Σε δημοπρασία δύο από τα γιακαδάκια της Ruth Bader Ginsburg, της δεύτερης γυναίκας στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ που ενέπνευσε γενιές γυναικών

Το ένα από τα δημοπρατούμενα γιακαδάκια, που είναι από τα λίγα αντικείμενα της συλλογής της δικαστού που παρουσιάστηκαν τόσο στο περιοδικό Time όσο και στο National Geographic, φέρει ένα διάσημο quote του συζύγου της Marty Ginsburg: «Δεν είναι θυσία, είναι οικογένεια»

«Αγωνιστείτε για τα πράγματα που σας ενδιαφέρουν, αλλά κάντε το με έναν τρόπο που θα οδηγήσει και άλλους να σας ακολουθήσουν.» – Ruth Bader Ginsburg

Ακόμα και τις ενδυματολογικές προκλήσεις του να είσαι μία από τις δύο πρώτες γυναίκες στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών σχολίασε δυναμικά η Ruth Bader Ginsburg: «Η τυπική ρόμπα είναι φτιαγμένη για έναν άνδρα επειδή έχει ένα μέρος για να φαίνεται το πουκάμισο και η γραβάτα. [Η δικαστής O’Connor και εγώ] σκεφτήκαμε ότι θα ήταν σκόπιμο να συμπεριλάβουμε ως μέρος της ρόμπας μας κάτι τυπικό για μια γυναίκα», θα δηλώσει το 2009 σε μια συνέντευξή της στην Washington Post.

H γνώμη της σχετικά με την ισότητα των φύλων δεν σταματούσε στα έδρανα υπεράσπισης και ηγεσίας στο δικαστήριο στα οποία και αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή της. Είχε έντονη επίγνωση, όπως πάντα, του πώς ο νόμος, ακόμα και ο άγραφος, μπορεί να επηρεάσει τις πραγματικές γυναίκες στην πραγματική ζωή. Και όπως πάντα, τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει από το να μιλήσει.

Η δικαστής Sandra Day O’Connor, η πρώτη γυναίκα που διορίστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, είχε αρχικά επιλέξει να φορέσει ένα jabot, ένα «διακοσμητικό ένδυμα-αξεσουάρ αποτελούμενο από δαντέλα ή άλλο ύφασμα που πέφτει από το λαιμό, κρεμασμένο ή προσαρτημένο σε λαιμοδέτη ή κολάρο ή απλά καρφιτσωμένο στο λαιμό», σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η Wikipedia, για να συμπληρώσει τη ρόμπα της. Όταν η Ginsburg διορίστηκε με τη σειρά της στο Ανώτατο δικαστήριο το 1993, φορούσε και αυτή jabots. Σύντομα, ωστόσο, επεκτάθηκε σε κολάρα όλων των κατασκευών, από το εμβληματικό λευκό γεωμετρικό γιακαδάκι με το οποίο έχει ταυτιστεί περισσότερο μέχρι άλλες εκδοχές που ενσωματώνουν διαφορετικά υλικά, όπως πέτρες και κοχύλια. Η Ginsburg φορούσε ένα χαρούμενο γιακαδάκι με χάντρες όταν ανακοίνωνε την υπεράσπιση και συμφωνία της με τις πλειοψηφικές αποφάσεις και μια πιο αυστηρή εκδοχή για τις διαφωνίες της.

Δύο από τα γιακαδάκια της Ruth Bader Ginsburg, βρίσκονται για πρώτη φορά σε δημοπρασία και προσφέρονται προς πώληση.

Η δημοπρασία, που έχει προγραμματιστεί να διεξαχθεί ηλεκτρονικά αργότερα αυτόν τον μήνα από τον οίκο δημοπρασιών Bonhams, περιλαμβάνει επίσης γάντια, γυαλιά όπερας και περίπου 100 άλλα προσωπικά αντικείμενα που ανήκαν στη δικαστή Ginsburg, η οποία έφυγε από τη ζωή το 2020 σε ηλικία 87 ετών. Η δικαστής Ginsburg είχε δεκάδες κολάρα όταν πέθανε, τα οποία φυλάσσονταν στο δικαστικό της γραφείο. Ορισμένα από αυτά βρίσκονται τώρα σε συγγενείς και φίλους. Άλλα δωρίστηκαν στο Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας Smithsonian.

