O σκηνοθέτης Γρηγόρης Ρέντης μιλάει για τη βραβευμένη του ταινία «Βάρδια» στον κόσμο των περατών και των μισθοφόρων

«Δεν είναι μια ταινία που θα σου μιλήσει για τις δυσκολίες της πειρατείας. Αυτό που με ενδιέφερε είναι να προβάλω τη ματαίωση ενός μεγάλου στόχου, ενός ονείρου που συχνά μας ορίζει και το οποίο κυνηγάμε, την ίδια στιγμή που η ζωή μας προσπερνά»

Το ντοκιμαντέρ του «Βάρδια», η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους έχει ήδη σημειώσει εξαιρετική πορεία στα διεθνή φεστιβάλ, αποσπώντας το Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Μόσχας ενώ ήταν ο υπερήφανος αποδέκτης του Αργυρού Αλέξανδρου, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Ρέντης σίγουρα είναι ένα πρόσωπο που θα μας απασχολήσει πολύ τα επόμενα χρόνια με τις ιστορίες και τους ήρωές του.

Η ταινία «Βάρδια» διεισδύει στην καθημερινότητα τριών Ελλήνων μισθοφόρων, οι οποίοι προστατεύουν εμπορικά πλοία από πειρατές στα επικίνδυνα νερά της Σομαλίας. Μια ταινία πάνω στην ανδρική ταυτότητα και τη ματαίωση των στόχων.

 

 

Ένα απαιτητικό εγχείρημα που χρειάστηκε επτά ολόκληρα χρόνια να ολοκληρωθεί– η περίοδος της καραντίνας σαφώς συνέβαλε αρνητικά. Αυτές τις ημέρες, ολοκληρώνοντας το μεγάλο ταξίδι της ταινίας, επιστρέφει στην Αθήνα για τρεις προβολές στον Δαναό στις 18, 20 και 21 Ιανουαρίου, παρουσία του ίδιου, με τον οποίο θα ακολουθήσει συζήτηση μετά το τέλος της ταινίας. Με αυτή την αφορμή είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί του για την ταινία αλλά και τα επόμενα σχέδιά του.

Η πρώτη του επαφή με τον κόσμο των περατών και των μισθοφόρων έγινε τα προηγούμενα χρόνια από τον θείο του που ήταν ένας από τους πρώτους μισθοφόρους:

«Ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες που μπήκε στον χώρο του maritime security, την περίοδο 2007-2008, και δούλεψε ως μισθοφόρος και δραστηριοποιήθηκε σε αυτή την περιοχή που έχει χαρακτηριστεί και ως high risk περιοχή. Επέστρεφε συχνά με αφηγήσεις από έναν κόσμο γεμάτο περιπέτεια, εμπειρίες και ρίσκα. Ιστορικά οι πειρατές ήταν συνυφασμένοι με μια φιλοσοφία γοητευτική, ένα κίνδυνο που σε ελκύει. Άκουγα αυτά που μου μετέφερε και κάποια στιγμή άρχισα εκεί να βλέπω μια ταινία».

 

 

Επιθυμία του Γρηγόρη Ρέντη δεν ήταν να φτιάξει μια ταινία για την πειρατεία:

«Δεν με ενδιέφερε να προσεγγίσω το θέμα δημοσιογραφικά. Δεν είναι μια ταινία που θα σου μιλήσει για τις δυσκολίες της πειρατείας. Αυτό που με ενδιέφερε είναι να προβάλω τη ματαίωση ενός μεγάλου στόχου, ενός ονείρου που συχνά μας ορίζει και το οποίο κυνηγάμε, την ίδια στιγμή που η ζωή μας προσπερνά. Πράγματα που έχουν αξία τελικά τα βλέπουμε πολύ αργά. Η συνθήκη αυτών των ανθρώπων να βρίσκονται πάντα σε επιφυλακή για κάτι που μπορεί να μην έρθει ποτέ, δημιουργεί μια συμβολική αποτύπωση αυτού του προβληματισμού».

