ενώ και οι ανθρώπινες φυσικές ανάγκες αντιστρέφονται, για να δείξουν τη γελοιότητα της αστικής κοσμιότητας. Μέσα από όλα αυτά τα σουρεαλιστικά συμβάντα, ο Buñuel αμφισβητεί για άλλη μια φορά αυτή την επίφαση ελευθερίας που έχει «στοιχειώσει» την αληθινή ανθρώπινη φύση, με τη μορφή των αυστηρών ηθικών κανόνων από την εκκλησία, την εξουσία, την αστική κοινωνία.

Στο Φάντασμα της ελευθερίας ο «δαιμόνιος» Buñuel δεν αφήνει κανέναν από αυτούς τους κανόνες έξω από τη σουρεαλιστική, κωμική κριτική του. Οι αστοί είναι για γέλια, η ζωή είναι απρόβλεπτη, η κοινωνία αποτελείται από παράλογους, καταπιεστικούς και παρακμιακούς θεσμούς. Φαίνεται λοιπόν δίκαιο, όταν οι σημερινοί διαδηλωτές φωνάζουν «Κάτω η ελευθερία», όπως οι Ισπανοί πριν από δύο αιώνες, ενάντια στην ψεύτικη ελευθερία που προτείνεται σε κάθε εποχή από τους εξουσιαστικούς θεσμούς.

Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ

Ο πατέρας του σουρεαλιστικού κινηματογράφου, Luis Buñuel Portolés, γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1900, στην Ισπανία. Μεγάλωσε σε μια μικρή επαρχιακή κοινωνία, τόσο κλειστή, παραδοσιακή και θρησκόληπτη, που ο ίδιος την αποκαλούσε «μεσαιωνική». Μέλος πολύ ευκατάστατης οικογένειας, έλαβε από νωρίς αυστηρή καθολική μόρφωση. Σύντομα, όμως, το ελεύθερο πνεύμα του και ο επαναστατικός του χαρακτήρας τον έκαναν να αντιδράσει στον καθολικισμό -μια αντίδραση που θα συνεχιζόταν σε όλη του τη ζωή.

Στο πανεπιστήμιο θα γίνει φίλος με δύο μεγάλες μορφές της τέχνης, το ζωγράφο Salvador Dalí και τον ποιητή Federico García Lorca. Αργότερα, θα μετακομίσει στο Παρίσι, όπου θα εργαστεί στον κινηματογράφο και μάλιστα θα μαθητεύσει δίπλα στον Ζαν Επστάιν. Το 1929 ήταν χρονιά ορόσημο για τον Buñuel, καθώς, μαζί με τον Dalí, θα γυρίσουν το Un chien andalou, μια ταινία απόλυτα σοκαριστική για τα ήθη της εποχής, με την οποία γράψανε κινηματογραφική ιστορία. Ο Buñuel χρησιμοποίησε την εμμονή του με τα όνειρα και δημιούργησε ένα συνειρμικό όσο και βλάσφημο σύμπαν, κάτι που θα αναπαράγει σε όλες του τις ταινίες στο εξής. Με την ταινία αυτή οι σουρεαλιστές τον υποδεχτήκανε πανηγυρικά στους κύκλους τους και ο Buñuel ανακηρύχτηκε ο σημαντικότερος σουρεαλιστής σκηνοθέτης.

Από την πρώτη στιγμή ο Buñuel ήταν ένας άθεος, «βλάσφημος» σκηνοθέτης, που σκοπό είχε να προκαλέσει και να επιτεθεί στους θεσμούς και την υποκρισία της αστικής τάξης. Η δεύτερη ταινία του, L’Âge d’or (1930), βεβηλώνοντας τα ιερά και τα όσια του καθολικισμού, προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερο σκάνδαλο. Ο δεξιός Τύπος πολέμησε την ταινία και τελικά η αστυνομία την απαγόρευσε, μια απαγόρευση που κράτησε 50 ολόκληρα χρόνια.

