Ο Τζέο Πακίτσας και η Σοφία Πριόβολου για το ”The life and death of Jessica Brown” – Μια punk «κηδεία» σαν σινεμά, σαν θέατρο, σαν συναυλία

Ο Τζέο Πακίτσας και η Σοφία Πριόβολου μιλούν στο ελc για το ”The life and death of Jessica Brown” που κάνει πρεμιέρα και γεμίζει με murder mystery vibes την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου

Στο background ένα ροζ, γούνινο φέρετρο. ‘’Life and Death’’ ή αλλιώς το τελευταίο live της Jessica Brown. ‘Η μήπως όχι; Σίγουρα η μοναδική στιγμή που μαθαίνουμε για εκείνη. H ζωή της και ο θάνατός της είναι μέσα σ’ αυτή την παράσταση. Επιβλητική παρουσία, μια περσόνα που σε μαγνητίζει, μπαίνει στον χώρο και τον κάνει να της ανήκει, μια diva επί σκηνής. Πιστεύει ότι είναι στην κορυφή, δεν είναι, αν και θα μπορούσε. Ταυτόχρονα χειριστική, σε κάνει να τη λατρεύεις σε σημείο που να ελέγχει το μυαλό σου. Όλοι μιλούν για εκείνη, την περιμένουν. Murder mystery vibes διαχέονται σε ένα σκηνικό αναμονής μέχρι η punk rock μπάντα της να τα σπάσει στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού.

Ο Τζέο Πακίτσας και η Σοφία Πριόβολου, χτίζουν αυτή την εμπειρία δραματουργικά και σκηνοθετικά βασισμένοι στην ιδέα του mockumentary, με πραγματικούς χαρακτήρες και τα ονόματά τους, μουσικούς και στην πραγματικότητα, εμποτισμένους όμως με φανταστικά χαρακτηριστικά.

«Βασιστήκαμε και σε προσωπικές εμπειρίες από περιβάλλοντα που έχουμε βρεθεί με τη Σοφία, disfunctional ομάδες, σε κακές εργασιακές συνθήκες, με κακούς εργοδότες σε καλλιτεχνικό επίπεδο, αν και παντού υπάρχουν κακοί εργοδότες, αλλά στο καλλιτεχνικό όταν εμπλέκεται ματαιοδοξία βγαίνουν χειρότερες συμπεριφορές. Θέλαμε να μιλήσουμε για μια κατάσταση που όντως είναι μη λειτουργική», αναφέρει ο Τζέο Πακίτσας.

 

 

Συνεχίζοντας: «Η Jessica Brown είναι το μόνο μη υπαρκτό πρόσωπο. Πρωταγωνιστές είναι τα μέλη της μπάντας της και όχι εκείνη. Όλοι αρνητικοί χαρακτήρες. Εκείνη έχει χάσει αυτό το παιχνίδι του ποιος είμαι, τι κάνω, νομίζει ότι έχει κατακτήσει την κορυφή, οπότε σταματάει να έρχεται στις πρόβες και αποκτά μια στάση λες και είναι η απόλυτη σταρ. Λες και είναι η Amy Winehouse ας πούμε. Όλα τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας μπαίνουν σε μια διαδικασία που σταματάνε να είναι ειλικρινή, δεν θα εκφράσουν ποτέ στη Τζέσικα το πώς νιώθουν, θα αρχίσουν να λένε ψέματα μεταξύ τους για να συνεχίσει να λειτουργεί αυτό όσο λειτουργεί. Συνεχώς υπάρχει ένα passive aggressiveness που κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό και όλοι προσπαθούν να πάρουν από αυτό ό,τι μπορούν για την προσωπική τους επιτυχία, να φύγουν και να έχουν μια βαλίτσα με ένα escape plan».

