Ο Θεός προτιμάει το μπρικ

Γιατί η καινούργια ταινία του Γιάννη Σμαραγδή είναι προτιμότερο να μείνει (και θα μείνει) μεταξύ μας

Έχετε διαβάσει παντού τι είναι το Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι. Σωστότερα, έχετε διαβάσει πώς ήταν η πρεμιέρα: «λαμπερή» και «αποθεωτική» τη χαρακτήρισαν την επομένη οι ιστοσελίδες που αντέγραψαν το δελτίο Τύπου και η μία την άλλη – έτσι κι αλλιώς το Μέγαρο δεν είναι Σκάλα του Μιλάνο ή προβολή στις Κάνες, παρά μόνο ο χώρος μιας κοσμικής εκδήλωσης. Εδώ, λοιπόν, θα σας πούμε τι δεν είναι η καινούργια ταινία του Γιάννη Σμαραγδή. Δεν είναι «επική». Δεν είναι «ιστορική». Δεν είναι σε καμία περίπτωση μια ταινία για να ευχαριστήσεις το σκηνοθέτη της, όπως το έκανε ο Χρήστος Παναγιωτόπουλος. Όλη αυτή την παρεξήγηση για το τι είναι σινεμά, από ποια ανάγκη (του σκηνοθέτη) δημιουργείται και ποιες ανάγκες (του κοινού) εξυπηρετεί, μπορείτε να τη βρείτε συμπυκνωμένη στο κείμενο αυτό, όπου τίποτα από την καλλιτεχνική αποτίμηση δεν ισχύει: πότε δίδαξε η Κατρίν Ντενέβ «μεγαλείο και απλότητα μαζί», σε ποια άκρη του πλάνου στέκονταν όλοι αυτοί οι «εξαιρετικά δυνατοί χαρακτήρες» και πού κρύφτηκαν όλες αυτές οι «συγκλονιστικές εικόνες»; Έχουμε καμιά ελπίδα να τις δούμε στο making of; Όλο το ζουμί βρίσκεται στον επίλογο: «Και κάτι τελευταίο: ο Σμαραγδής στέλνει ένα σημαντικό μήνυμα και στο εσωτερικό. Ο Βαρβάκης έδωσε τα πάντα για την πατρίδα του! Οι σημερινοί πλούσιοι της χώρας τι κάνουν, εκτός απ’ το να κοιτάζουν την τσέπη τους; Πού είναι κρυμμένοι οι σύγχρονοι εθνικοί ευεργέτες;» Τα σχόλια των αναγνωστών (κάτι για «λαμόγια» λένε και «νεόπλουτα βλαστάρια» που κοιτάζουν την πάρτη τους και δεν μπορούν να σταθούν στο ύψος του Βαρβάκη) είναι ενδεικτικά για την υποδοχή της ταινίας ως μια δημιουργία που η καλλιτεχνική της αξία θεωρείται αυτονόητη από τη στιγμή που το μήνυμά της εκφράζει και ικανοποιεί τον λαβωμένο από την κρίση λαό. Το Χαβιάρι έχει αναχθεί πριν καν βγει στις αίθουσες σε σημαία των αγανακτισμένων Ελλήνων. Κι ο Λάκης Λαζόπουλος, που πετάγεται να πει ένα γεια στο πλατό σαν να κάνει cameo εμφάνιση ο γέροντας Παΐσιος, θα την κουνήσει αυτήν τη σημαία στην τηλεοπτική του επιθεώρηση, με κείνη την ψευδαισθητική περηφάνεια που πάντα θα στέκεται εμπόδιο στην αυτογνωσία μας.