Το 1933, ο Buñuel επιστρέφει στην Ισπανία, μέσα σε ένα φοβερά ταραχώδες πολιτικό κλίμα, και γυρίζει τη μικρού μήκους ταινία Las Hurdes: Tierra Sin Pan (1933), ένα ντοκιμαντέρ για τις δυσχέρειες των χωρικών. Όμως, η πολιτική κατάσταση της χώρας ήταν εκρηκτική και το 1936 οδήγησε στον Ισπανικό Εμφύλιο. Με την επιβολή της δικτατορίας του Franco, που έγινε και με την ισχυρή στήριξη της εκκλησίας, πολλοί καλλιτέχνες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Ο Buñuel έφυγε στην Αμερική και, αφού εργάστηκε για ένα διάστημα στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, μετακόμισε στο Μεξικό. Το 1948, με την εγκληματική κατάσταση να συνεχίζεται στη χώρα του από το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, πήρε τη μεξικάνικη υπηκοότητα. Στο Μεξικό πια θα βρει το έδαφος και την ελευθερία για να γυρίσει τις ταινίες του: Ανάμεσά τους το Los Olvidados (1950), με το οποίο θριάμβευσε στις Κάννες (πρόσφατα η ταινία εντάχτηκε και στη λίστα της UNESCO ως μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς).

Όταν το 1960, για λόγους πολιτικής προπαγάνδας, ο Φράνκο κάλεσε τον Buñuel να γυρίσει στην πατρίδα του και να σκηνοθετήσει ένα φιλμ της δικής του επιλογής, ο Buñuel δέχτηκε. Και του ανταπέδωσε την «ευγενική χειρονομία» γυρίζοντας τη Viridiana, μια εξοργιστικά «βλάσφημη» ταινία, που μέσα στα άλλα, παρωδεί και τον Μυστικό Δείπνο! Το αποτέλεσμα ήταν το καθεστώς να κάψει τις κόπιες, όχι όμως πριν προλάβει μια από αυτές να περάσει στη Γαλλία και να βραβευτεί με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες.

Στις δεκαετίες `60-`70 ο Buñuel διανύει την ωριμότερη φάση του, τη λεγόμενη «Γαλλική περίοδο», όπου με συνεργάτες τους Silberman and Carrière, θα σκηνοθετήσει στη Γαλλία τα μεγάλα κινηματογραφικά του αριστουργήματα.

Ανάμεσά τους, τα Le journal d’une femme de chambre (1964), Belle de Jour (1967), Le Charme discret de la bourgeoisie (1972) και, την τελευταία του ταινία, Cet obscur objet du désir (1977). Αυτές θα είναι και οι διασημότερες ταινίες της καριέρας του και όχι άδικα: ο Buñuel διακωμωδεί τις φαντασιώσεις της αστικής τάξης με απίστευτη μαεστρία. Με τη Διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας, κερδίζει το Oscar Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας ενώ με το Φάντασμα της ελευθερίας, ο Buñuel εμπνέεται άμεσα από την ιστορία της χώρας του: η απίστευτη βία και καταπίεση που έζησαν οι τότε Ισπανοί από την ναπολεόντεια κυριαρχία και τους αυτοαποκαλούμενους «ελευθερωτές», γίνεται παράδειγμα για το σήμερα. Συνδέοντας εκείνα τα γεγονότα με τη σημερινή κατάσταση του «πολιτισμένου» κόσμου, ο Buñuel δείχνει ότι και η ελευθερία που προτείνεται τώρα (η αστική σε αυτή την περίπτωση), είναι για άλλη μια φορά μια απάτη, ένα φάντασμα, μια μορφή σκλαβιάς.

Στα τέλη του ΄70, ο Buñuel αποσύρθηκε από τη σκηνοθεσία μέχρι και το τέλος της ζωής του και μαζί με τον Carrière, έγραψε την αυτοβιογραφία του, ”Mon Dernier Soupir” (1982). Ένα χρόνο μετά, το 1983, ο μεγάλος αιρετικός του κινηματογράφου πέθανε, αφήνοντας πίσω του ως κληρονομιά την αγάπη για την ανατροπή και το σκάνδαλο, ως τρόπους αλλαγής της κοινωνίας.

