Ο Δημήτρης Καραντζάς και ο θίασος του «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» μιλούν για το «επαναστατικό» έργο και το «ραντεβού θανάτου» στο Εθνικό Θέατρο

«Εδώ, μιλάω για την ανάγκη να υπάρξει μια αγάπη σε έναν τόπο που έχει αρνηθεί στον άνθρωπο το δικαίωμα να έχει επιθυμίες»

Φωτογραφίες: © Γκέλυ Καλαμπάκα

«Γελά το γκρίζο φως, η νύχτα σκυθρωπιάζει και παρδαλή αυγή τα σύννεφα χαράζει. Κι όλο λεκέδες το σκοτάδι πριν καεί, φεύγει τρεκλίζοντας στο φως σαν τον μπεκρή».

Με αυτά τα λόγια ειπωμένα από τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη ξεκινάει για μένα η περιδίνηση στο σκοτεινό σύμπαν που δομεί ο Σαίξπηρ με λέξεις. Λέξεις που ακολουθούν η μία την άλλη, λέξεις που συμπληρώνουν ή ακυρώνουν η μία την άλλη, λέξεις που όλες μαζί συνθέτουν ένα από τα σπουδαιότερα πονήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, το ποίημα των ποιημάτων. «Γιατί δεν υπήρξε ποτέ ιστορία πιο θλιβερή από αυτήν της Ιουλιέττας και του Ρωμαίου».

Η ιστορία δύο παιδιών που όσο και αν πάλεψαν να βρουν τη θέση τους στον κόσμο, όσο και αν προσπάθησαν να πάνε κόντρα στα πρέπει που άλλοι έβαλαν στον δρόμο τους, μέσα από τον αβυσσαλέο και τρομακτικό έρωτά τους είχαν δώσει ραντεβού με τον θάνατο. 

Παρακολουθώντας την πρόβα της παράστασης που ετοιμάζει ο Δημήτρης Καραντζάς στο Εθνικό Θέατρο, καταλαβαίνω πως ο δημιουργός διάβασε το υπαρξιακό παραμύθι του Σαίξπηρ ως μια ιστορία ενός έρωτα που ανθίζει στο σκοτάδι. Μια ιστορία με κοινωνικοπολιτικό πρόσημο που φαίνεται να τον αφορά πολύ. Μια ιστορία για τους ευαίσθητους στον κόσμο των αγρίων.

Με αφορμή, λοιπόν, αυτό το ραντεβού θανάτου που δίνεται από τις 20 Απριλίου στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς και οι ηθοποιοί Ηρώ Μπέζου, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κλίνης και Άννα Καλαϊτζίδου μιλούν στο ελc για το σκοτάδι και το φως, για την αγάπη και το μίσος, για τη ζωή και τον θάνατο, για τη βία και την ευαισθησία, για τη χαρά και την κατάθλιψη.

ευαίσθητοι σε έναν κόσμο αγρίων

Ο Δημήτρης Καραντζάς συναντά το έργο και σοκάρεται με το ρυπαρό τοπίο του, την κοινωνία που βρίσκεται σε παρακμή και αισχρή και λεκιασμένη ορίζει τα πρέπει και τα μη:

«Είναι ένα έργο που αγαπώ από πολύ μικρός. Είχα δει την παράσταση του Μαρμαρινού το 2003, στην εφηβεία μου, μια μεταγραφή του έργου, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, η τρίτη μνήμη. Το είχα στο μυαλό μου σαν ανάμνηση. Τώρα που το ξαναδιάβασα έπαθα μεγάλο σοκ με τη σκληρότητα του κόσμου του Σαίξπηρ όχι μόνο για τους δύο ερωτευμένους αλλά και για τους υπόλοιπους.

