Πέντε λαμπρές φωνές της ξένης λογοτεχνίας με στοχαστικό βλέμμα, που εγγυώνται μια μοναδική αναγνωστική απόλαυση

Βιβλία που μπορείτε να επιλέξετε για την προσωπική σας τέρψη ή -γιατί όχι;- να δωρίσετε σε εκείνους που θα εκτιμήσουν αυτές τις ξεχωριστές αφηγήσεις

Επιλεγμένα με μεγάλη φροντίδα και αγάπη, πέντε βιβλία που νιώθω ότι δεν πρέπει να λείπουν από καμία βιβλιοθήκη. Γραμμένα από μάστορες του λόγου, με στοχαστικό βλέμμα και πυκνά νοήματα, μπορούν να εγγυηθούν μια μοναδική αναγνωστική απόλαυση. Επιλέξτε τα για την προσωπική σας τέρψη ή -γιατί όχι;- δωρίστε τα σε εκείνους που θα εκτιμήσουν αυτές τις ξεχωριστές αφηγήσεις.

[ 1 ]

«Τα χρόνια»Annie Ernaux (μτφ. Ρίτα Κολαΐτη)

Η Annie Ernaux καταθέτει σε αυτό το βιβλίο μια ιδιαίτερη αυτοβιογραφία, που με μυστηριακό τρόπο, όπως μόνο εκείνη θα μπορούσε να δημιουργήσει με τη λεπτοδουλεμένη γραφή της, κάθε άλλο παρά προσωπική είναι. Και εδώ εντοπίζεται ακριβώς το οξύμωρο. Καταφέρνει να συνθέσει μια συλλογική βιογραφία, ένα συλλογικό βίωμα μιας γενιάς στην οποία η ίδια ανήκει, εικονοποιώντας τον χρόνο μέσα από θραύσματα προσωπικής μνήμης. Συστέλλοντας την οικογενειακή και προσωπική της ζωή, ολόκληρη αυτή η γενιά βρίσκει τη θέση της. Ανάμεσα σε εικόνες άλλοτε πραγματικές και άλλοτε ίσως φανταστικές μας συμπαρασύρει σε ένα φορτισμένο συγκινησιακά ταξίδι σε όλες τις δεκαετίες της ζωής της.

Θα μπορούσε κάποιος κάλλιστα να το χαρακτηρίσει ως το σημαντικότερο βιβλίο της Annie Ernaux – μια «συλλογική αυτοβιογραφία» που καταγράφει το πέρασμα του χρόνου, εμποτισμένη με μια γλυκιά μελαγχολία, με μια συγκίνηση, συναισθήματα που απορρέουν από τη διαπίστωση της ίδιας της συγγραφέα για το γήρας, για το τώρα και το τότε, για το παρόν και το παρελθόν, με το βλέμμα στραμμένο με μια γλυκιά ειρωνεία στο μέλλον.

«Κάποια μέρα κι εμείς θα υπάρχουμε στη θύμηση των παιδιών μας, ανάμεσα σε εγγόνια και ανθρώπους αγέννητους ακόμα. Όπως η σεξουαλική επιθυμία, έτσι και η μνήμη δεν σταματά ποτέ. Ζευγαρώνει τους πεθαμένους με τους ζωντανούς, τα αληθινά πλάσματα με κείνα της φαντασίας, το όνειρο με την ιστορία».

Μέσα από φωτογραφίες και σκόρπιες αναμνήσεις από γεγονότα, λέξεις και πράγματα, η Annie Ernaux μάς συμπαρασύρει σε μια περιδιάβαση στη ζωή της, από τα πρώτα χρόνια μετά τον Πόλεμο μέχρι και σήμερα. Βιβλία, τραγούδια, ραδιόφωνο, τηλεόραση, διαφημίσεις και πρωτοσέλιδα δεκαετιών σε διάλογο με τις προσωπικές της αναμνήσεις, την οικογένεια, τις παραδόσεις, τις σχέσεις και όλες τις προσωπικές συγκρούσεις.

