«Περασμένες Ζωές» της Σελίν Σονγκ: Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ τον ρομαντισμό

Το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου; Ο old boy γράφει για το πολυσυζητημένο παγκοσμίως ντεμπούτο της κορεάτικης καταγωγής Σελίν Σονγκ

Πρώτο πλάνο, τρεις άνθρωποι καθισμένοι δίπλα – δίπλα πίνουν σε μια μπάρα. Μια γυναίκα στη μέση, ένας άντρας δεξιά της, ένας αριστερά της. Ασιατικά χαρακτηριστικά η γυναίκα, ασιατικά ο ένας άντρας, λευκός ο άλλος. Τους παρακολουθούμε από μια μικρή απόσταση, δεν μπορούμε να ακούσουμε τι λένε, ακούμε δυο άλλες φωνές που προσπαθούν να μαντέψουν τη σχέση που έχουν οι τρεις τους, προσπαθούν να μαντέψουν τη σύνθεση και τη δυναμική αυτής της τριάδας.

Θα ξαναβρούμε τους τρεις τους στην ίδια μπάρα, ενώ μέσω φλας μπακ έχει κυλήσει το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας. Ξέρουμε πια την ακριβή μεταξύ τους σχέση, παραμένει όμως ζητούμενο η ακριβής μεταξύ τους δυναμική. Και καθώς τη βλέπουμε να ξεδιπλώνεται με τρόπο αδιαμφισβήτητο μπροστά στα μάτια μας, πρέπει να περιμένουμε ως το οριστικό τέλος, ως την οριστική απόφαση. Τουλάχιστον μια καρδιά θα ραγίσει, καθώς τρεις άνθρωποι θα πρέπει να επιλέξουν την από εδώ και μπρος πορεία τους. Τρεις ή μάλλον ένας, μία δηλαδή. Ή ίσως όχι μία. Ίσως ποτέ δεν αποφασίζεις μόνη σου ή μόνος σου. Ίσως η απόφασή σου να εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το πώς θα φερθεί ο ένας και πώς ο άλλος που έχεις δίπλα σου.

 

 

Τρεις φάσεις ζωής, τρεις δωδεκαετίες. Στα 12, στα 24, στα 36. Ένα κορίτσι μεγαλώνει στη Νότια Κορέα. Κάνει παρέα με ένα αγόρι. Οι καλύτεροι μαθητές της τάξης. Το κορίτσι όμως θα μεταναστεύσει όπου να ‘ναι με την οικογένεια του στον Καναδά. Τότε η μαμά της αποφασίζει να της σκηνοθετήσει μια ανάμνηση. Να έχει το κορίτσι να θυμάται κάτι ακόμα από την πατρίδα, να έχει να πάρει μαζί της κάτι ακόμα φεύγοντας. Δεν υπάρχει κανένα αγόρι που ξεχωρίζεις, που σου αρέσει πολύ; Ναι, υπάρχει. Μια μέρα θα τον παντρευτώ κιόλας. Τέλεια, κλείσαμε. Η ανάμνηση έτοιμη να σκηνοθετηθεί. Τίποτα από μόνο του τόσο σημαντικό ίσως, ένα ραντεβού σε πάρκο, με τις μαμάδες παρούσες στο παγκάκι να παρατηρούν τα παιδιά. Αλλά ποιος ορίζει τι είναι σημαντικό και τι όχι, αν όχι το πώς πλαισιώνουμε το καθετί που μας συμβαίνει μέσα σε μια ιστορία αποδίδοντάς του ένα νόημα, ειδικά όταν το μυαλό μας είναι παρθένο από παρόμοιες σκηνές και βιώματα; 

Και ποιος ξέρει τελικά αν, χωρίς αυτή την γονεϊκή κατασκευή, δεν ήταν κι άλλη η πορεία των πραγμάτων; Ποιος μπορεί δηλαδή να αποκλείσει ότι, χωρίς το εξωσχολικό ραντεβού, θα ήταν σημαντικά μικρότερη η εμμονή και η διόγκωση της φάσης τους στο μυαλό και την καρδιά τους; Κι όμως, θα παρακολουθήσουμε τις «Περασμένες Ζωές» μάλλον χωρίς να αναρωτηθούμε πραγματικά για την πλαστότητα του ρομαντισμού, για την υποβολή του, για τη σκηνοθεσία του μυαλού μας.

Όχι, τίποτα τεχνητό δεν υπάρχει στον ρομαντισμό, είναι σκανδαλώδες και να το ισχυριστεί κανείς, ο ρομαντισμός είναι το ακριβώς αντίθετο, είναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, η φύση η ίδια, κι όταν λέμε η φύση, εννοούμε κάτι ευγενέστερό της, βρισκόμαστε εκεί που η μαγεία της φύσης συναντά την ψυχολογία της ύλης, ο ρομαντισμός, η πανίσχυρη έλξη, ο έρωτας, η μοίρα, το κάρμα, το «ιν γιαν», άνθρωποι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο, για περασμένες και επόμενες ζωές, και ξανά και ξανά και σε λούπα, μέχρι επιτέλους να βρεθούν ο ιδανικός άλλος με την ιδανική άλλη, εκείνος κι εκείνη που όταν καταφέρουν να ενωθούν θα κρατήσει ο κόσμος την ανάσα του και από την κοινή τους ανάσα θα προκύψουν νέες κοσμογονίες. 