Μια έρημος από θάλασσα απλώνεται τριγύρω τους, μια «μοναστική κατάσταση» βιωμένη ολοκληρωτικά από τους τρεις ήρωες για έναν εχθρό που ποτέ δεν υψώνεται εμπρός τους. Η απόλυτη ματαίωση. Από βάρδια σε βάρδια περιμένουν τον υπέρτατο εχθρό αλλά τίποτα απολύτως δεν συμβαίνει, ενώ την ίδια στιγμή η ζωή τους έχει μείνει ξεκρέμαστη, φεύγει από τα χέρια τους, απομακρύνεται σιωπηλά.

 

 

Απαιτητική πορεία, προκλήσεις αλλά και μεγάλες «νίκες»

 

Η ταινία «Βάρδια», ήταν μια εξαντλητική και απαιτητική πορεία. Οι μεγαλύτερες δυσκολίες φυσικά εντοπίζονται στην ανεύρεση των τριών βασικών ηρώων, στα πρόσωπα των οποίων είναι στραμμένο το βλέμμα ολόκληρης της ταινίας. Πρώτος ο 18χρονος Γιώργος που ο φακός του Γρηγόρη Ρέντη τον συναντά στο Γκάλε της Σρι Λάνκα, μία ημέρα προτού επιβιβαστεί στο πλοίο για το πρώτο του ταξίδι ως μισθοφόρος, δεύτερος ο 30χρονος Κώστας, που τον παρακολουθούμε εν πλω, και τρίτος ο Βίκτωρ, ένας άνδρας κοντά στα 50, που τον βλέπουμε στη στεριά να αποφασίζει να εγκαταλείψει τα πλοία αναζητώντας πλέον θέση στα γραφεία μιας ναυτιλιακής εταιρείας ως εκπαιδευτής: «Μια σκυταλοδρομία της ζωής, σαν να πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο σε διαφορετική ηλικία και σε ένα περιβάλλον που παραμένει κάπως σταθερό».

Η ανεύρεση των ανθρώπων έγινε μέσα από διάφορους κύκλους, ξεκινώντας από το εργασιακό περιβάλλον του ίδιου του θείου του αλλά και μέσα από σχετικά γραφεία ασφάλειας:

«Ήταν πολύ δύσκολη η ανεύρεση αυτών των ανθρώπων, γιατί εκτός από τη σύμφωνη γνώμη τους για δημοσιοποίηση των στοιχείων τους, ήθελα να συγκεντρώνουν και κάποιες αντιφάσεις. Να τους ενδιαφέρει και να τους γοητεύει η δουλειά που κάνουν, να θέλουν να προστατέψουν τα πλοία και να επιζητούν την περιπέτεια, αλλά από την άλλη να τους ενδιαφέρει βαθιά και η ίδια η δουλειά που κάνουν».

 

 

Πολλές οι συνεντεύξεις που ο Γρηγόρης Ρέντης θα κάνει μαζί τους με το βλέμμα του διαρκώς καρφωμένο πάνω τους. Παρατηρεί, σημειώνει, δεν πρέπει τίποτα να του ξεφύγει. Οι επαναλήψεις, μοτίβα συμπεριφοράς όπως το κούρεμα των μαλλιών πλάθουν έναν κόσμο ανίας σε μια συνεχή ροή:

«Πραγματοποίησα πολλές συνεντεύξεις μαζί τους, και αποτελούν υλικό με τεράστιο ενδιαφέρον, παρά του ότι καμία δεν συμπεριλήφθηκε στο ντοκιμαντέρ. Με βοήθησαν να προσεγγίσω με σεβασμό το θέμα, πιο ανθρωποκεντρικά».

