Θεσσαλονίκη Σκιών

Μια τραγωδία που δεν καθαίρει στο ΚΘΒΕ

Σ’ αυτό το θέατρο σκιών τι περιμένω
πάλι θα σβήσουνε τα φώτα της οθόνης
και συ σαν σφίγγα θα μου το κρατάς κρυμμένο
ποιος είν’ ο θεατής και ποιος ο θεατρώνης

Άλκης Αλκαίος, Θέατρο Σκιών, 1986

Ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος. Κάθε φορά που η καμπύλη της αίγλης του φυλάρχου φθίνει, ένα καινό δαιμόνιο που μόνο εκείνος μπορεί να αντιμετωπίσει κάνει την εμφάνισή του στην κοινότητα. Για κάθε λύση που δεν μπορεί να δοθεί, για κάθε αλλαγή που δεν είναι ακόμη ανεκτή, εμφανίζεται ένα καινούργιο πρόβλημα, ένας καινούργιος εχθρός, που, αθώος ή ένοχος, αναλαμβάνει να γίνει η κολυμβήθρα του Σιλωάμ που θα ξεπλύνει τις ντροπές μας. Ο τρελός του χωριού, η μάγισσα, η πόρνη, ο Εβραίος, ο ομοφυλόφιλος, ο αριστερός, ο μετανάστης. Στην απομόνωση, στην πυρά, στην εξορία, στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο μπαμπούλας για να φάει το παιδί και την τελευταία μπουκιά από το φαΐ του και για να καταπιεί ο μεγάλος και το τελευταίο ίχνος από το δικαίωμα αυτοδιάθεσής του.

Ο Zygmunt Bauman μιλάει για σπαταλημένες ζωές*. Στο σύγχρονο καπιταλιστικό πλαίσιο, το εργοστάσιο της παγκοσμιοποίησης δεν παράγει μόνο τόνους απορριμμάτων, αποφάγια μιας υπερκαταναλωτικής κοινωνίας, αλλά και εκατομμύρια ανθρώπινα απορρίμματα, άτομα που δε χωράνε στις γραμμές, που εξαναγκάζονται στην περιθωριοποίηση και, πολύ συχνά, στον εκπατρισμό. Αυτά τα καραβάνια απόκληρων παίζουν την ίδια στιγμή ένα ζωτικό ρόλο. Υποδύονται τον εχθρό της δημόσιας τάξης και ταυτόχρονα την απόδειξη της αναγκαιότητας ύπαρξης του κράτους: εφόσον αυτό απώλεσε την όποια οικονομική και κοινωνική ισχύ του, έχοντας παραδώσει τα κλειδιά στις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς, τού μένει μόνο να προσποιείται τον εγγυητή της ασφάλειας των πολιτών, σαν ένας (λιγότερο ρομαντικός) Δον Κιχωτής απέναντι σε συχνά ανύπαρκτους εχθρούς.

Η σύγχρονη Ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι γεμάτη τέτοιους θερβαντικούς ανεμόμυλους. Αόρατοι εχθροί, σε μια πόλη-σκηνικό ενός «Άγνωστου Πολέμου», ανακυκλώνουν, κυρίως από την κατοχή και κατόπιν, τη σκιά κάθε είδους ιδεοληψίας που κατατρύχει τους κατοίκους της. Οι τελευταίοι παραμένουν σε μεγάλο ποσοστό βαθιά συντηρητικοί και φανατισμένοι, ακόμα και στις πλέον σύγχρονες, εναλλακτικές απόψεις τους.

Μια Ιστορία, λοιπόν, γεμάτη μαύρες τρύπες που δε λένε να κλείσουν. Υπόθεση Πολκ-Στακτόπουλου, Λαμπράκη, Παγκρατίδη. Άγριες δολοφονίες, παρακράτος σε παροξυσμό, δικαιοσύνη-θέατρο σκιών, κρατικός μηχανισμός σμπαράλια, «φιλήσυχοι» πολίτες που ελέω φόβου μετατρέπονται σε σωτήρες δωσίλογους ή σιωπηλούς συνένοχους και ένας πολιτικός σκοπός που κάθε φορά επιτυγχάνεται. Λεκέδες στο λευκό λινό φόρεμα μιας πόλης που καμαρώνει την ευπρέπειά της.

Κι αν για τις υποθέσεις Λαμπράκη και Πολκ τα πράγματα είναι κάπως πιο ξεκάθαρα (οι πραγματικοί βέβαια ένοχοι εξακολουθούν να διαφεύγουν), η περίπτωση Παγκρατίδη, του ανθρώπου που εκτελέστηκε το 1968 ως «δράκος του Σέιχ Σου», εξακολουθεί να διχάζει. Άνθρωποι που παίρνουν όρκο για την αθωότητα ή την ενοχή του αντίστοιχα, αντικρουόμενα στοιχεία και μια δίκη παρωδία, ικανή να καταστρέψει τα όποια ψήγματα αξιοπιστίας απέμειναν στην ελληνική δικαιοσύνη.

Το θέμα επανέρχεται στην επιφάνεια με πολλούς τρόπους, κυρίως τα τελευταία χρόνια. Κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, θεατρικές παραστάσεις, βιβλία. Σε μια ανάλογη απόπειρα, ο Θωμάς Κοροβίνης αναψηλαφεί την υπόθεση με το βιβλίο του «ο Γύρος του Θανάτου», για το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011, και παρέχει το δραματουργικό υλικό για την ομώνυμη παράσταση που ανεβαίνει στο ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη από τις 5 Απριλίου.