 

 

Δώδεκα χρόνια περνούν. Είμαστε στην εποχή που μπορείς πάντα ή έστω σχεδόν πάντα να βρεις με δυο κλικ κάποιον από το παρελθόν σου, ακόμα κι αν βρίσκεται στην άλλη άκρη της γης. Ξαναβρίσκονται στα είκοσι τέσσερα τους μέσω Facebook. Αρχίζουν τις βιντεοκλήσεις. Εκείνη πια στη Νέα Υόρκη ακολουθεί το όνειρό της να γίνει συγγραφέας. Εκείνος έχει παραμείνει στη Νότια Κορέα με τις αξιοπρεπείς σπουδές του. Παρά τη μεγάλη διαφορά ώρας, αρχίζουν και μιλάνε καθημερινά. Μια σχέση από απόσταση; Όχι, ούτε καν αυτό. Δεν εκδηλώνουν άλλωστε ποτέ ρητά τα συναισθήματά τους και τις επιθυμίες τους. Αλλά σίγουρα τρέχει μεταξύ τους κάτι εντελώς ρομαντικό, ομολογημένα ή ανομολόγητα, κάπου ανάμεσα στα μισά της ομολογίας. Όπως σχολείο. Χώρισαν μια φορά στα δώδεκα στον φυσικό κόσμο. Ξαναβρέθηκαν στον ψηφιακό. Το οποίο ψηφιακό, καλό – χρυσό, αλλά έχει όρια, είναι βασικά ένα όριο από μόνο του. Τώρα ή θα αποφασίσουν να έρθουν ξανά κοντά και στον φυσικό κόσμο ή να χωρίσουν και στον ψηφιακό.  

Άλλα δώδεκα χρόνια θα περάσουν. Στο μεταξύ έχει γνωρίσει κάποιον άλλον, στο μεταξύ έχει γνωρίσει κάποια άλλη. Θα έρθει επιτέλους Νέα Υόρκη να τη βρει. Εδώ που τα λέμε τον βολεύει τώρα να έρθει. Όχι; Δεν του βγήκε η σχέση που είχε, ας πάει να βρει την αιώνια αγάπη του. Στα είκοσι τέσσερα είχε να πάει στη Κίνα, το είχε κανονίσει, πού να τρέχει στις Αμερικές. Όταν του έστειλε εκείνη ότι θα επισκεφτεί την Κορέα με τον άντρα της, δεν της απάντησε. Είχε και σχέση, μπορεί να μην άντεχε να τη δει. Τώρα εντάξει όλα βολεύουν και τι έχει να χάσει στην τελική. Τι έχει να χάσει εκείνος δηλαδή. Θα έρθει να δει το σουίτχαρτ της καρδιάς του. Την αγαπάει μωρέ. Πάντα εκείνη αγαπούσε. Κι ας μην της το έχει ποτέ με λόγια. 

 

 

Και τώρα να ’τοι, τρεις άνθρωποι σε μια μπάρα. Κι οι μεταξύ τους σχέσεις. Το πραγματικό και το φαντασιωτικό. Το αληθινό και το φασματικό. Αλλά κι η καριέρα (ή μπορεί να είναι τελείως λάθος λέξη, αυτό που κάνεις στη ζωή σου και στη γεμίζει). Τι καθιστά τον ρομαντισμό θριαμβευτή, τι από τα δύο εξασφαλίζει τον θρίαμβό του; Η εκπλήρωση ή η ματαίωση; Το μαζί ή το χώρια; 

Όταν σε προηγούμενη σκηνή της ταινίας, ο άντρας της τη ρωτάει κατά πόσο απλά έτυχε κι απλά έκατσε που είναι μαζί, καλά κάνει μεν και αναρωτιέται, υγιές είναι που αναρωτιέται, αλλά μάλλον η απάντηση είναι ότι, ναι φίλε, θα μπορούσε να είχε βρει έναν άλλον στη θέση σου με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και τον ίδιο ακριβώς χρονισμό. Σωστά μάλλον το υποπτεύεσαι. Θα είχε μείνει όμως τόσα χρόνια μαζί του; Τη μεγάλη διαφορά την κάνει η αρχή ή το μετά την αρχή, η διάρκεια; Γιατί εκεί, όχι, κανείς δεν θα είχε ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με σένα. Εκεί, αν υποθέσουμε ότι και πάλι θα είχε μείνει με τον άλλον, πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι θα είχε μείνει με διαφορετικό τρόπο: είτε όντας ακόμα πιο καλά μαζί του, είτε όντας πάρα πολύ χειρότερα και συμβατικά και συμβιβασμένα και παραιτημένα από ό,τι είναι μαζί σου. 