Ο Σαίξπηρ φτιάχνει ένα τοπίο στο οποίο η μητέρα της Ιουλιέττας και η παραμάνα τής μιλούν σαν να είναι εμπόρευμα: πρέπει να σε δώσουμε σε πλούσιο γαμπρό, γιατί ήρθε η ώρα να ξαπλώνεις ανάσκελα. Οι άντρες είναι σε ένα καθεστώς μόνιμης διαχείρισης της ορμής τους, η οποία άλλοτε εκδηλώνεται σε βία άλλοτε σε νύξεις ερωτισμού. Στο έργο δεν υπάρχει ακριβώς φύλο. Σαν να είναι όλα πιθανά.

Η βία και ο ερωτισμός εκπορεύονται από την ίδια υπερβολική ανάγκη για ζωή. Η παράστασή μας έχει βασιστεί πολύ στη γιορτή του Καπουλέτου, όπου γνωρίζονται οι δύο, μια γιορτή σαν οποιαδήποτε γιορτή που εξελίσσεται σε μια οργιαστική και αργότερα βίαιη, τελικά έκπτωτη και κάτω από τα όρια της ντεκαντάνς συνύπαρξης. Όταν τόσο άγριες φύσεις, συντονισμένες στο μίσος, συναντιούνται, το μόνο που προκύπτει είναι η άπωση.

Οι δύο κεντρικοί ήρωες ζουν σε ένα τοπίο θανάτου και τελικώς βρίσκουν έναν τόπο να κρατηθούν -τον έρωτα. Τον γνωρίζουν μαζί και δημιουργούν το λεξιλόγιό του, ένα λεξιλόγιο λυρισμού. Λυρισμός σε μια εκατόμβη».

η δυσωδία της πατριαρχίας και του μίσους

Η Άννα Καλαϊτζίδου ενσαρκώνει τη μάνα της Ιουλιέττας, ένα ακόμα πρόσωπο του έργου στο οποίο εκτονώνεται η μανία της πατριαρχίας:

«Είναι ένα έργο πολύ πιο σκοτεινό από αυτό που είχα στο μυαλό μου παλιότερα. Αυτό που έχω καταλάβει εγώ είναι ότι ο Δημήτρης κινείται σε έναν άξονα διπλό: ένας κόσμος σαπισμένος και σε αυτό το περιβάλλον γεννιέται η καθαρότητα του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας που θέλουν να ξεφύγουν από την μπίχλα.

Εγώ αφηγούμαι αυτή τη γυναίκα, το πώς στέκεται αυτή η μητέρα σε αυτό το περιβάλλον. Μια γυναίκα προφανώς καταπιεσμένη σε ένα πατριαρχικό περιβάλλον. Έχει ήδη παντρευτεί στα δεκατέσσερα, έχει κάνει παιδί. Ένα τρομερά καταπιεσμένο πλάσμα.

Από μόνη της η πράξη του έρωτα έχει κάτι επαναστατικό. Έχει μια ορμή που σου δίνει δύναμη. Αφήνεις τον εαυτό σου απόλυτα εκτεθειμένο. Η καταστροφή είναι προδιαγεγραμμένη».

Η Ηρώ Μπέζου, η ηθοποιός που ερμηνεύει τον ρόλο της Ιουλιέττας, βλέπει εξίσου μέσα στα λόγια της Ιουλιέττας κάτι επαναστατικό:

«Μια ηρωΐδα στην εφηβική της ηλικία αντιτίθεται στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζει. Αυτό είναι αδιανόητο. Εμείς το βλέπουμε κάπως ρομαντικά, έχουμε συνηθίσει τις ταινίες με τη Βουγιουκλάκη που λέει όχι στον πατέρα της αλλά δεν είναι απλό. Είναι αδιανόητο για ένα κορίτσι να διεκδικήσει το αίσθημά της, να αντισταθεί στην οικογένειά της που θέλει να την παντρέψει με έναν πλούσιο και φτάνει στο να υποστεί σωματική βία από την ίδια της την οικογένεια προκειμένου να υπακούσει. Επιλέγει να θυσιάσει τη ζωή της για να διεκδικήσει αυτό που επιθυμεί. Αυτό είναι αδιανόητο. Το έργο είναι τρομερά επαναστατικό».