Γλώσσα, λέξεις των καιρών, σλόγκαν, κουτσομπολιά, εθιμοτυπίες, μάρκες και ονόματα για τα αντικείμενα που διαρκώς πληθαίνουν. Η Ernaux δίνει σε όλα μια εκκωφαντική φωνή. Όλα έχουν διαδραματίσει τον δικό τους ρόλο στη ζωή εκείνης αλλά και σε πολλών άλλων, κάνοντας έτσι το ταξίδι αυτό στον χρόνο χειροπιαστό. Ο χρόνος ο ίδιος, ανένδοτος, αφηγείται το πέρασμά του, εξορίζοντας τους άλλους αφηγητές στην ανωνυμία. Ένα νέο είδος αυτοβιογραφίας ξεπροβάλλει, υποκειμενικό κι απρόσωπο, ιδιωτικό και συλλογικό ταυτόχρονα.

Η αφήγησή της γραμμική, ακολουθεί τον μεταβαλλόμενο χρόνο και σε αυτήν εισβάλλουν προσωπικές της εξομολογήσεις ή περιγραφές φωτογραφιών. Μια ιδιότυπη και άκρως ενδιαφέρουσα γραφή, που σε μετατοπίζει χωρικά σαν να βρίσκεσαι χωμένος μέσα στο σκονισμένο μπαούλο της γιαγιάς και αναζητάς τη δική σου ιστορία, του τόπου σου, των γειτόνων σου, των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Το βιβλίο της Annie Ernaux, μια σύνθεση αναμνήσεων, εικόνων, στοχασμών δοσμένη άλλοτε με χιούμορ και σαρκασμό και άλλοτε με μια μελαγχολία, είναι σπαρακτικά συναρπαστικό.

«Η ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού με σκουρόχρωμο μπανιερό σε μια παραλία με βότσαλα. Στο βάθος, οι απόκρημνες ακτές. Κάθεται σ’ έναν επίπεδο βράχο, τα σφριγηλά του πόδια είναι τεντωμένα μπροστά, γέρνει πίσω ακουμπώντας στους αγκώνες, έχει τα μάτια κλειστά, το κεφάλι ελαφρώς σκυμμένο, χαμογελάει. Η μια χοντρή καστανή πλεξούδα είναι ριγμένη μπροστά, η άλλη πίσω στην πλάτη.

Όλα μαρτυρούν την επιθυμία του κοριτσιού να ποζάρει σαν τις σταρ στο Cinémonde ή τα μοντέλα στη διαφήμιση του αντιηλιακού Ambre Solaire, να ξεφύγει απ’ το ταπεινωτικό και ασήμαντο κοριτσίστικο κορμί του. Οι μηροί, πιο ωχροί, όπως και τα μπράτσα, πάνω ψηλά, δείχνουν το περίγραμμα ενός φουστανιού, μαρτυρώντας έτσι πως, για τούτο το παιδί, οι διακοπές ή ένα απόγευμα στην ακροθαλασσιά είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Η παραλία είναι έρημη. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας: Αύγουστος 1949, Σοτβίλ-σιρ-Μερ».

[ 2 ]

«Ανθρώπινη δουλεία» – W. Somerset Maugham (μτφ. Νίκος Α. Μάντης)

Στην «Ανθρώπινη δουλεία», που εκτυλίσσεται από το 1885 έως το 1906, παρακολουθούμε την ιστορία του Φίλιπ Κάρεϊ, ενός ορφανού που διψά για ζωή και αγάπη. Ο νεαρός Φίλιπ, με μερική αναπηρία στο αριστερό του πόδι και με μια έμφυτη ευαισθησία που έρχεται σε σύγκρουση με το περιβάλλον του, παλεύει να βρει τη θέση του στον κόσμο.

Στο σχολείο γίνεται στόχος κοροϊδίας, ενώ στο σπίτι το ασφυκτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί λόγω των ψυχρών σχέσεων με τον εφημέριο θείο του που έχει αναλάβει την κηδεμονία του μετά τον θάνατο της μητέρας του, στα 9 χρόνια του, δεν προσφέρει διαφυγή. Αποφασίζει να εγκαταλείψει την αγγλική επαρχία και να πάει στο Παρίσι για να σπουδάσει ζωγραφική. Καθώς ανακαλύπτει πως δεν έχει το ταλέντο, επιχειρεί να συμβιβαστεί με μια συμβατική ζωή. Τότε γνωρίζει τη Μίλντρεντ, που τον οδηγεί σε μια καταστροφική σχέση, γεμάτη προδοσία, απελπισία και περιφρόνηση. Θα καταφέρει άραγε ο Φίλιπ να απεγκλωβιστεί από αυτή την προσωπική κόλαση;