Η Σοφία Πριόβολου φωτίζει τον «κακό εαυτό» που εν δυνάμει έχουμε όλοι μας:

«Είναι κάτι που υπάρχει σε όλους κατά συνθήκη. Σε μια τέτοια συνθήκη πίεσης, καταπίεσης μαζί με μια περσόνα, η οποία είναι τόσο χειριστική με στόχο να πετύχει στη μουσική βιομηχανία. Σίγουρα μας είναι γνώριμο το ότι σε τέτοιες ομάδες, θεατρικές και μουσικές αρχίζουν και τρώγονται όλοι μεταξύ τους και βγαίνουν κακίες και ζήλιες. Αυτό δεν τους κάνει απαραίτητα κακούς, τους κάνει απλώς ανθρώπους».

 

 

Ματαιοδοξία VS Καλλιτεχνική Φύση

 

«Όταν μιλάμε για τέχνη, συνήθως υποτίθεται όλοι πάμε για το αποτέλεσμα, για το pure, τύπου ”κάνουμε τέχνη”, αλλά επειδή πάντα κάποιος είναι λίγο πιο πάνω, ειδικά στο θέατρο αλλά και σε μπάντες, υπάρχει μια ιεραρχία στα πράγματα. Ο/η/το front δέχεται όλα τα φώτα, δεν είναι όλοι ισάξιοι, οπότε στη συνέχεια δημιουργούνται όλες αυτές οι περίεργες δυναμικές και πολλά μικροπαιχνίδια μεταξύ τους για να διατηρηθεί κάποιος έλεγχος. Όλο και κάποιος θέλει να φανεί παραπάνω, να πάρει λίγο από τη δημοσιότητα, να νιώθει ότι είναι και εκείνος σημαντικός. Και τελικά είναι συνεχόμενα μια προσπάθεια, που σαν να γίνεται σαμποτάζ από όλους διαρκώς, τα προσωπικά συμφέροντα που αλληλοσυγκρούονται», σημειώνει ο Τζέο.

 

 

Άρα καλλιτεχνική φύση και ματαιοδοξία πάνε μαζί;

«Δεν το θεωρώ απαραίτητο», λέει η Σοφία. «Η καλλιτεχνική φύση μπορεί να είναι οτιδήποτε. Μπορεί απλά να ζωγραφίζω κάτι και να είναι για μένα, να γράφω επίσης για μένα. Αλλά ΟΚ αντιλαμβάνομαι ότι είναι δύσκολο να αποφύγεις τη ματαιοδοξία».

Για τον Τζέο ξεκάθαρα πάνε μαζί αυτά τα δύο: «Ας πούμε κάνεις μια ταινία ή κάνεις ένα νέο δίσκο, το πώς θα το εκτιμήσει το κοινό καλλιτεχνικά, έχει να κάνει και με το πόσο γνωστό θα γίνει. Δεν μπορείς να αποφύγεις το ματαιόδοξο κομμάτι μέσα σε αυτό. Γιατί αν κάνεις τέχνη και απλά για την τέχνη και δεν το βλέπει κανείς …μετά δεν είσαι πετυχημένος. Δεν πιστεύω ότι το κάνει κάποιος για την πάρτη του. Μόνο αυτό θέλω να κάνω, δυστυχώς όμως όταν κάποιος σου δίνει τα λεφτά, κάπου κάνεις εκπτώσεις και επειδή θες να συνεχίζεις να ζεις από αυτό, δεν νομίζω ότι είναι pure το ότι το “κάνω για μένα”, αλλά το κάνεις και για να το κάνεις με κάποιο τρόπο που να είναι ΟΚ για να συνεχίσεις να το κάνεις. Πάντα υπάρχουν και τα limitations.»