Για τον Δημήτρη Καραντζά προφανώς και το έργο δεν ταυτίζεται μονάχα με το μεγαλείο του έρωτα:

«Αυτό το έργο συχνά το ταυτίζουμε με το μεγαλείο του έρωτα. Είναι και αυτό. Όμως, αυτός ο έρωτας ανθίζει στο σκοτάδι. Η Ιουλιέττα όταν αρνείται να παντρευτεί αυτόν που της προξενεύουν από την οικογένειά της, στην παράστασή μας γίνεται θύμα μιας ωμής πατριαρχικής βίας. Ο πατέρας της δεν μπορεί να δεχτεί την άρνηση. Η τόσο ωμή βία που υπάρχει στην παράσταση έχει να κάνει με ένα λεξιλόγιο, στο οποίο φαίνεται η φύση των προσώπων. Ο πατέρας αποκαλεί την κόρη του ψοφίμι, χολέρα, βρωμοθήλυκο, αρρωστημένη, νευρόσπαστη, ζώον. Αν δεν είσαι δική μου, πείνασε, ζητιάνεψε, στον δρόμο πέθανε και από μένα δεν έχεις τίποτα καλό να πάρεις.

Το ότι ζούμε με αυτό ακόμα, είναι ένα τεράστιο θέμα. Αυτό το οποίο τίθεται τόσο σκληρά, φωτίζει την ανάγκη να ολοκληρωθεί αυτός ο έρωτας. Η Ιουλιέττα επιμένει στην ελεύθερη βούληση. Θέλω να φωτιστεί αυτό σε αυτήν την παράσταση. Μιλάμε για μια κοινωνία σαπισμένη. Για μένα είναι ισχυρό αντίβαρο να προταθεί μια πνευματικότητα την οποία έχει ο έρωτας. Αυτός ο έρωτας είναι τόσο απόλυτος που δεν χωράει μόνο στη σαρκική ολοκλήρωση. Δεν είναι τυχαίο που ο Σαίξπηρ επιλέγει στα λόγια τους τη δομή ενός σονέτου. Οι λέξεις μιας καθημερινότητας δεν χωράνε αυτό το αίσθημα και έτσι επινοείται ένα λεξιλόγιο».

Ο Γιάννης Κλίνης επισημαίνει πως τα παιδιά πληρώνουν τις αμαρτίες των γονέων τους:

«Υπάρχει μια σκηνή σκληρής βίας από τον πατέρα. Στην αρχή γλυκύτητα και με το γάντι και μετά βούτηγμα από τα μαλλιά και κοπάνημα από τοίχο σε τοίχο. Φανερή βία στην Ιουλιέττα, στη γυναίκα του, στην παραμάνα. Θα γίνει αυτό που θέλω εγώ. Κάποια στιγμή ο πατέρας Λαυρέντιος λέει στους γονείς ότι τα παιδιά μάλλον πληρώνουν κάποιο κακό που κάνανε εκείνοι».

Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης ψάχνει να βρει τι κρύβεται ανάμεσα στα νοήματα, ανάμεσα στις λέξεις που καλείται να αρθρώσει:

«Προσπαθώ να καταλάβω μέσα από τις λέξεις. Με λέξεις έχει αποτυπωθεί μια ποίηση. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί η μια λέξη ακολουθεί την άλλη και τι υπάρχει ανάμεσα. Ανάμεσα στις λέξεις, αναγκαστικά, κάτι δεν λέγεται. Προσπαθώ να βρω αυτό το κάτι που δεν λέγεται ανάμεσα στις λέξεις. Δεν είναι τυχαίο πράγμα άρα δεν μπορώ κι εγώ να είμαι τυχαία πάνω στη σκηνή. Πρέπει καθετί να είναι υπολογισμένο. Εμένα θα δει ο θεατής και εμένα θα πει πατέρα Λαυρέντιο. Πρέπει να ξέρω συνέχεια ότι η μορφή μου έχει συνέπεια με το περιεχόμενο και τη διάνοια του ποιητή. Μιλάμε για ποίημα που είναι ελλειπτικό, κάτι λείπει, δεν λέγεται. Αν τα έλεγε όλα, θα ήταν εφημερίδα. Τελειώνει το τετράστιχο. Ένας άλλος κόσμος με τέσσερις στίχους.