Τα γιακαδάκια και τα άλλα προσωπικά αντικείμενα που θα δημοπρατηθούν δωρίστηκαν στη φιλανθρωπική οργάνωση για τα παιδιά SOS Children’s Villages, όταν ήταν εν ζωή. Η φιλανθρωπική οργάνωση τα δημοπρατεί για να δημιουργήσει το RBG Endowment Fund, το οποίο θα διαθέσει τα χρήματα στα προγράμματα της οργάνωσης για την εκπαίδευση των παιδιών και άλλους σκοπούς.

Courtesy: BONHAMS

Ένα από τα δύο δημοπρατούμενα γιακαδάκια, είναι από τα λίγα αντικείμενα της συλλογής της δικαστού Ginsburg που παρουσιάστηκαν τόσο στο περιοδικό Time όσο και στο National Geographic (για το οποίο χρησίμευσε ως εξώφυλλο). Δόθηκε στη δικαστή Ginsburg το 2018 σε μια συνάντηση με τους πρώην γραμματείς της. Το κολάρο είναι κατασκευασμένο από την MM.LaFleur, τη μάρκα που προσφέρει αποκλειστικές υπηρεσίες προσωπικού styling σε εργαζόμενες γυναίκες, που φέρει ένα διάσημο quote του συζύγου της Marty Ginsburg: «Δεν είναι θυσία, είναι οικογένεια». Το άρθρο του National Geographic ανέφερε ότι συγκίνησε βαθιά την φωτογράφο Elinor Carucci κατά την φωτογράφιση, σχολιάζοντας ότι «αντικατοπτρίζει τις πολλές πτυχές της ταυτότητας της δικαστού: σύζυγος, μητέρα, Εβραία κόρη μεταναστών, δεύτερη γυναίκα στο Ανώτατο Δικαστήριο».

Η Ruth Bader Ginsburg, που οι υποστηρικτές της αποκαλούσαν χαϊδευτικά “R.B.G.”, έχει εμπνεύσει γενιές γυναικών να σηκώσουν το ανάστημά τους και να ξεπεράσουν τα εμπόδια μεταξύ των δύο φύλων. Ακόμα και όταν αντιμετώπισε διακρίσεις λόγω φύλου καθώς επιδίωκε τους ακαδημαϊκούς της στόχους, η Ginsburg προχώρησε και έγινε η δεύτερη γυναίκα -και η πρώτη Εβραία- που υπηρέτησε στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Πρότυπο επαγγελματία και γυναίκας στη νομική επιστήμη και στη ζωή εμπνέοντας για το πώς να εργάζεσαι, πώς να γράφεις, πώς να υπερασπίζεσαι, πώς να συνεργάζεσαι, πώς να καθοδηγείς. Και αυτό επιτεύχθηκε, όχι μέσω της φωνής, της αβάσιμης διαμαρτυρίας ή ενός καυστικού κυνισμού για τον κόσμο. Έγινε μέσω μιας αξιοσημείωτης νομικής διάνοιας, ενός ασύγκριτου ήθους εργασίας και ενός ισχυρού οράματος για το τι σημαίνει στην πραγματικότητα η δικαιοσύνη και η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών. Το κάποτε ριζοσπαστικό όραμά της για την ισότητα των φύλων διείσδυσε στο δίκαιο σε αμέτρητους τομείς, όχι μόνο στα αναπαραγωγικά δικαιώματα, αλλά και στις διακρίσεις στον χώρο εργασίας, στο δίκαιο των ομαδικών αγωγών, στην ποινική διαδικασία – σε κάθε πτυχή του τρόπου με τον οποίο οι γυναίκες αλληλεπιδρούν με τον κόσμο. Έζησε αυτό το όραμα και μέσα από κάθε πτυχή της προσωπικής της ζωής.

Λίγα λόγια για τη ζωή της Ruth Bader Ginsburg

Η Ruth Bader Ginsburg γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου 1933 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Γόνος εβραϊκής οικογένειας, ο πατέρας της Nathan Bader μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η μητέρα της Celia Amster Bader καταγόταν από τη Νέα Υόρκη. Η οικογένεια της εκτιμούσε την εκπαίδευση και της εμφύσησε την αγάπη για τη μάθηση. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο P.S. 238 και στο λύκειο James Madison στο Μπρούκλιν, προτού συνεχίσει να φοιτά στο Πανεπιστήμιο Cornell. Το 1954, αποφοίτησε από το Cornell, με υψηλές διακρίσεις. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον Martin D. Ginsburg και το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά μαζί.

Το επόμενο βήμα της, η είσοδός της στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής της στο Χάρβαρντ, η Ginsburg ήταν μία από τις μόλις 9 γυναίκες σε μια τάξη 500 φοιτητών. Συχνά αντιμετώπιζε διακρίσεις λόγω φύλου. Συχνά αποκλείονταν ακόμη και από τη χρήση ορισμένων τμημάτων της βιβλιοθήκης.