Η «Ανθρώπινη δουλεία» είναι το πιο αυτοβιογραφικό από τα έργα του W. Somerset Maugham. Δεν είναι αυτοβιογραφία αλλά αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, ένας ιδιαίτερος συνδυασμός πραγματικών γεγονότων και μυθοπλασίας, «καρυκευμένος» με τα δικά του συναισθήματα, ακόμα κι όταν κάποια περιστατικά είναι δανεισμένα από τα βιώματα και τις εμπειρίες άλλων. Όποια και αν ήταν η διαδικασία και τα συστατικά της γραφής του, το βιβλίο αυτό, που γράφτηκε όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 23 ετών, τον ικανοποίησε απόλυτα, όπως ο ίδιος μερικά χρόνια αργότερα θα αναφέρει: «Ένιωσα να ελευθερώνομαι από τους πόνους και τις δυσάρεστες αναμνήσεις που με βασάνιζαν ως τότε». Να αναφέρουμε ότι ο Somerset Maugham ήταν ομοφυλόφιλος και μισούσε τον εαυτό του, ενώ τον ταλαιπωρούσε ο τραυλισμός του.

Πρόκειται για μια ιστορία που σφύζει από ενσυναίσθηση, διανθισμένη με τη φιλοσοφική ματιά του Somerset Maugham. Ένα βιβλίο που ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς για να γράψουν αργότερα τα δικά τους αριστουργήματα.

Ένα βιβλίο που είναι η ίδια η ζωή, με όλες τις πολυπλοκότητες, τα συναισθήματα και το νόημά της, που ενώ στον πυρήνα του είναι μια έκκληση για συμπόνια προς τον εαυτό μας και μια έκκληση για συγχώρεση των λαθών μας, καταφέρνει να θέσει ερωτήματα και σχετικά με την τέχνη και τη φιλοδοξία.

«Εκεί, σαν να διέκρινε ότι ο άνθρωπος δεν έπρεπε να αφήνει τη ζωή του στην τύχη, αλλά αντίθετα να τη διαφεντεύει με ισχυρή βούληση· σαν να διέκρινε ότι η εγκράτεια μπορούσε να προκαλέσει την ίδια ένταση και ενεργητικότητα όσο και η παράδοση στα πάθη, κι ότι η εσωτερική ζωή μπορούσε να είναι εξαιρετικά πολύπλευρη, ποικίλη και πλούσια σε εμπειρίες, όσο και η ζωή εκείνου που κατακτούσε βασίλεια και εξερευνούσε άγνωστες ηπείρους».

[ 3 ]

«Utopia Avenue» – David Mitchell (μτφ. Μαρία Ξυλούρη)

Καλώς ήρθατε στην απελευθερωμένη χρυσή δεκαετία του ’60, στην εποχή της επανάστασης, της ζωντάνιας, της αμφισβήτησης και του αντικομφορμισμού, καθοδηγούμενης από μια ξέφρενη νεολαία. Στην ταραχώδη δεκαετία όπου ο μοντερνισμός φλερτάρει στενά την ηδονή, προκαλώντας δημιουργική άνθηση στην τέχνη, τη μουσική, τη μόδα. Ο κόσμος του πολέμου του Βιετνάμ, χίπηδες, ναρκωτικά, σεξ, εξέγερση, ροκ εντ ρολ.

Βρισκόμαστε στο 1967. Στους κύκλους των μουσικόφιλων αρχίζει να κυκλοφορεί πως στην ψυχεδελική σκηνή του Λονδίνου εμφανίστηκε μια νέα μπάντα: ο εκρηκτικός συνδυασμός της Ελφ, του Ντιν, του Γκριφ και του Γιάσπερ. Άγνωστοι μεταξύ τους και με εντελώς διαφορετικές καταβολές, μαζί καταφέρνουν να κάνουν μαγικά.

Τα μέλη της μπάντας ξεπηδούν απ’ τις σελίδες με τη μορφή κινηματογραφικών βινιετών, όλοι στα 20 τους, και συγκεντρώνονται από έναν οραματιστή μάνατζερ για να σχηματίσουν ένα συγκρότημα που ονομάζεται Utopia Avenue.

