Αμφίσημο «Σύσσημον»

Η Άσκηση της Εταιρείας Θεάτρου Χώρος πάνω στο «Σύσσημον» του Νίκου Παναγιωτόπουλου έκλεισε το φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου

Κείμενο: Τώνια Καράογλου

 

Ο καιρός σαν να ήταν συνένοχος το περασμένο Σάββατο στη λήξη των φετινών Επιδαυρίων. Μια πρώιμη φθινοπωρινή βραδιά στο τέλος του καλοκαιριού, βροχερή και αρκετά ψυχρή, πλαισίωσε ατμοσφαιρικά την τελευταία παράσταση του Φεστιβάλ: το «Σύσσημον» του Νίκου Παναγιωτόπουλου που παρουσιάστηκε ως Άσκηση από την Εταιρεία Θεάτρου Χώρος και το σκηνοθέτη της Σίμο Κακάλα. Το ποιητικό αυτό κείμενο είχε σηματοδοτήσει νωρίτερα για το σκηνοθέτη το κλείσιμο ενός άλλου -σημαντικότερου- κύκλου, μιας καλλιτεχνικής πορείας που μετρούσε δεκαετία, και το γύρισμα της σελίδας. Το «Σύσσημον», προϊόν είκοσι και πλέον χρόνων ζύμωσης και δημιουργίας που έχει κυκλοφορήσει σε ελάχιστα αντίτυπα, στάθηκε για τον Κακάλα -κατά τα λεγόμενά του- μια πολύ προσωπική ανακάλυψη (και αποκάλυψη) που εκκρεμούσε να κοινωνηθεί προς τα έξω – σαν ένα «μυστικό» ίσως που πρέπει να ειπωθεί ή σαν μια ιστορία όμοια με αυτές που αφηγούνταν οι παλιοί («τώρα λοιπόν που όλοι αναρωτιούνται και κάποιοι θεωρούν ότι έχουν ξυπνήσει, με την επιθυμία να ξυπνήσουν και τους άλλους κοιμισμένους, είναι αναγκαίο να λουφάξουμε σε μια γωνιά δίπλα στην μασίνα των μακεδονίτικων σπιτιών και να πούμε ιστορίες, ιστορίες πιο παλιές», σημειώνει στο σκηνοθετικό του σημείωμα).

Έτσι σε αυτή την (πρώτη;) Άσκηση, ο Κακάλας και η ομάδα του κοινώνησαν μέρος του κειμένου όχι δραματοποιώντας το, αλλά παρουσιάζοντάς το με τη μορφή ενός λαϊκού, τελετουργικού δρωμένου, που διανθίστηκε με αποσπάσματα από τον «Οιδίποδα τύραννο» (στην άπαιχτη ακόμη μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου που σχεδίαζε να ανεβάσει ο Λευτέρης Βογιατζής) και με την παρεμβολή αφήγησης ενός λαϊκού παραμυθιού από το Καστελόριζο. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, το θέαμα ξεκίνησε εκτός του χώρου του αρχαίου θεάτρου, με τους ηθοποιούς και τους μουσικούς να συμμετέχουν σε μια μουσική «διαδικασία» μύησης και διονυσιασμού, και ακολούθησε πομπή -ένας ιδιότυπος επιτάφιος- μέχρι το θέατρο, που πολύ φιλόξενα δέχτηκε ένα θέαμα «μικρής κλίμακας».

Το αναπόσπαστο δέσιμο της «ρίζας», της ουσίας, του κειμένου με την αρχέγονη ρίζα του λαϊκού πολιτισμού, ήταν φανερή ως βασική μορφολογική επιδίωξη του Σίμου Κακάλα, όπως εκφράστηκε με τα παραδοσιακά μουσικά μοτίβα, τις μάσκες-τοτέμ, την κινησιολογία των ερμηνευτών. Στο «Σύσσημον» δεν παρακολουθήσαμε ηθοποιούς να ερμηνεύουν ρόλους ούτε τη δραματοποίηση ενός ποιητικού κειμένου, αλλά τη συμμετοχή μιας κοινότητας ανθρώπων σε ένα δρώμενο με διονυσιακά, καρναβαλικά και τελετουργικά στοιχεία.