Η Ginsburg μεταγράφηκε στη Νομική Σχολή του Κολούμπια το 1958 για το τελευταίο έτος σπουδών της. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, έγινε μέλος τόσο της Νομικής Επιθεώρησης του Χάρβαρντ όσο και της Νομικής Επιθεώρησης του Κολούμπια.

Η Ginsburg αποφοίτησε με το πτυχίο νομικής από το Κολούμπια το 1959, ως κορυφαία της τάξης της. Ωστόσο, ακόμη και με όλα τα ακαδημαϊκά της επιτεύγματα, ήταν δύσκολο για εκείνη να βρει δουλειά μετά την αποφοίτησή της. Η ίδια εξήγησε: «Τη δεκαετία του ’50, τα παραδοσιακά δικηγορικά γραφεία μόλις είχαν αρχίσει να κάνουν στροφή στην πρόσληψη Εβραίων…. Αλλά το να είσαι γυναίκα, Εβραία και μητέρα, αυτός ο συνδυασμός ήταν λίγο υπερβολικός.»

Η Ginsburg κατάφερε να βρει μια θέση ως δικηγόρος του αξιότιμου Edmund L. Palmieri, δικαστή του Περιφερειακού Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης το 1959. Υπηρέτησε σε αυτό το γραφείο μέχρι το 1961.

Μετά από αυτό, της προσφέρθηκαν κάποιες θέσεις εργασίας σε δικηγορικά γραφεία, αλλά πάντα με πολύ χαμηλότερο μισθό από τους άνδρες συναδέλφους της. Αντ’ αυτού πήρε λίγο χρόνο για να ασχοληθεί με το άλλο νομικό της πάθος, την πολιτική δικονομία, επιλέγοντας να συμμετάσχει στο Columbia Project on International Civil Procedure.

Μετά την επιστροφή της στις Ηνωμένες Πολιτείες, δέχτηκε μια θέση καθηγήτριας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Rutgers το 1963, μια θέση που κράτησε μέχρι να δεχτεί την πρόταση να διδάξει στο Κολούμπια το 1972. Εκεί, έγινε η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο Κολούμπια που κέρδισε μονιμοποίηση. Η Ginsburg διηύθυνε επίσης το σημαντικό πρόγραμμα για τα δικαιώματα των γυναικών της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Σε αυτή τη θέση, ηγήθηκε του αγώνα κατά των διακρίσεων λόγω φύλου και υποστήριξε με επιτυχία έξι υποθέσεις-ορόσημα στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.

Η Ginsburg έριξε μια ευρεία ματιά στις διακρίσεις λόγω φύλου, αγωνιζόμενη όχι μόνο για τις γυναίκες που έμειναν πίσω, αλλά και για τους άνδρες που υπέστησαν διακρίσεις. Η Ginsburg βίωσε το δικό της μερίδιο των διακρίσεων λόγω φύλου, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κρύψει την εγκυμοσύνη της από τους συναδέλφους της στο Rutgers. Η Ginsburg αποδέχθηκε τον διορισμό του Τζίμι Κάρτερ στο Εφετείο της Περιφέρειας Κολούμπια των ΗΠΑ το 1980. Υπηρέτησε στο δικαστήριο για δεκατρία χρόνια μέχρι το 1993, όταν ο Μπιλ Κλίντον την πρότεινε για το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Αποδέχθηκε τον διορισμό και ανέλαβε τη θέση της ως δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου στις 10 Αυγούστου 1993. Έγινε η δεύτερη γυναίκα και η πρώτη Εβραία που υπηρέτησε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά τη διάρκεια της θητείας της ως δικαστής, η Ginsburg υπερασπίστηκε σθεναρά την ισότητα των φύλων και τα δικαιώματα των γυναικών.

Συνεργάστηκε με τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα το 2009 για τον νόμο Lilly Ledbetter Fair Pay Act που αφορούσε την καταπολέμηση των μισθολογικών ανισοτήτων. Στα ογδόντα επτά της χρόνια, η Ginsburg συνέχισε να εργάζεται για την ισότητα των φύλων ως δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Η Γκίνσμπεργκ πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 2020 λόγω επιπλοκών από μεταστατικό καρκίνο του παγκρέατος.

«Θα ήθελα να με θυμούνται ως κάποια που χρησιμοποιούσε όποιο ταλέντο είχε για να κάνει τη δουλειά της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο», είχε κάποτε δηλώσει. Και η επιθυμίας της έχει εισακουστεί.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.