Ο ρόλος μου είναι ένας παππάς. Για μένα δεν είναι παππάς. Είναι ένας τύπος καμουφλαρισμένος σε παππά, ο οποίος προσπαθεί να καταλάβει τη ζωή φτιάχνοντας θάνατο. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ζουν, παντρεύονται, ερωτεύονται, κάνουν ό,τι κάνουν, νομίζουν πως ζουν. Στον θάνατο καταλαβαίνεις τι σημαίνει πραγματικά ζωή. Τους διαφεύγει. Αυτός ο ρόλος κάνει ένα ομοίωμα θανάτου μήπως τυχόν καταλάβουν οι άλλοι στον ψεύτικο τον θάνατο και τον αληθινό, κι έτσι να καταλάβουν την αληθινή ζωή μέσα από την ψεύτικη. Αυτά τα δύο παιδιά έχουν τον θάνατο μέσα τους. Τα δύο πλάσματα αυτά οδεύουν προς τον θάνατο. 

Τα παιδιά αυτά πού να χωρέσουν όταν θέλουν ο ένας τον άλλο; Ο θεατής δεν θα τις καταλάβει τις λέξεις. Θα ακούσει μια ωραία ιστορία. Αν κάποιος καταλάβαινε τη λειτουργία των λέξεων, θα σταματούσε το θέατρο. Φτάνουμε στο τέλος του κόσμου. Στο θέατρο πας για να σου συμβεί κάτι. Δεν σου συμβαίνει. Θα έπρεπε να αυτοκτονήσει η οικογένεια Καπουλέτου, όλοι οι Μοντέγοι επί σκηνής. Θα άλλαζε κάτι, θα έλεγες πεθάνανε όλοι. Στη Βερόνα πέθαναν όλοι. Αν μια πόλη στον κόσμο καταλάβαινε και αυτοκτονούσε, θα έλεγες εδώ παιδιά κάτι συνέβη. Τα παίζουμε εμείς, τα βλέπουν οι άλλοι, θα πάνε για κρασί μετά και δεν έχουν καταλάβει τίποτα. Αστράφτει κάτι και μετά επιστρέφεις στην ασφάλεια.

Ο έρωτας άμα τον δεις ωμά, είναι ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα: τελείωσες. Είναι τερατώδες. Δεν είναι ο χοντρούλης με τα φτεράκια. Νομίζουμε ότι ερωτευόμαστε και πολύ καλά κάνουμε. Αλλά όταν μιλάμε για έρωτα ας ξέρουμε ότι είναι φωτιά με πυρίτιδα. Καίγεσαι».

 φως και σκοτάδι

Η Ηρώ Μπέζου μιλά για τη νύχτα και τον συμβολισμό της στην παράσταση, για αυτό το σκοτάδι και τη φύση που ακολουθεί τους ήρωες σε κάθε τους βήμα:

«Δεν θα μπορούσε να μην είναι σκοτεινό ένα έργο, στο οποίο δύο παιδιά πεθαίνουν. Αν είχε happy end, θα μιλούσαμε για άλλο έργο. Δύο έφηβοι οδηγούνται συνειδητά στον θάνατο. Η προσέγγιση του Δημήτρη έχει εστιάσει πολύ στο ότι αυτά τα δύο παιδιά αναζητούν τον θάνατο από την αρχή και προσπαθούν μέσα από το αίσθημά τους και από την ένωσή τους -που είναι απόλυτη, αμοιβαία και ισχυρή- να βρουν τον πιο ενωτικό τρόπο να απελευθερωθούν από τη ζωή. Νιώθουν ότι δεν χωράνε σε αυτή τη ζωή.