Ο Κοροβίνης υιοθετεί μια πολυπρόσωπη αφήγηση με εννιά φανταστικούς ήρωες που σχετίζονται με κάποιον τρόπο με τον Παγκρατίδη και που αναλαμβάνουν να περιγράψουν έναν άνθρωπο, μια ολόκληρη εποχή και να αμφισβητήσουν ανοιχτά την ετυμηγορία του δικαστηρίου 50 χρόνια πριν. Ο Μαστοράκης εκκινεί από το εύρημα του Κοροβίνη και στήνει μια πολυμεσική παράσταση: θέατρο, σινεμά, τραγωδία, θέατρο σκιών.

Το σκηνικό θυμίζει οθόνη Cinemascope. Kινηματογραφικά στημένο για να σε παραπλανήσει, λες και η υπόθεση που θα παρακολουθήσεις δε σε αφορά, λες και συνέβη σε τόπο και χρόνο μακρινό. Την ίδια στιγμή που φαντάζει οικείο, αδυνατείς να το ορίσεις. Αίθουσα δικαστηρίου; Χώρος αναμονής σε σιδηροδρομικό σταθμό; Το σαλόνι ενός «οίκου ευγηρίας»; Με την εμφάνιση των εννιά ηθοποιών θαρρείς πως μεταφέρθηκες στην Αριστοτέλους, εκεί που τα πρωινά πολύλογοι γέροντες στήνουν μια μικρή, ιδιότυπη «Βουλή». Η Ελλάδα του ’50, της προσφυγιάς και της φτώχειας, εκείνη που σπάνια τράβηξε την προσοχή του ελληνικού κινηματογράφου, ανασυντίθεται μπροστά σου. Άγρια, θλιμμένα πρόσωπα, καρικατούρες, φαντάσματα του χθες που ξέμειναν να μας θυμίζουν τις ντροπές μας. Μακιγιάζ παντομίμας. Πρόσωπα αρχαίας τραγωδίας και ταυτόχρονα κλόουν. Άνθρωποι και ταυτόχρονα σκιές σε έναν τοίχο που δε λέει να πέσει. Ο φωτισμός, ο δέκατος επί σκηνής πρωταγωνιστής, φωτοσκιάζει κυκλικά τις αλήθειες και τα ψέματα. (Οι αναφορές στον Bob Wilson είναι, νομίζω, ευθείες).

Ο ενδέκατος πρωταγωνιστής είναι η μουσική. Ένας πιανίστας επί σκηνής συνοδεύει τα χορικά των τραγωδών πρωταγωνιστών. Μικρές variations σε ρεμπέτικα τραγούδια, έκφραση του λαϊκού συναισθήματος σε συχνότητες που δεν πιάνει το αυτί της δικαιοσύνης: «Τι πάθος ατελείωτο…» περιγράφει τον Παγκρατίδη να χορεύει λίγο πριν χαθεί ένας από τους πρωταγωνιστές της παράστασης. Αλλά και σατιρικές παραλλαγές σε στρατιωτικά εμβατήρια που χαστουκίζουν ανερυθρίαστα το αλαβάστρινο μάγουλο του στρουθοκαμηλίζοντος «καμαριού της καρδιάς μας».

Υπάρχουν τέλος δύο ακόμη, αόρατοι, πρωταγωνιστές. Ο πρώτος είναι ασφαλώς ο ίδιος ο Παγκρατίδης. Δεν εμφανίζεται ποτέ επί σκηνής, τα λόγια του, όπως μεταφέρονται από τους πρωταγωνιστές, είναι μετρημένα. Κι όμως το στοιχειό αυτού του ανθρώπου «του πάθους και της μοίρας», όπως τον περιγράφει ο Κοροβίνης, κάθεται στο διπλανό σου κάθισμα, μαζί με το δεύτερο αόρατο πρωταγωνιστή, την ντροπή.

«Σαν το σκυλί», λέει ο αντιμέτωπος με μια παράλογη καταδίκη Κ. στη «Δίκη» του Κάφκα, καθώς τα μάτια του σβήνουν, «λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχει και μετά το θάνατο του.» Και εξακολούθησε. Η παράσταση οδηγείται στην κορύφωση με ένα συγκλονιστικό μονόλογο του Γιάννη Σιαμσιάρη (η Λολό), αλλά δεν οδηγεί ποτέ στην κάθαρση, όχι μόνο τον ήρωά της, όπως αναφέρει ο Κοροβίνης, αλλά, συνεκδοχικά και καταρχήν, το θεατή της. Αυτόν που μπήκε ενδεχομένως ανυποψίαστος στην αίθουσα και βγήκε κουβαλώντας στις πλάτες του το βάρος μιας ντροπής που δεν ήξερε ότι νιώθει. Αυτόν που έμαθε να βιώνει την κάθαρση δι’ αντιπροσώπου, μέσα από το πάθος των άλλων, εκείνο που συχνά αγνοεί. Πόσες σκιές να κρύψει κι αυτή η πόλη κάτω από το λευκό φόρεμά της πια… Άλλος για κάθαρση;

* Σπαταλημένες Ζωές – Zygmunt Bauman, Εκδόσεις Κατάρτι 2005, μτφρ. Μάρκος Καρασαρίνης.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.