Θυμάστε ποιος είχε μιλήσει για ελληνικό DNA; Σωστά: η Φανή Χαλκιά. Αλλά για ελληνικό DNA μιλάει και ο Γιάννης Σμαραγδής. Θα έχετε παρατηρήσει ότι όποιος μιλάει για ελληνικό DNA θέλει τα μηνύματα της τέχνης να είναι απλά και εύληπτα. Όχι σαν τη θολοκουλτούρα του Κυνόδοντα, που ευτυχώς γλίτωσε το κράξιμο όταν η ίδια εφημερίδα που αργότερα θα έκραζε την αναλόγου προβληματισμού παράσταση της Κιτσοπούλου, βρήκε μια καλή ελληνική αφορμή στην οσκαρική υποψηφιότητα για να πουλήσει την ταινία του Λάνθιμου στην πλήρη έκδοσή της. Είμαι σίγουρος ότι ελάχιστοι από τους αναγνώστες της εφημερίδας είδαν τον Κυνόδοντα. Είμαι ακόμα πιο σίγουρος ότι όσοι τον είδαν θα εύχονταν αντί για το DVD να έχουν βρει στο πρωτοσέλιδο ένα κουπόνι για βενζινάδικο ή σούπερ μάρκετ. Η διαφορά ανάμεσα στον Κυνόδοντα και το Ο Θεός αγαπάει το Χαβιάρι είναι ότι η πρώτη ταινία διεθνοποιεί τους συμβολισμούς της, ενώ η δεύτερη τοπικίζει. Η πρώτη μιλάει μια ενδιαφέρουσα, μια ανήσυχη γλώσσα, ενώ η δεύτερη αγνοεί ακόμα και βασικούς κινηματογραφικούς κανόνες. «God Loves Caviar is so implausibly, layghably bad, the only positive comment to make would be to watch it only to learn exactly what not to do when making a film». Αγγλικά ξέρετε και δεν χρειάζεται να σας μεταφράσω αυτό που έγραψε ένας ξένος κριτικός, ο οποίος είδε το Χαβιάρι στο Τορόντο και δεν πρέπει να αισθάνθηκε τόσο τυχερός όσο ο κ. Παναγιωτόπουλος. Αλλά αυτός ο κριτικός είναι σίγουρα μασώνος, Εβραίος, εκπρόσωπος της τρόικας και του ΔΝΤ, άλλος ένας που περιμένει να φτηνύνουν τα διαμερίσματα στην Κυψέλη για να έρθει να μας εξαγοράσει. Κάτι τέτοιο ανθελληνικό πρέπει να είναι για να θάβει τόσο αφοριστικά την ταινία που τονώνει την πίστη μας στην εθνική δυναμική μας.

Δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση που ο Σμαραγδής έκανε μια ταινία χειρότερη από το El Greco Σκηνοθετικά δεν το έχει, όπως δεν το έχει στην εκτίμηση των μέσων που διαθέτει. Είναι σαν να αποφασίζει μια μέρα ο ALTER να φτιάξει το δικό του Game of Thrones. Αλλά το μόνο που μπορεί να κάνει είναι η Λίμνη των Στεναγμών. Αν θέλεις να το παίξεις μπλοκμπαστεράς της Ιστορίας, δεν σε σώζουν όλες οι Catherine Deneuve του κόσμου, ειδικά όταν δεν μπορείς να τις καθοδηγήσεις υποκριτικά, ούτε η εντελώς αδικαιολόγητη εμμονή με το διεθνές καστ (μήπως για να τους κάνουμε συνένοχους στην εθνική μας υπόθεση;), η οποία προκαλεί μια αστεία σύγχυση τύπου πύργος της Βαβέλ.

Με εκείνη τη βιογραφία του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου ο Σμαραγδής βρήκε την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά. Με άλλα λόγια, τη συνταγή που μπορεί να ξεκουνήσει εκείνες τις χιλιάδες των θεατών που πηγαίνουν σινεμά μια φορά το χρόνο για να παρακολουθήσουν την ταινία-γεγονός του έτους. Ειδικά αν αυτή είναι ελληνική, τότε πρέπει να καταθέσουμε όλοι τον οβολό μας. Από το Safe Sex και την Πολίτικη Κουζίνα, στο Χαβιάρι, λοιπόν. Δεν λέω ότι οι προθέσεις του σκηνοθέτη είναι εμπορικές, αλλά ότι μέσα σ’ όλη αυτή την απλοϊκή προσέγγιση της Ιστορίας και του κινηματογράφου, η εμπορική επιτυχία του El Greco λειτουργεί ως επιβράβευση. Και δυστυχώς αυτή την επιβράβευση θα συνεχίσουμε να τη δίνουμε μαζικά όσο αντιμετωπίζουμε κομπλεξικά το «χαβιάρι» της τέχνης κι αντί γι’ αυτό προτιμάμε το υποκατάστατο μπρικ. Κι όχι επειδή είναι φθηνότερο.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.