Η δεύτερη μεγάλη δυσκολία ήταν η ανεύρεση του πλοίου για τα γυρίσματα: «Ευτυχώς βρέθηκε η εταιρία M Maritime, μια ναυτιλιακή που από τη μία πλευρά έδινε μεγάλη βαρύτητα σε θέματα ασφάλειας και έτσι ένιωσε άνετα να τα προβάλλει, ενώ από την άλλη πλευρά διέθετε μια ευαισθησία προς την Τέχνη και την ενδιέφερε πολύ η παραγωγή αυτού του έργου. Μας επέτρεψε έτσι να ανεβούμε σε ένα από τα πλοία της και να ακολουθήσουμε τη διαδρομή από τη Σρι Λάνκα προς το Σουέζ για τα γυρίσματα».

Γυρίσματα υπό αληθινά πυρά, αλλαγές προγραμμάτων, επιβίβαση συνεργείου κινηματογράφησης στο πλοίο εν πλω, επισκέψεις και γυρίσματα σε μέρη όχι πάντα φιλόξενα αλλά και μια παγκόσμια επιδημία μερικές μόνο από τις επιπλέον δυσκολίες ενός προκλητικού εγχειρήματος που ωστόσο φέρει πολλαπλά οφέλη προσωπικά και επαγγελματικά για τον ίδιο:

«Η ταινία γυρίστηκε περνώντας από κρίση σε κρίση, κάτι που αποτυπώνεται κατά κάποιο τρόπο και στην ίδια. Η μελαγχολία και η απομόνωση των χαρακτήρων μερικά από αυτά. Με τον καιρό συνειδητοποίησα πως κάθε δυσκολία έκανε την ταινία πιο ενδιαφέρουσα και πιο ουσιαστική. Μετά από ένα σημείο έμαθα να καλωσορίζω τις δυσκολίες, να τις θεωρώ καλό οιωνό. Έμοιαζε με μια πυξίδα εκ των έσω που με βοήθησε να προχωρήσω. Ταυτόχρονα, καθώς το ντοκιμαντέρ ως είδος προσφέρει ελευθερία, δοκίμασα πολλές νέες υφολογικές προσεγγίσεις που είχα στο μυαλό μου και αφηγηματικές διαδρομές που τώρα μπορώ στο επόμενο βήμα μου να υιοθετήσω».

Μια ταινία σχεδόν μέσα στη σιωπή απαιτεί και ένα εξαιρετικό μοντάζ. Οι ιστορίες έπρεπε να είναι αυτόνομες και ταυτόχρονα να συνθέτουν μια ολοκληρωμένη ιστορία:

«Ο Χρόνης Θεοχάρης, ο άνθρωπος που είχε κάνει και το μοντάζ στην “Αγέλαστο πέτρα” του Φίλιππου Κουτσαφτή το 2000, πραγματικά έκανε τρομερή δουλειά. Είχε και την εμπειρία αλλά και την ωριμότητα για αυτό το έργο, καθώς ήταν πολύ δύσκολο να διατηρηθεί ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις τρεις ιστορίες».

 

 

Η αγάπη του για τον κινηματογράφο και τα επόμενα βήματα

 

Αγαπούσε από μικρός τον κινηματογράφο και από όσο θυμάται τον εαυτό του έβλεπε πολλές ταινίες. Στα εφηβικά του χρόνια θα εκτεθεί σε κάποιες επανεκδόσεις αριστουργηματικών ταινιών όπως το «8½» του Φελίνι και η «Περσόνα» του Μπέργκμαν, στιγμές καθοριστικές για την αναγνώριση της αφηγηματικής δύναμης του κινηματογράφου, πέρα δηλαδή της συμβατικής προσέγγισης. Τότε θα αρχίσει να μελετάει έντονα τον κινηματογράφο, παρόλο που θα περάσει καιρός μέχρι να καταλήξει στον δρόμο της σκηνοθεσίας. Αρχικά θα σπουδάσει Ηλεκτρoλόγος Μηχανικός στο Ιmperial College του Λονδίνου και αμέσως μετά κινηματογράφο στο California Institute of the Arts:

«Νομίζω ότι είναι σημαντικό να έχεις κάνει μια διαδρομή προσωπική πριν αφοσιωθείς στον κινηματογράφο. Το να κάνεις ταινίες δεν σχετίζεται μόνο με την τεχνική αλλά με το πώς βλέπεις και τον κόσμο. Άρα θέλει χρόνο».