Η νύχτα εξιδανικεύεται. Κι η μέρα ταυτίζεται με κάτι πιο ταπεινό. Η παράσταση έχει εστιάσει αρκετά σε αυτό. Αυτό αποτυπώνεται και εικαστικά. Κάτι απειλεί, κάτι ελλοχεύει. Για τους δύο ήρωες δεν είναι κάτι αρνητικό. Είναι η ίδια η φύση που τους καλεί να φτάσουν στην απόλυτη εκπλήρωση του εαυτού τους. Σαν να είναι προορισμένοι να φύγουν από αυτόν τον κόσμο και αναζητούν τον ομορφότερο και βαθύτερο τρόπο να το κάνουν. Όλοι οι υπόλοιποι συνδιαλέγονται με τον θάνατο με έναν τρόπο πιο βίαιο, πιο εκτονωτικό, πιο μοναχικό.

Είναι σαν ένα παραμύθι. Η θεματολογία του αγγίζει και μας αφορά. Το πιο ισχυρό από όλα είναι η ποίησή του και η υπαρξιακή του τοποθέτηση στα πράγματα. Αυτό ξεπερνάει τα υπόλοιπα. Και αν πραγματικά συνομιλεί με το σήμερα, συνομιλεί με το κάθε σήμερα γιατί είναι πανέμορφο και βαθύ, τρομερά ανθρώπινο. Ακουμπά στην ανάγκη του ανθρώπου να δραπετεύσει από κάτι και να πετάξει.

Για να ερωτευτείς, θέλεις από κάτι να ξεφύγεις. Όταν ερωτεύεσαι και ερωτεύεσαι αμοιβαία, σαν να αποκόπτεσαι από τον υπόλοιπο κόσμο και με έναν τρόπο περιφρονείς τον υπόλοιπο κόσμο.

Από την αρχή έχουν μια πολύ βαθιά μελαγχολία, μια υπαρξιακή ανησυχία και μια έλξη προς το σκοτάδι και τον θάνατο. Είναι μια επιλογή. Είναι ο δικός τους τρόπος να λυτρωθούν. Σε αυτή την ηλικία δεν έχεις αντιληφθεί ακόμη ποιος είσαι, τι σημαίνει ενήλικας, τι σημαίνει σώμα, συνείδηση. Παίζεις με τις δυνάμεις σου και είσαι εύπλαστος. Το έργο φυσικά έχει συμβολικές διαστάσεις. Είναι μια πράξη αντίστασης, στα αλήθεια».

Ο Γιάννης Κλίνης ονομάζει αυτό το σκοτάδι θλίψη ή/και κατάθλιψη:

«Είναι όλη αυτή η φύση των πλασμάτων που έχουν μέσα τους μια θλίψη, μια κατάθλιψη, μια τάση προς τον θάνατο. Και στις μέρες μας συμβαίνει αυτό το πράγμα. Ο ρόλος μου είναι μανιοκαταθλιπτικός. Ο Μερκούτιος τη μια στιγμή που βιώνει κάτι, την άλλη στιγμή το απορρίπτει και το διώχνει. Η γη σε τραβάει προς τα κάτω. Όχι το φως και η άνοιξη. Πολλές φορές νιώθω ότι με τραβάει το κρεβάτι, θέλω κλειστά παντζούρια. Αναφέρεται πολλές φορές με έναν τρόπο στο έργο. Η νύχτα είναι το φως του Ρωμαίου. Φτιάχνει μια δική του μαύρη νύχτα με κλειστά παραθυρόφυλλα. 

Είναι φοβερό το πώς ο έρωτας για αυτά τα δύο παιδιά μπορεί να είναι πηγή φωτός. Ο Μερκούτιος θεωρεί τον έρωτα ευτελές πράγμα. Πεθαίνει νωρίς για να προχωρήσει η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας. Αυτά τα δύο παιδιά ενώνουν τα δύο σκοτάδια τους για να φτιάξουν ένα φως. Δεν τα καταφέρνουν γιατί δεν τους αφήνουν οι άλλοι. Μέσω του θανάτου ενώνονται. Δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν.

Ό,τι γεννιέται έχει μητέρα του και τάφο του τη γη.