Ο BUÑUEL για Το Φάντασμα της ελευθερίας:

-Από πού προέρχεται ο τίτλος της ταινίας;

-Από μια συνεργασία μου με τον Μαρξ! Η πρώτη φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου λέει: «Ένα φάντασμα πλανάται πάνω απ’ την Ευρώπη…» Όσο για μένα, βλέπω την ελευθερία σαν φάντασμα που όλο προσπαθούμε να το πιάσουμε κι όλο μας ξεφεύγει, αφήνοντας στα δάκτυλά μας μια υγρασία ομίχλης…

-Είστε σκεπτικός, βλέπουμε, σε σχέση με την ελευθερία…

-Ναι. Σε κάποιες στιγμές της Ιστορίας, ο λαός οδηγήθηκε στην απόρριψη της ιδέας της ελευθερίας. Η κραυγή που ακούγεται στην αρχή της ταινίας («Ζήτω οι αλυσίδες!»), είναι κάτι που ο ισπανικός λαός, όντως φώναξε στη διάρκεια της κατοχής απ’ τα ναπολεόντεια στρατεύματα. Προτιμούσε τις μοναρχικές αλυσίδες απ’ τα ατομικά δικαιώματα και μια κάποια ελευθερία που του πρόσφερε η Γαλλική Επανάσταση.

-Τα περάσματα από τη μια περιπέτεια στην άλλη, θυμίζουν πόρτες που ανοίγουν η μια μετά την άλλη.

-Πολύ σωστά. Νομίζω ότι υπάρχει ένας σουρεαλιστικός πίνακας με συνεχόμενες πόρτες που ανοίγουν. Το σκέφτηκα τώρα που χρησιμοποιήσατε αυτή τη μεταφορική εικόνα. Ναι: κάθε επεισόδιο ανοίγει σ’ ένα άλλο επεισόδιο, κάθε χαρακτήρας οδηγεί σε κάποιον άλλο, και θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε έτσι ad infinitum. Η ταινία δε θα τελείωνε ποτέ.

-Γιατί αυτή η διάλεξη για τα ήθη της Πολυνησίας στην Αστυνομική σχολή;

-Δεν έχω πατήσει ποτέ το πόδι μου σε Αστυνομική Σχολή. Είπα, λοιπόν, μέσα μου: με τι μπορεί να μοιάζει: Η πρώτη εικόνα που μας έρχεται στο νου, είναι κάποιοι χωροφύλακες στα θρανία τους που ακούν τον καθηγητή, κοιτούν τον μαυροπίνακα, κάνουν μεταξύ τους αστεία και σκανδαλιές. Πρέπει ο καθηγητής να μιλά για κάτι, κι εγώ τον έβαλα να μιλά για ανθρωπολογία. Κάνει έναν μικρό πρόλογο για τις διαφορές στα ήθη ανάμεσα στις χώρες, για να δείξει πως κάτι που σε μια χώρα θεωρείται κακό, σε μια άλλη είναι καλό – και το αντίθετο. Η διάλεξη του μου χρησιμεύει ως πρόλογος για την επόμενη σκηνή, όπου καλλιεργημένοι άνθρωποι αφοδεύουν στα φανερά και τρώνε στα κρυφά: το αντίθετο απ’ ότι κάνουμε στην πραγματικότητα – δεν είν’ έτσι; Αφοδεύουμε μόνοι μας αλλά τρώμε συντροφιά. Ποιος, όμως, μπορεί να βεβαιώσει ότι αυτό που σήμερα θεωρείται φυσιολογικό και ευπρεπές, δε θα γίνει κάποια μέρα το αντίθετο; Εγώ σας λέω ότι και το να τρως είναι απωθητικό θέαμα: ανοίγεις το στόμα, βάζεις το φαγητό, μασάς, τρέχουν τα σάλια. Γιατί κάνουμε την αφόδευση μια μοναχική και μυστική πράξη.

