Παρεξηγημένος Στανισλάβσκι

Ο Δημήτρης Μυλωνάς σκηνοθετεί το νέο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, «Καγκουρώ»

Kείμενο: Τώνια Καράογλου

 

Με το τελευταίο του έργο, «Καγκουρώ», ο Βασίλης Κατσικονούρης επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο, που, παρόλο που δεν τον πρωτοσύστησε στο ελληνικό κοινό (έργα του είχαν παρουσιαστεί ήδη από το θίασο Κουΐντα, η «Λεπτή γραμμή» και η «Μπάμπουσκα», το 1999 και το 2002 αντίστοιχα), ουσιαστικά τον καθιέρωσε ως δραματουργό χάρη στις παραστάσεις «Καλιφόρνια ντρίμιν» (2004, έ.γ. 2002) και, κυρίως, «Το γάλα» (2005, έ.γ. 2003).

Στο «Καγκουρώ», ο Κατσικονούρης επανέρχεται, μετά το «Γάλα», στο θέμα της μετανάστευσης, μόνο που τώρα ήρωές του δεν είναι η ξένη οικογένεια που έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα, αλλά, αντίστροφα, ο Έλληνας που θέλει να φύγει. Στην Αθήνα της οικονομικής κρίσης, ο Ορφέας, δημοτικός αστυνόμος σε διαθεσιμότητα, έχει αποφασίσει να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, για να δουλέψει στην κατασκευαστική εταιρεία του θείου του, προς μεγάλη απογοήτευση του -διαζευγμένου- πατέρα του, καθηγητή σε δημόσιο σχολείο. Αργότερα, σκοπεύει να τον ακολουθήσει και η Μαρίνα, η κοπέλα του, μια εύθραυστης ψυχολογίας σπουδάστρια δραματικής σχολής. Η μετάθεση του Ορφέα ως σωφρονιστικού υπαλλήλου στις φυλακές του Δομοκού, αντί της επαπειλούμενης απόλυσής του, σε τίποτα δεν αλλάζει τα σχέδιά του. Ασφυκτιώντας ακόμη περισσότερο μπροστά στην προοπτική της νέας του θέσης, ο Ορφέας ακολουθεί τον θείο του στο αεροδρόμιο για τη μεγάλη φυγή. Εκεί, λίγο πριν την επιβίβασή τους, θα μάθει πως η Μαρίνα υπέστη νευρικό κλονισμό, και αποφασίζει να αναβάλει το ταξίδι του. Τελικά, η Μαρίνα είναι αυτή που θα φύγει μερικούς μήνες αργότερα, ως υπότροφος στη Νέα Υόρκη, ενώ ο Ορφέας θα δεχτεί τη νέα του θέση στις φυλακές. Το τέλος θα είναι τραγικό.

Η πρώτη ύλη του συγγραφέα θα μπορούσε να αποδειχτεί εύφορη: ματαίωση ονείρων, προσωπική και κοινωνική ασφυξία, επιθυμία για φυγή, σχέση γιου με τον πατέρα, έρωτας, αυτά είναι που φαίνεται να απασχολούν τον συγγραφέα, κάτω από τη φωτογραφική αποτύπωση της ζωής μιας αθηναϊκής οικογένειας. Έπειτα, και εδώ ο Κατσικονούρης καταφεύγει σε ένα στιλ γραφής που αγαπάει, τον ρεαλισμό, τον οποίο διατρέχουν λυρικές και «υπερρεαλιστικές» ρωγμές, και που εδώ εκπροσωπούνται από την τσεχωφικής υφής παρουσία της Μαρίνας -ως ένας «φόρος τιμής» στον Ρώσο δραματουργό, που κορυφώνεται στη σκηνή της πρόβας της στον ρόλο της Νίνας του «Γλάρου»- και από τον ρόλο του κρατούμενου στις φυλακές, Κέρβερου, που βρίσκεται συνεχώς επί σκηνής, άγρυπνος παρατηρητής των γεγονότων, σαν ενδιάμεσος δύο κόσμων. Όμως, στο μεγαλύτερο μέρος του, το «Καγκουρώ», τουλάχιστον όπως ακούστηκε στην πρώτη του παρουσίαση, φαίνεται να έχει δομικές αδυναμίες, όπως η πεζή σκηνική γλώσσα και η προβληματική θεατρικότητα.

Ίσως φταίει η υπερβολή, η δραματική συσσώρευση πολλών θεμάτων και συγκρούσεων ταυτόχρονα. Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο, όπου ο κεντρικός ήρωας είναι και σε επαγγελματικό αδιέξοδο και σε κακή σχέση με τον πατέρα του, τον οποίο δεν εκτιμά, και σε σχέση με μια κοπέλα που αντιμετωπίζει προβλήματα που χρήζουν κλινικής αντιμετώπισης· ένα έργο όπου τα πρόσωπα έχουν φτιαχτεί έτσι ώστε να έρχονται σε συνεχή αντίθεση μεταξύ τους, και οι όποιες στιγμές σύγκλισής τους χάνονται: ο γιος που δεν τον χωράει ο τόπος, ο ιδεολόγος αλλά συμβιβασμένος πατέρας, η εύθραυστη Μαρίνα, ο λαϊκός θείος που έχει πιάσει την καλή, τόσο διαφορετικός από τον αδερφό του και τόσο κυνικός όσο να σκοτώνει εν ψυχρώ τα καγκουρώ χωρίς λόγο. Όλα αυτά δημιουργούν μια δραματουργική φλυαρία, η γλώσσα φαίνεται να μην διαθέτει θεατρικότητα, πάντως για κάποιο λόγο δεν καταφέρνουν ή δεν προλαβαίνουν να δράσουν εσωτερικά και υπόγεια, παρά «βομβαρδίζουν» τον θεατή με ένα σωρό δραματικές πληροφορίες που μένουν στο πρώτο επίπεδο.