Σοφία: Νομίζω ότι έχει να κάνει και με τα όρια της ματαιοδοξίας. Δηλαδή προφανώς υπάρχει ένα υγιές επίπεδο και υπάρχει και αυτό που κάπου ξεφεύγει και τελικά χάνεις τον εαυτό σου. Με αυτό το κομμάτι ασχολούμαστε εμείς περισσότερο. Δηλαδή τι γίνεται όταν χάσεις τα όρια;

 

 

Και τι γίνεται όταν μέσα στη δίνη της ματαιοδοξίας ξεπηδούν οι χειριστικές συμπεριφορές; Διαχωρίζεις έναν καλλιτέχνη που θαυμάζεις από την προσωπικότητά του;

Σ: Δεν ξέρω αν είμαι ρομαντική, αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι γειωμένοι και προσωπικά αυτούς προτιμώ και για συνεργάτες και τέτοιους ανθρώπους θαυμάζω. Θεωρώ ότι είναι εφικτό, απλά είναι δύσκολο. Είναι πολύ πιο εύκολο να πέσεις στην παγίδα και να γίνεις Jessica Brown και είναι δύσκολο να μείνεις γειωμένος.

Τζ: Ακόμη βέβαια και σε αυτές τις ιστορίες για άτομα που νομίζεις ότι είναι καλοί στη συνεργασία, δεν το ξέρεις πραγματικά. Δηλαδή θαυμάζεις ας πούμε έναν καλλιτέχνη, όπως έγινε με τη Lizzo, και μετά σκάει μια ιστορία η οποία “την κάνει cancel”. Οπότε δεν είμαι σίγουρος. Σίγουρα πιστεύω ότι υπάρχουν άτομα που είναι καλοί συνεργάτες, αλλά η πλειοψηφία δεν είναι αυτό. Το θαυμάζω έναν καλλιτέχνη ενέχει νομίζω και το προσωπικό στοιχείο, ερωτεύεσαι τον καλλιτέχνη συνολικά στη ζωή του. Το ταξίδι του, όλη την πορεία. Σπανίως μπορείς να δεις μόνο το έργο.

Σ: Εκτός αν δεν το ξέρεις. Ναι και για μένα πάνε μαζί αυτά.

Τζ: Αλλά αν δεν ξέρεις και θαυμάζεις και μετά γκουγκλάρεις και μάθεις ότι είναι το απόλυτο σκουπίδι αυτό το άτομο, θα πεις “ήταν ένα ωραίο έργο, αλλά δεν με αφορά”.

Σ: Ο ναρκισσισμός ειδικά φαίνεται στον καλλιτέχνη.

 

 

Μια «κηδεία» σαν σινεμά, σαν θέατρο, σαν συναυλία …που θα σε κάνει να ξεχαστείς

 

Ο φακός της κάμερας και η συνθήκη της αναμονής κινούν τη δράση στο ”The life and death of Jessica Brown”.

«Στην αρχή παρακολουθούμε τι γίνεται στο backstage μέχρι να βγει η μπάντα καθώς έχει αργήσει να έρθει η frontwoman Jessica Brown. Υποτίθεται είναι το τελευταίο τους live, αλλά όλοι έχουν το ερώτημα τι θα κάνουν μετά, πώς θα συνεχίσουν και επίσης αν είναι όντως το τελευταίο live. Το διαχειρίζονται εκείνη τη στιγμή σαν να ισχύει και να μην ισχύει παράλληλα. Τους παρακολουθούμε όλους από το backstage και εκεί το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης είναι πραγματικά λες και βλέπουμε σινεμά. Καταλήγει στο τρίτο μέρος που είναι η συναυλία, που αρχίζει», περιγράφει ο Τζέο.

«Από την αρχή υπήρχε η ιδέα της κάμερας και η ιδέα του να είναι σαν μια ταινία το μεγαλύτερο κομμάτι. Δεν ξεκινάμε και λέμε ότι κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για την Jessica Brown. Aποφασίσαμε να το σπάσουμε σε τρία μέρη δραματουργικά, γιατί είχαμε την ανάγκη να τους δούμε μαζί με την κάμερα και ταυτόχρονα live, δηλαδή να παίξουμε με το πώς θα τους δει το κοινό. Οι ηθοποιοί πολλές φορές απευθύνoνται στην κάμερα, προσπαθούν να κρύψουν πράγματα από την κάμερα ή να δείξουν στην κάμερα, ή όντως την ξεχνάνε, γιατί κάτι πιο σημαντικό συμβαίνει εκείνη τη στιγμή μεταξύ τους», σημειώνει η Σοφία.