Υπάρχει μια στιγμή απελευθέρωσης μέσα στο έργο. Το πάρτι. Είναι η πρόφαση για να συμβούν όλα αυτά που οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν στην καθημερινότητά τους. Ένα αποκριάτικο πάρτι στο οποίο και ο ίδιος ο πατέρας επιτρέπει στον εαυτό του να συνδεθεί σεξουαλικά με τους πάντες. Μόνο στο πάρτι. Κάνω μια γιορτή για να εκτονωθούμε εκεί. Ο ρόλος του Μερκούτιου δεν περιμένει κανένα πάρτι για να συμβούν αυτά. Ο Μερκούτιος θα μπορούσε να είναι η τρανς της γειτονιάς μιας επαρχιακής πόλης, δεν τον νοιάζει αν θα βγει βαμμένος, με τι ρούχα και αν θα τον σχολιάσουν. Μάτια είναι, ας κοιτούν, για κανενός το κέφι δεν κάνω εγώ πίσω. Αυτό είναι πολιτικό. Ένας άνθρωπος που δεν δίνει σημασία σε κανέναν».

Ο Δημήτρης Καραντζάς θεωρεί πως το να αρνείσαι τον πεσιμισμό σημαίνει να αρνείσαι και την πνευματικότητα. Και δικαίως δεν επιθυμεί να απολογηθεί:

«Πάω να απολογηθώ για τον πεσιμισμό. Έχουμε μια μεγάλη άρνηση σε έναν πεσιμισμό προσπαθώντας να είμαστε λειτουργικοί, εκχωρώντας όλη μας την ύπαρξη. Εκχωρούμε την ύπαρξή μας σε σχέση με το πώς δουλεύουμε, το πώς ζούμε, το τι δεχόμαστε. Και δεν πρέπει να εστιάζουμε σε τίποτα αρνητικό. Η άρνηση στον πεσιμισμό είναι και η άρνηση μιας πνευματικότητας.

Υπάρχει μια εκβιασμένη θετικότητα σε καιρό πανούκλας. Μια ωδή στην ανοησία. Είναι η μόνη περίπτωση να μπορέσουμε να ανατρέψουμε τον πεσιμισμό που μας φοριέται. Αυτοί είναι πεσιμιστές αλλά δράττουν. Η υπόλοιπη κοινωνία από την αδράνεια οδηγείται στα όργια, από την αδράνεια στη βία, από την αδράνεια και τη σήψη ζει όπως ζει, όπως και εμείς».

η κοινωνία του χθες και η κοινωνία του σήμερα

Πώς είναι να φεύγεις από τη ζωή επειδή δεν κατάφερες να χωρέσεις μέσα σε αυτή; Χωράμε εμείς μέσα στη ζωή μας; 

Δημήτρης Καραντζάς: «Δύο φύσεις που φαίνεται να έχουν απορρίψει την κοινωνία, στην οποία ανήκουν, και έχουν τόσο μεγάλη την ανάγκη οξυγόνου, στο ραντεβού θανάτου βρίσκουν εκπλήρωση. Κάτι ανατινάζεται εκεί μέσα. Ακόμα και αν αυτό κρατάει λίγο, είναι η μόνη ουσιαστική πράξη. Τα πρόσωπα αυτά είναι βουτηγμένα σε μια μελαγχολία που εκπορεύεται από τη μη ένταξή τους στη ζωή με τους όρους που υπάρχει στο έργο. Το ότι βρίσκουν μια διέξοδο, ακόμα και μέσα από μαχαίρια και δηλητήρια, αυτή είναι η ύστατη πράξη ρομαντισμού. Συναντιούνται. Διαφεύγουν επειδή δεν αντέχουν τη ζωή. Δεν υπάρχει θλίψη επειδή πέθαναν. Υπάρχει θλίψη για εκείνους που συνεχίζουν να ζουν όπως ζουν σε αυτό το έργο. Η κοινωνία αυτού του έργου μου θυμίζει πολύ τη δική μας κοινωνία.