 

 

Ο κύκλος έχει πλέον κλείσει και δηλώνει αφοσιωμένος στον κινηματογράφο ετοιμάζοντας πλέον την επόμενη μεγάλου μήκους ταινία του. Μια ταινία μυθοπλασίας αυτή τη φορά και όχι ντοκιμαντέρ:

«Δουλεύω το ίδιο καλά και με τα δύο είδη αν και με γοητεύει λίγο περισσότερο η πραγματικότητα. Είμαι λίγο προβληματισμένος βέβαια με τον διαχωρισμό τους – σαφώς υπάρχουν διαφορές αλλά για εμένα και τα δύο είναι μέρος ενός φάσματος, δεν είναι άσπρο ή μαύρο. Η αφετηρία είναι παρόμοια και στα δύο. Αυτό που αλλάζει αφορά το πώς θα ειπωθεί πιο σωστά τελικά η ιστορία».

Η επόμενη ταινία του αφορά μια αθλήτρια της ενόργανης γυμναστικής και την προετοιμασία της για τους Ολυμπιακούς του Σίδνεϋ με τίτλο “Sydney Smiles Future Perfect” με τα γυρίσματα να ξεκινάνε μέχρι το τέλος αυτού του έτους. Το σενάριο της νέας ταινίας θα είναι προϊόν συνεργασίας τριών ατόμων, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Γρηγόρης Ρέντης: «Ακουμπάει στην ίδια θεματική με τη Βάρδια. Και εδώ θέλω να προσεγγίσω το ζήτημα της τοξικότητας της αριστείας, τον αγώνα για την καταξίωση και τον υπέρτατο στόχο με όλες τις προσωπικές θυσίες που απαιτούνται».

Ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος φαίνεται πως βρίσκεται σε μια φάση που διαρκώς ανθίζει, παρά τις οικονομικές δυσκολίες που υπάρχουν:

«Πέρα από τις ήδη εδραιωμένες φωνές υπάρχουν πολλές νέες με ενδιαφέρουσες προτάσεις. Πέρα από τους σκηνοθέτες και τους σεναριογράφους, οι νέοι παραγωγοί επίσης έχουν μια σημαντική θέση στην ευρωπαϊκή κινηματογραφία. Ελπίζω να συνεχίσει να μας αφορά ο κινηματογράφος, κοινό και κινηματογραφιστές».

 

 

Πρεμιέρα στο CineDoc

 

Το ντοκιμαντέρ ΒΑΡΔΙΑ (DOGWATCH) του Γρηγόρη Ρέντη κάνει πρεμιέρα στο CineDoc και έρχεται για τρεις προβολές στον κινηματογράφο ΔΑΝΑΟ στις 18, 20 και 21 Ιανουαρίου. Και οι τρεις προβολές θα πραγματοποιηθούν παρουσία του σκηνοθέτη, με τον οποίο θα ακολουθήσει συζήτηση μετά το τέλος της ταινίας.

Παράλληλα με τις προβολές του ΔΑΝΑΟΥ, ο σκηνοθέτης θα παρουσιάσει στο φουαγιέ του κινηματογράφου μία φωτογραφική έκθεση με τίτλο Hurry Up and Wait, με υλικό από τα γυρίσματα της ταινίας.

 

Επιπλέον προβολές του ντοκιμαντέρ θα πραγματοποιηθούν σε Ρέθυμνο (13/1) και Θεσσαλονίκη (17/1).

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.