 

 

Κάπου εκεί βρίσκεται και ένα μπαρ. Το κοινό θα είναι λίγο πιο ελεύθερο. Τους αρέσει άλλωστε να μην υπάρχει αυτή η δέσμευση και το συμβατικό ότι πρέπει να κάθεσαι ακίνητος, αμίλητος, να μην κοιτάς το κινητό σου.

Για τη Σοφία είναι σημαντικό ο θεατής να φύγει και να νιώσει ότι είδε μια μπάντα, να του μείνει η πρωτότυπη μουσική του Gary Salomon, με αναφορές στο garage punk που άκουγε από τα 13 της και φαίνεται να κόλλησε στους edgy χαρακτήρες που δημιούργησαν.

Στον Τζέο αρκεί απλώς να μπεις μέσα σ’ αυτό, να ακολουθήσεις την ιστορία και αυτή την 1,5 – 2 ώρες που θα είσαι εκεί μέσα να μην σκέφτεσαι κάτι άλλο, να μπεις στα προβλήματα άλλων ανθρώπων.

«Να περάσει καλά. Τόσο απλό. Αυτό είναι πάντα για μένα στόχος. Βαριέμαι πάρα πολύ όλα αυτά τα φιλοσοφικά, θεωρητικού τύπου, που πρέπει να έχεις διαβάσει έναν ολόκληρο τόμο για να μπορέσεις να καταλάβεις τι γίνεται. Θεωρώ ότι πρέπει να έρθεις να μην ξέρεις τίποτα και τουλάχιστον να περάσεις καλά μέσα σε αυτό. Ξέρεις, είναι αυτό που πας σε εικαστικές εκθέσεις και βλέπεις ένα έργο που δεν σε αγγίζει, δεν καταλαβαίνεις τίποτα και πρέπει να διαβάσεις από κάτω ένα κείμενο πέντε σελίδων για να το καταλάβεις και να μπεις σε αυτό. Εγώ είμαι της άποψης θα μπω σε ένα μουσείο και εκεί πέρα που θα μου κεντρίσει το ενδιαφέρον, θα κάτσω και μπορεί να το κοιτάω για ώρες. Η ανάγνωση για μένα είναι κάτι πολύ σημαντικό. Δεν μου αρέσει όταν ο άλλος μου ορίζει το πώς να το δω αυτό, το αισθάνομαι πολύ παρεμβατικό.

Πιστεύω γενικά ότι έχουμε φτιάξει κάτι αρκετά ενδιαφέρον από την άποψη ότι μπαίνεις σε κάτι ως ένας τρίτος, ενεργός παρατηρητής σαν να βρέθηκες στον χώρο τυχαία. Δεν περιμένω ότι θα αρέσει σε όλους, δεν θα ταιριάξει σε όλους, αλλά πιστεύω ότι ειδικά visually έχουμε φτιάξει μια ωραία εμπειρία.»

 

 

Η Πειραματική Σκηνή ως διέξοδος

 

Ξεκινώντας και οι δύο από συντηρητικές σχολές κατάλαβαν από νωρίς το θέατρο που δεν θέλουν να κάνουν. Τους συνέδεσαν κοινές εμπειρίες, κοινές θεματικές και μια κοινή ανάγκη να οραματίζονται μια παράσταση συνολικά, να έχουν λόγο πάνω στα πράγματα, να μη μένουν στον ρόλο του ηθοποιού, να λειτουργούν σαν κολεκτίβα. Η Πειραματική ήταν η διέξοδος.