-Ξαναβρίσκουμε την παρουσία των ζώων – και μάλιστα, με τρόπο ανησυχητικό.

-Πράγματι, στο όνειρο του Jean-Claude Brialy εμφανίζονται ένας κόκορας και μια στρουθοκάμηλος. Δεν είναι όνειρο, αλλά μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Τα ζώα είναι πλάσματα γεμάτα ζωή, που σου δίνουν χαρά. Κάποιες φορές, όμως, δε λέω, μπορεί να σε ανησυχήσουν.

-Ξαναβλέπουμε τη στρουθοκάμηλο στο τέλος. Η ταινία κλείνει με το βλέμμα της στραμμένο προς το θεατή.

-Κατά τη γνώμη μου, είναι η καλύτερη στιγμή της ταινίας… το κεφάλι του πουλιού, το περίεργο, σχεδόν γυναικείο βλέμμα του, οι σγουρές βλεφαρίδες του, και το ηχητικό φόντο: μπάντες, πυροβολισμοί, κραυγές. Είναι, νομίζω, τρομακτικό.

Luis Buñuel (από το βιβλίο των José de la Colina kai Tomas Pérez Turrent Prohibido asomarse al interior: Conversaciones con Luis Buñuel, Joaquin Mortiz – Planeta, Πόλη του Μεξικού 1986.) – Από τον τόμο Luis Buñuel εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα 2000 – Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης


ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ BUNUEL:

«Το να δουλεύεις με τον Buñuel ήταν ευτυχία» – Jean-Claude Carrière

«Οι προφήτες του κινηματογράφου είναι λίγοι και μοναχικοί. Και πιο χαρακτηριστικός απ’ όλους, ο Ισπανός Buñuel» – Tony Richardson

«Ο Buñuel είναι ένας εύθυμος πεσιμιστής. Δεν παραδίνεται στην απελπισία αλλά είναι σκεπτικιστής… Σαν τους συγγραφείς του 18ου αιώνα, ο Buñuel μας διδάσκει πώς να αμφισβητούμε…» – Francois Truffaut

«Ο Buñuel είναι μια από αυτές τις φιγούρες του παγκόσμιου κινηματογράφου, που θα παραμένει για πάντα στο παγκόσμιο σινεμά» – Carlos Saura

«Τον έχουν αποκαλέσει τα πάντα: προδότη, αναρχικό, διεστραμμένο, συκοφάντη, εικονοκλάστη. Αλλά τρελό δεν τον αποκαλούν. Και πράγματι, την τρέλα απεικονίζει στις ταινίες του αλλά όχι τη δική του…. δείχνει την τρέλα του πολιτισμού, το μεγαλύτερο κατόρθωμα του ανθρώπου μετά από δέκα χιλιάδες χρόνια εξευγενισμού» – Henry Miller

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ:

Un chien andalou (Ο ανδαλουσιανός σκύλος), 1929
L’âge d’or (Η χρυσή εποχή), 1930
Las Hurdes (Γη χωρίς ψωμί) (1933)
El gran calavera, 1949
Los olvidados (Ξεχασμένοι από την κοινωνία), 1950
Susana (Κυλισμένη στο βούρκο), 1951
El (Αυτός), 1953
El bruto, 1953
Las aventuras de Robinson Crusoe (Ροβινσών Κρούσος), 1954
Ensayo de un crimen (Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπάλντο ντε Λα Κρουζ), 1955
Nazarín (Ναζαρέν), 1959
Viridiana (Βιριδιάνα), 1961
El ángel exterminador (Εξολοθρευτής άγγελος), 1962
Le journal d’une femme de chambre (Το ημερολόγιο μιας καμαριέρας), 1964
Simón del desierto, 1965
Belle de jour (Η ωραία της ημέρας), 1967
La voie lactée (Ο γαλαξίας), 1969
Tristana (Τριστάνα), 1970
Le charme discret de la bourgeoisie (Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας), 1972
Le fantôme de la liberté (Το φάντασμα της ελευθερίας), 1974
Cet obscur objet du désir (Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου), 1977

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.