Ο Ντιν, ο μπασίστας των μπλουζ και τραγουδοποιός, παλεύει να σταθεί στα πόδια του και να ξεχωρίσει στη μουσική σκηνή του Λονδίνου την ίδια στιγμή που δυσκολεύεται να πληρώσει τη σπιτονοικοκυρά του και επιβιώνει στις κωμικοτραγικές επιλογές της ζωής του. Η Ελφ, τραγουδίστρια της φολκ μουσικής, έχοντας μια επιτυχία στο ενεργητικό της, αντιμετωπίζει τον δύσκολο χωρισμό από τον Μπρους, το «άλλο μισό» του φολκ ντουέτου της από το παρελθόν. Ο Γκριφ, ο ντράμερ, και ο Γιάσπερ, ο βιρτουόζος κιθαρίστας, που δίνει τη δική του σπαρακτική εσωτερική μάχη με την ψυχική του ασθένεια.

Και αυτή είναι η ιστορία του σύντομου, αλλά σαγηνευτικού ταξιδιού τους από τα καταγώγια του Σόχο μέχρι την εμπορική επιτυχία, και από εκεί στην αμερικάνικη γη της επαγγελίας, τη στιγμή ακριβώς που το Καλοκαίρι της Αγάπης έδινε τη θέση του σε κάτι σκοτεινότερο· μια ιστορία για τα όνειρα, τις εξαρτήσεις, την ηδονή, την παράνοια και τον πόνο, και τις παγίδες της δόξας, και ταυτόχρονα ένα πορτρέτο μιας λαμπρής μουσικής εποχής – τις μουσικές αναφορές θα λατρέψουν όσοι έχουν βιώματα και αναμνήσεις από εκείνη τη δεκαετία (ή όσοι απλώς αγαπούν τη μουσική της).

Ωστόσο, αν και ο David Mitchell παρουσιάζει την ιλιγγιώδη τους άνοδο και την απότομη πτώση τους, δεν έρχεται με διάθεση να μας προειδοποιήσει ότι «η δόξα μάς κάνει κακό και καλό είναι να αποφεύγεται». Δεν επικρίνει, δεν τιμωρεί, αλλά με σοφία έρχεται να αναγνωρίσει τη λαχτάρα του ανθρώπου για το πάθος και τη βαθιά ανάγκη του να ξεχωρίσει με όποιο τίμημα. Και όπως ο ήρωάς του ο Ντιν, θα δηλώσει: «Το χειροκρότημα είναι το καθαρότερο ναρκωτικό».

[ 4 ]

«Το ημερολόγιο ενός κλέφτη»Jean Genet (μτφ. Ρίτα Κολαΐτη)

Η αφοσίωση στο κακό, όπως έχει τονίσει και ο Jean-Paul Sartre που προλογίζει το βιβλίο, δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση. Είναι πιο δύσκολο να δεσμευτείς σε αυτό από το να αφοσιωθείς στο καλό. Κι αυτό γιατί πρέπει πολύ απλά να επιβεβαιώσεις το καλό πάνω στο οποίο βασίζεται η εξέγερση του κακού· διαφορετικά, θα κάνεις κύκλους γύρω από μια αντικοινωνική στάση.

Και αυτό είναι το βασικό συστατικό του βιβλίου «Το ημερολόγιο ενός κλέφτη», του αυτοβιογραφικού έργου του Genet που δημοσιεύτηκε αρχικά στο Παρίσι το 1949, το οποίο αφηγείται τις εμπειρίες του ορφανού, ομοφυλόφιλου εγκληματία στην Ισπανία και την κεντρική Ευρώπη τη δεκαετία του 1930.

Ο «ηθικός» στόχος του είναι να περιγράψει την πρόοδο μιας ψυχής στην τελειότητα της αντιηθικής της. Και έτσι τα γεγονότα εδώ έχουν αποκλειστικά λειτουργικό ρόλο, εξυπηρετούν τον στοχασμό, με συχνές αναφορές στο παρελθόν για να ερμηνευτεί ή να δικαιολογηθεί η παρούσα κατάσταση της ψυχής του συγγραφέα.

Ο Genet αντιπαραβάλλει επανειλημμένα τη δική του «σωτηρία» με αυτή των υπολοίπων από εμάς. Ηχηρές μέσα στο κείμενο είναι οι αντωνυμίες δεύτερου προσώπου «εσείς» και «δικοί σας», που απευθύνονται με επιδέξια κοροϊδία στον αναγνώστη, κάνοντάς τον να αισθάνεται ξαφνικά αποξενωμένος: «Εσείς που με κοιτάτε με καταφρόνια δεν είστε φτιαγμένοι από τίποτε άλλο πέρα από μια αλληλουχία παρόμοιων συμφορών, μα δεν θα το συνειδητοποιήσετε ποτέ, κι έτσι δεν θ’ αποκτήσετε ποτέ περηφάνια· με άλλα λόγια, τη γνώση μιας δύναμης που σας επιτρέπει να ορθώνετε το ανάστημά σας στην εξαθλίωση – όχι στη δική σας, αλλά σε εκείνη που συνιστά το ανθρώπινο είδος».