Ο σκηνοθέτης είχε γίνει σαφής πριν από την παράσταση -από το σκηνοθετικό σημείωμα και τις συνεντεύξεις του- ότι η δοκιμή του πάνω στο «Σύσσημον» αποσκοπούσε, κατά κύριο λόγο, στο να δούμε και να ακούσουμε. Μόνο. Χωρίς αναλύσεις, χωρίς προσπάθεια εύρεσης κάποιου νοήματος, με οδηγό μονάχα την αισθητική απόλαυση. Είχε αναφέρει, μάλιστα, σε συνέντευξή του τη διαφωνία του με τις απόπειρες ανάλυσης των ποιητικών έργων: «Mισούσα πάντα τη λογική της ανάλυσης του ποιήματος, από το σχολείο ακόμα. Γιατί πρέπει να μάθω την πρόθεση του ποιητή; Και ξάφνου εκλογικεύονταν όλα. Κάτι υπερβατικό από τη φύση του γειωνόταν, δήθεν για να το καταλάβεις. Τι θα καταλάβει ο κόσμος από το “Σύσσημον”; Σας διαβεβαιώ, τίποτα! Ελάτε να ακούσετε. Οι λέξεις είναι και αισθητική απόλαυση». Δεκτό. Ο Κάκαλας όμως δεν έστησε ένα αναλόγιο για να τον απασχολεί μονάχα ο λόγος, αλλά ένα παραστασιακό θέαμα, στο οποίο συνέθεσε μάλιστα διάφορα λογοτεχνικά/δραματουργικά είδη, ανεβάζοντας δηλαδή τον πήχυ της δυσκολίας. Από αυτό το θέαμα, λοιπόν, φάνηκε να λείπει ο εσωτερικός, συνεκτικός ιστός που θα του προσέδιδε η (δραματολογική) ανάλυση που ο σκηνοθέτης θέλησε να αποφύγει.

Χωρίς εμφανή -τουλάχιστον σε αυτό το πρώτο αποτέλεσμα- δραματολογική δουλειά (ο σκηνοθέτης συνυπογράφει τη σύνθεση των κειμένων, αλλά αυτή δεν αποτελεί δραματολογική εργασία), το «Σύσσημον» παραδόθηκε στο κοινό χωρίς κλειδιά για να το ξεκλειδώσει. Και μιλάμε για ένα κείμενο εγκεφαλικό, κρυπτικό, που ο ίδιος ο δημιουργός του έχει χαρακτηρίσει «ιδιόρρυθμον», «πολυδαίδαλο» και «γέννημα μιας πολύ ομφαλοσκοπικής κοινότητας». Τίποτα στην παράσταση δε φαινόταν περιττό -καθώς δεν υπήρχε ένας εσωτερικός άξονας στον οποίο να υπακούουν (ή να μην υπακούουν) τα επιμέρους στοιχεία, παρά μονάχα η εξωτερική φόρμα του τελετουργικού δρώμενου- ούτε όμως και αναγκαίο. Γιατί, π.χ., επιλέχθηκε το απόσπασμα από τον «Οιδίποδα τύραννο» και όχι από άλλη τραγωδία, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Ή γιατί το συγκεκριμένο παραμύθι κι όχι ένα άλλο; Κι έτσι σιγά σιγά, οι προθέσεις θόλωναν, γεγονός το οποίο επιβάρυνε ίσως και η διάρκεια της παράστασης, που πλησίασε τις δυόμισι ώρες συνολικά.

Βέβαια, η δουλειά μαρτυρούσε και αλήθεια και σεβασμό και μόχθο και ήταν αισθητικά άρτια – όμως αυτά ήταν αναμενόμενα, δεν έχουμε να κάνουμε με έναν τυχαίο δημιουργό. Και βέβαια υπάρχει πάντα ο παράγοντας της εντελώς προσωπικής προτίμησης του καθενός όσον αφορά το ποιητικό έργο που ακούστηκε, ο οποίος καθιστά την πρόσληψη (μέρους τουλάχιστον) της συγκεκριμένης παράστασης μια ιδιαιτέρως υποκειμενική εμπειρία. Για κάποιους το «Σύσσημον» κράτησε ακόμη κρυμμένα τα μυστικά του…

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.