Η ρομαντική ιδέα ως πρωτεύουσα: γιατί με διάλεξες, πόσο μοιραίο ήταν; Γιατί να μην είναι πιο ρομαντική όμως όχι η αρχική συνάντηση, αλλά η μετέπειτα συμβίωση; Γιατί άραγε να έχει τα ηνία του ρομαντισμού το ένα και όχι το άλλο; Ποιος ορίζει τα συστατικά του; Ποια είναι η πιο ρομαντική ιστορία; Εκείνη των γεμάτων εμπόδια συναντήσεων στα 12, στα 24, στα 36 ή εκείνη των ανθρώπων που μπορεί να τους έφερε μαζί κάτι πολύ πιο αμοιβαία βολικό, αλλά που μετά κατάφεραν και έμειναν μαζί; Αυτό που έλκει αρχικά τους ανθρώπους – κι αυτό που τους κρατάει στη συνέχεια μαζί: τι από τα δύο είναι το ευγενικότερο και το ρομαντικότερο εξαρτάται τελικά από το πώς έχει διαφημιστεί το καθένα και τι πουλάει περισσότερα τραγούδια, ταινίες, βιβλία. 

 

 

Οι «Περασμένες Ζωές» με τις οποίες η Σελίν Σονγκ κάνει το ντεμπούτο της, με κάνουν να θέλω να πω δυο μάλλον αντικρουόμενα μεταξύ τους πράγματα: πρώτον, ότι τις βρίσκω αρκετά υπερτιμημένες, αλλά δεύτερον κι ότι δεν πειράζει. Από τη μια δηλαδή αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που τις κάνει τόσο εξαιρετικές: αν τις έβλεπε κανείς χωρίς να έχει ακούσει τίποτα πριν και όπως βλέπει κάθε άλλη ρομαντική ταινία, θα τις θεωρούσε άραγε κάτι τόσο διαφορετικό; Από την άλλη, ακόμα κι αν ανήκουν εντελώς στο genre τoυς, χωρίς να έχουν ποιότητες που θα τις έκαναν να το υπερβούν, ωστόσο, ναι, αφενός εντός του είδους τους είναι μια πολύ αξιόλογη περίπτωση και αφετέρου και κυρίως -γιατί όλα τα άλλα είναι τελικά δευτερεύοντα- ναι, σου μεταδίδουν μια συγκίνηση και αυτό μόνο λίγο δεν είναι. 

Άσε που μπορεί να σου προσφέρουν και δυο τρεις φωτογραφίες να ανεβάζεις όταν περνάς κι εσύ φάση καρδιοχτυπιών. Γιατί το βασικό εδώ είναι η ρομαντική ιδέα πάνω από τα κεφάλια μας. Η ρομαντική ιδέα είναι πάνω από το κεφάλι των ηρώων, πάνω από το κεφάλι ημών των θεατών, πάνω από το κεφάλι όλων, κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Δεν χρειαζόμαστε πάρα πολλά για να μπούμε στο τριπάκι της. Έτσι είναι η φύση μας. Δεν ξέρω αν ήταν πάντα η ανθρώπινη φύση έτσι, πιθανότατα ήταν, αλλά ακόμα και να μην ήταν εξαρχής, αιώνες μπολιασμένοι με ρομαντικές ιδέες μάς έχουν πια καταστήσει όλους έτσι: προκατασκευασμένους και πανέτοιμους να λιώσουμε σε κάθε κινηματογραφική, τραγουδιστική, αναγνωστική αναπαράσταση ρομαντισμού. Αχ!

 

Για τη δικαιοσύνη όμως των πραγμάτων, η σκηνή στο μπαρ μοιάζει να είναι κάτι ξεχωριστό. Η σύνθεση της τριάδας, όσα λένε, όσα δε λένε, ο τρόπος που τους στήνει και τους σκηνοθετεί η Λονγκ. Όσο για τους τρεις τους, η Γκρέτα Λι (του “Russian Doll” και του “The Μοrning Show”) έχει μια μαγνητική αύρα, ο Τέο Γιου το ζει μέσα στην καταπίεσή του, ο Τζον Μαγκάρο το ζει μέσα στο ζόρι του. 

Θα θέλουμε πάντα να βλέπουμε ρομαντικές ιστορίες. Κι όλες οι ρομαντικές ιστορίες, με καλό ή με κακό τέλος, με περισσότερα ή με λιγότερα εμπόδια που πρέπει να υπερπηδηθούν, με εμπόδια που υπερπηδούνται ή όχι, τελικά είναι και μία και μόνη ιστορία: η ιστορία του ρομάντζου, του έρωτα, της έλξης, της έλξης που όσο διάχυτη κι αν είναι στους ανθρώπους, άλλο τόσο το ρομαντικό δόγμα θα τη θέλει να είναι μοναδική, μοιραία, υπερβατική. Θα θέλουμε πάντα να πέφτουμε θύματα του ρομαντισμού. Και στις «Περασμένες Ζωές» πέφτουμε μια φορά ακόμα. 

 

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.