Το «Ημερολόγιο ενός κλέφτη» είναι ένα κείμενο αυτοβιογραφικό. Ωμό, άγριο, διαστροφικό, άκρως ερωτικό, βαθιά ποιητικό, σκιαγραφεί έναν κόσμο που μας τρομάζει και μας σαγηνεύει συνάμα. «Η κούραση, η ντροπή, η εξαθλίωση με υποχρέωναν να καταφεύγω σε έναν κόσμο στον οποίο το κάθε συμβάν είχε ένα νόημα που δεν μπορούσα να το προσδιορίσω, αλλά το οποίο δεν ήταν εκείνο που υποδηλώνει σ’ εσάς. Το βράδυ άκουγα τραγούδια: χωρικοί που μάζευαν πορτοκάλια. Τη μέρα έμπαινα στις εκκλησίες για να ξεκουραστώ. Εφόσον η ηθική τάξη έλκει την καταγωγή της από τις χριστιανικές διδαχές, ένιωθα την επιθυμία να εξοικειωθώ με την ιδέα του Θεού: διακατεχόμενος από την ιδέα κάποιου θανάσιμου αμαρτήματος, μεταλάμβανα στη λειτουργία του όρθρου».

Η προδοσία, η κλεψιά και η ομοφυλοφιλία είναι τα βασικά θέματα του βιβλίου. Ο Genet γνωρίζει πολύ καλά το κάτεργο, τους φονιάδες, τους κλέφτες, την απαγορευμένη λαγνεία, το πάθος που φουντώνει. Υπάρχει και το παρελθόν που τον στοιχειώνει: η εκπόρνευση σε δημόσια ουρητήρια, ο φόνος που διαπράττει, η ζωή του ως άστεγος και ρακένδυτος, οι φυλακές… Παρουσιάζει το κακό, σκληρό και ωμό, όπως είναι, και, την ίδια στιγμή, το εξιδανικεύει ως ύψιστο μέσο άντλησης της ηδονής.

«Το γράψιμο του ημερολογίου δεν είναι μια μορφή λογοτεχνικής χαλάρωσης. Όσο προχωρώ, βάζοντας σε τάξη ό,τι μου προσφέρει η περασμένη μου ζωή, όσο εμμένω στην ακρίβεια της συγγραφής –των κεφαλαίων, των φράσεων, του ίδιου του βιβλίου–, τόσο περισσότερο αισθάνομαι πως εδραιώνεται η θέλησή μου να χρησιμοποιήσω, για τους σκοπούς της αρετής, την αλλοτινή μου εξαθλίωση. Νιώθω τη δύναμή της».

Χάρη στη λαμπρότητα των λέξεων και των ιδεών του, και με τα υλικά του σκοτεινού παρελθόντος του ο Genet δημιουργεί έναν συνεκτικό κόσμο, ολoδικό του, βασισμένο στη συνεχή αντιστροφή των αξιών, με επίκεντρο τον θάνατο.

[ 5 ]

«Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι» – Raymond Carver (μτφ. Γιάννης Τζώρτζης)

Ένας μικρός παράδεισος για τους λάτρεις του Raymond Carver, αλλά και μια πλούσια και απολαυστική μύηση στο συγγραφικό του σύμπαν για όσους δεν τον γνωρίζουν, καθώς στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνονται τρεις συλλογές του μεγάλου Αμερικανού διηγηματογράφου: «Αρχάριοι», «Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ;», «Καθεδρικός ναός».

Στις περισσότερες από αυτές τις μικρού μήκους μυθοπλασίες, αντιπροσωπευτικές της ρεαλιστικής γραφής του, τα αντικείμενα της μεγάλης προσοχής του συγγραφέα είναι άντρες και γυναίκες χωρίς δουλειά ή μέσα σε εργασιακά περιβάλλοντα ανιαρά, πρόσωπα συνηθισμένα, απογοητευμένα, με ραγισμένες καρδιές και ρυτιδωμένες ψυχές, τελματωμένα και μοναχικά, μπερδεμένα και συχνά τρομοκρατημένα.