«Η πρώτη μας δουλειά μαζί ήταν στην Πειραματική Σκηνή στο ”Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ”. Πάντα ήταν η σκηνή που με εξέφραζε περισσότερο και είχε πράγματα που με ενδιέφεραν πιο πολύ να δω, που κολλούσαν πιο πολύ με τη δική μου αισθητική, από την περίοδο που ήταν ο Ανέστης(Αζάς) και ο Πρόδρομος (Τσινικόρης)», λέει η Σοφία.

Και ο Τζέο συμπληρώνει: «Ήταν κάπως έξτρα συναισθηματικό τώρα, γιατί πριν 4-5 χρόνια ήταν η πρώτη μας παράσταση και τώρα σκηνοθετούμε εδώ. Όταν ξεκίνησα να βλέπω θέατρο από τις πρώτες παραστάσεις που είδα ήταν στην Πειραματική, ήταν οι μόνες παραστάσεις στην Αθήνα που μπορούσα να δω, όλες τις άλλες τις βαριόμουν και ήταν η μόνη σκηνή που ήθελα να παίξω ως ηθοποιός. Οι παραστάσεις της τότε Πειραματικής εμένα πραγματικά με είχαν διαμορφώσει σαν κουλτούρα θεάτρου. Πουθενά αλλού δεν έβλεπα παραστάσεις που να μη βαριέμαι και είμαι ο χειρότερος ως θεατής, βαριέμαι πανεύκολα. Άμα το δεις απέξω λοιπόν είναι ένας σταθμός.

 

 

Τι θα θέλατε να δείτε στην Πειραματική Σκηνή;

Τζ: Θα ήθελα να δω πιο edgy πράγματα, unapologetically χωρίς κανένα φόβο και επίσης περισσότερο inclusiveness, γιατί όλο το inclusiveness, όσο υπάρχει, το έχουν κολλήσει στην Πειραματική Σκηνή, ας μεταφερθεί και στις άλλες σκηνές.

Σ: Με έναν τρόπο η Πειραματική να είναι ο σπόρος που θα πάει προς τα υπόλοιπα.

Τζ: Ας μιλήσουμε για νέα πράγματα, με νέους ανθρώπους, με χαρακτήρες που είναι queer χωρίς λόγο, χωρίς να υπάρχει το τραύμα ή η κακοποίηση. Στην παράστασή μας υπάρχουν τρεις gay χαρακτήρες χωρίς λόγο. Θα ήθελα να βλέπω και περισσότερα νέα έργα, να έρχονται στην επιφάνεια άλλες φωνές. Δηλαδή πόσο Σαίξπηρ να αντέξουμε;

Σ: Αν υπάρχει μια νέα ματιά, δεν το αποκλείω το κλασικό, αλλά νομίζω ότι αυτό που είναι κουραστικό είναι να μην υπάρχει η νέα ματιά, να το βλέπεις όπως το έβλεπαν τότε, αλλά τα πράγματα δεν είναι ίδια με τότε, δεν μπορεί να είναι ίδια με τότε.

Τζ: Μα αλλάζουν οι θεματικές. Η ζωή πλέον αλλάζει δραματικά. Μιλάμε για τον φεμινισμό πλέον σε μια άλλη βάση, μιλάμε για το ΑΙ. Δεν μπορούμε να πιάνουμε τα έργα με τις ίδιες θεματικές που δεν μας αφορούν πλέον, έχει αλλάξει η κοινωνία. Ας βλέπουμε θέατρο που μιλάει στην κοινωνία στην οποία απευθύνεται, να μην είναι απλά μουσειακές παραστάσεις. Πρέπει να υπάρχουν και τα παλιά, αλλά ας μη βασιζόμαστε μόνο στα παλιά, γιατί μετά το θέατρο γίνεται μουσείο. Ζούμε στο 2024, ας μιλήσουμε γι’ αυτό.

 

 

Info:

 The life and death of Jessica Brown | Θέατρο Rex – Σκηνή «Κατίνα Παξινού», Εθνικό Θέατρο

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.