_ELG0772

Θα πρέπει πάντως να επισημάνω πως οι παραπάνω εντυπώσεις ίσως διέφεραν, αν είχα γνώση του έργου χώρια από την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μυλωνάς και η οποία, θεωρώ, συνέβαλε καθοριστικά στην αρνητική του πρόσληψη. Η δουλειά του Δημήτρη Μυλωνά μου θύμισε την παραδοχή του Στανισλάβσκι για την παγίδα στην οποία έπεσε, όταν άρχισε να δουλεύει τη μέθοδό του. Πίστευε πως ο δρόμος για την σκηνική αλήθεια ήταν η όσο το δυνατό πιστότερη και λεπτομερέστερη διαμόρφωση του εξωτερικού περιβάλλοντος, η οποία θα έφερνε στο προσκήνιο και την εσωτερική αλήθεια· μέχρις ότου καταλήξει στο ακριβώς αντίθετο που τελικά παρέδωσε ως μέθοδο: η -υποκριτική και σκηνοθετική- δουλειά πρέπει να ξεκινάει ως εσωτερική διεργασία και μόνο ως αποτέλεσμα αποτυπώνεται στην εξωτερική όψη.

Στην παράσταση του «Καγκουρώ», χαρακτηριστική ήταν η αληθοφάνεια στο σκηνικό περιβάλλον (της Δήμητρας Λιάκουρα), εύστοχο μεν ως ιδέα να αναπαραστήσει -και να στριμώξει- σε λίγα τετραγωνικά το διαμέρισμα της οικογένειας, που γέμισε με κάθε λεπτομέρεια, έπιπλα, σκηνικά αντικείμενα, μέχρι αληθινά φαγητά και φούρνο σε λειτουργία. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι ανθρώπινες σχέσεις -οι σχέσεις μεταξύ των ηθοποιών και η επαφή του καθενός με τον ρόλο του- έπασχαν, σαν να μην είχαν δουλευτεί. Απουσία εσωτερικότητας, συναισθηματική ακαμψία, στόμφος, ένταση ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της σκηνικής γλώσσας. Για παράδειγμα, ποιος ο λόγος γι’ αυτή την αδικαιολόγητη ανάγνωση του θείου Τάκη (Σπύρος Τσεκούρας) που μονίμως ούρλιαζε; Από πότε οι διαφορές ή και οι εντάσεις μεταξύ των ανθρώπων εκδηλώνονται μόνο και συνεχώς με φωνές; Ή η Λένα Δροσάκη (αυτή κι αν μας έχει αποδείξει αλλού πόσο σπουδαία ηθοποιός είναι) γιατί έπρεπε την ψυχική ευαισθησία του ρόλου της να την αποδώσει με τονικότητα που θύμιζε μαριονέτα; Αντίστοιχα, και η απόδοση της σχέσης πάτερα και γιου από δύο καλούς ηθοποιούς (Χρήστος Σαπουντζής-Γιώργος Παπαπαύλου) φαινόταν να μην τους αφορά αληθινά.

_ELG1120

Σε γενικές γραμμές, η σκηνοθεσία έμεινε σε μια πεζότητα· όταν, για παράδειγμα, μετά την ανάμνηση του επεισοδίου με τον Στέλιο Καζαντζίδη, επιλέγεις να ακουστεί ένα τραγούδι του και βάζεις τον θείο να χορέψει ζεϊμπέκικο, τι καταφέρνεις πέρα από το να κάνεις ακόμη πιο γραφική τη σκηνή; Ελάχιστες ήταν οι στιγμές που ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύτηκε το υλικό του για να δημιουργήσει θεατρικότητα, και αυτές αφορούσαν κυρίως την παρουσία του Κέρβερου (Ηλίας Μελέτης) και την απόδοση του φινάλε· θα περίμενε κανείς να εκμεταλλευτεί ιδιαιτέρως τις στιγμές κατά τις οποίες αυτοί οι τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες βρίσκουν σημεία επαφής, όπως η σκηνή πατέρα και γιου πάνω από την παλιά φωτογραφία, όμως εντάχθηκαν κι αυτές -και χάθηκαν εντέλει- μέσα στην ευθεία, χωρίς διακυμάνσεις, σκηνοθετική αντιμετώπιση. Επίσης, η παρουσία πολυάριθμων σκηνικών δράσεων περισσότερο επέτεινε τη φλυαρία του έργου παρά την ανακούφισε.

Κλείνοντας, και μιας που θυμήθηκα τον νατουραλισμό και τον Στανισλάβσκι, θα έλεγα πως, αν το έργο του Κατσικονούρη είναι μια «φέτα ζωής», τόσο ταυτισμένο με το «εδώ» και το «τώρα», ο Δημήτρης Μυλωνάς το καθήλωσε ακόμη περισσότερο· το έργο και η παράσταση όχι μόνο δεν απογειώθηκαν αλλά μάλλον μειώθηκαν στο επίπεδο ενός κάπως γραφικού μελό.

Info: Tο «Καγκουρώ» του Βασίλη Κατσικονούρη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά, παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο έως τις 6 Δεκεμβρίου

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.