Οι ίδιες οι ιστορίες τους όμως δεν είναι καθόλου μπερδεμένες. Έχουν πολύ ξεκάθαρη κατεύθυνση και ξεδιπλώνονται απολαυστικά αργά, συνθέτοντας μια ατμόσφαιρα που καταφέρνει δίχως μελοδραματισμούς να συγκινήσει σιωπηρά. Ο Carver γράφει με ειλικρίνεια τις ιστορίες τους και όπως ο ίδιος έχει παρατηρήσει: «Αξίζει να γράφεις για ανθρώπους που δεν πετυχαίνουν στη ζωή». «Η ζωή των ανθρώπων έχει γίνει πλέον ανυπόφορη, έχει γίνει συντρίμμια. Θα ’θελαν να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους, μα δεν μπορούν. Και συνήθως το ξέρουν, νομίζω, και κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για αυτό».

Όλες οι ιστορίες τους έχουν δημιουργηθεί προσεκτικά, δεν έχουν στολίδια και έχουν απομακρυνθεί από οτιδήποτε μπορεί να σε παραπλανήσει. Είναι σύντομες, γεμάτες λεπτομέρειες, λεπτές και αόριστες αποχρώσεις που σε παρασύρουν με την οικειότητά τους σχεδόν κινηματογραφικά και σου δημιουργούν την εντύπωση πως πρόκειται για τη δική σου ζωή.

Τα περίεργα και απειλητικά μηνύματα που έρχονται ως διά μαγείας μέσω του ταχυδρομείου ή του τηλεφώνου, άγνωστοι που εισβάλλουν ο ένας στη ζωή του άλλου, οι ταυτότητες που αλλάζουν, οι χαρακτήρες που παραπλανώνται και αποκτούν άλλοτε φίλους και άλλοτε εχθρούς είναι μερικά μόνο από τα συστατικά των ιστοριών του Carver, που με το διεισδυτικό βλέμμα δημιουργεί εικόνες που σε ρουφάνε στην κυριολεξία μέσα στις σελίδες του. Νιώθεις και ακούς τις λέξεις του, πονάς με τον αδιόρατο πόνο των ηρώων του, φαντάζεσαι την ανία τους, ταράζεσαι με οτιδήποτε στοιχειώνει τις μέρες και τις νύχτες τους.

Μία από τις αγαπημένες μου ιστορίες είναι το «Γιατί, αγόρι μου;», για μια μητέρα και τον γιο της, σήμερα κυβερνήτη. Σε αυτήν υπάρχει έντονα η υπόνοια πως εκείνος ως έφηβος ίσως έχει διαπράξει φόνο, ενώ η μητέρα συνέχεια φοβάται για τη δική της ζωή αντιλαμβανόμενη τη συνεχή παραβατική συμπεριφορά και τα ψέματά του. «Κανείς εδώ δεν ξέρει ποια είμαι, πάντως εγώ φοβάμαι. Και φοβάμαι αυτόν. Όταν κοιτάζω την εφημερίδα, κουνάω το κεφάλι μου κι αναρωτιέμαι. Διαβάζω αυτά που γράφουν και λέω μέσα μου, είναι στ’ αλήθεια αυτός ο άνθρωπος ο γιος μου, κάνει όντως αυτά τα πράγματα;» Μέσα σε λίγες μόνο σελίδες ο Carver έχει σκιαγραφήσει και αναπτύξει με ακρίβεια δύο ξεκάθαρους χαρακτήρες, και δίχως διαλόγους έχεις ακούσει τη δική τους ιστορία. Και αυτό είναι το χάρισμα της γραφής του. Η σημασία που δίνει στις στιγμές της σιωπής, στα όσα συμβαίνουν εκτός αφηγηματικής δράσης, σε όλα εκείνα τα κενά που υπάρχουν ανάμεσα στις λέξεις, στις προτάσεις και στα κλεισίματα των ιστοριών του, όταν η κουρτίνα της αφήγησης πέφτει.

O Raymond Carver, ένας από τους μεγαλύτερους διηγηµατογράφους του 20ού αιώνα, αφηγείται τις ιστορίες του χωρίς να δείχνει φανερή συμπάθεια, χωρίς µελοδραµατισµούς και επιτηδεύσεις, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα που δυνητικά θα μπορούσαν να μιλάνε οι ήρωές του, µε ειλικρίνεια και τρυφερότητα.

Τα βιβλία «Τα χρόνια», «Ανθρώπινη δουλεία», «Utopia Avenue», «Το ημερολόγιο ενός κλέφτη» και «Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.