Εγώ φοβάμαι, δεν νιώθω καμία ασφάλεια στον κόσμο αυτό. Η άνθηση της ακροδεξιάς με παραλύει, παγκοσμίως και εγχωρίως. Και δεν εννοώ τη Χρυσή Αυγή. Εκδιώκεται οποιαδήποτε αίσθηση ανθρωπισμού. Οτιδήποτε έχει να κάνει με τον άνθρωπο, την καλλιέργειά του, την πνευματικότητά του, εκδιώκεται. Εκτρέφεται ο ατομικισμός.

Είναι σαν να είμαστε κατσαρίδες που κυνηγάμε, πηγαίνουμε γρήγορα για να αρπάξουμε την τροφή από την προηγούμενη κατσαρίδα. Αυτό με σοκάρει. Εύχομαι να υπάρξουν καλύτερες μέρες. Θεωρώ ότι δεν θα υπάρξουν. Θα υπάρξουν πολύ χειρότερες και αυτό με φοβίζει. Ακριβώς για αυτό, από κάποια έκρηξη του κόσμου, τα πράγματα θα γυρίσουν πολύ άσχημα. Μια ακροδεξιά κοινωνία, μια κοινωνία του μονάρχη, μια κοινωνία της βίας, με αυτές τις πολιτικές αποφάσεις, με την αστυνομική βία, με αυτή την ενημέρωση για τα κρατικά εγκλήματα, τις γυναικοκτονίες. Δεν θέλω να ζω σε αυτήν την κοινωνία. Έχουμε εκπαιδευτεί να τα θάβουμε όλα και να προχωράμε. Να κοιτάμε το τομάρι μας. Φρικάρω».

το αύριο

Αισιοδοξείτε;

Δημήτρης Καραντζάς: «Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ μέσα από την κίνηση της δουλειάς, να συνομιλώ με όσα συμβαίνουν. Για μένα ήταν σημαντικό πράγμα καλλιτεχνικά και ψυχικά αυτό που συνέβη το καλοκαίρι με τους Πέρσες, γιατί ήθελα να βρω τρόπο να μιλήσω για ένα παρόν που με ανησυχεί. Στους Πέρσες μιλούσα μεταφορικά για όλα και ειδικά για τη χώρα μας αυτή τη στιγμή. Εδώ, μιλάω για την ανάγκη να υπάρξει μια αγάπη σε έναν τόπο που έχει αρνηθεί στον άνθρωπο το δικαίωμα να έχει επιθυμίες.

Δεν μπορώ να νιώθω ότι αφιερώνω τον χρόνο μου σε κάτι που απλώς θα προσφέρει μια ευχάριστη βραδιά. Αυτό μπορεί να το κάνει και η τηλεόραση. Ας το κάνει. Η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Αλλά το να μπορέσει να γεννηθεί ένας κόσμος που δεν θα παραδοθεί αμαχητί σε όλη την ανοησιο-αντιπνευματικο-δεξιά πλέμπα. Μπορεί να έχει σαν αντίβαρο ένα ξύσιμο της ψυχής, μια πνευματική επαφή.

Όταν κάναμε τα Κύματα στη Στέγη, υπήρχε μια αγωνία τότε πώς θα γίνει ένα κείμενο της Βιρτζίνια Γουλφ για εφήβους. Υπήρχαν άνθρωποι που αναζητούσαν το βιβλίο για παιδιά δεκατριών ετών, ρωτούσαν πού μπορούν να το βρουν. Εγώ έχω ελπίδα ότι αυτά τα παιδιά δύσκολα θα γίνουν ανθρωπόμορφα κτήνη και βιαστές. Υπό αυτή την έννοια η τέχνη έχει κάτι επαναστατικό. Γιατί η τέχνη αντιστέκεται σε μια κοινωνία που βουλιάζει στο Σούπερ-Κατερίνα. Ξεκούραστο το να βουλιάζεις. Σα να τρως συνέχεια γαριδάκια. Κάποια στιγμή θα σκάσεις.

Όταν συνέβη η κατάληψη στο Εθνικό, ήμουν ενθουσιασμένος. Την ώρα που έμαθα ότι γίνεται η κατάληψη ήρθα πριν μπουν όλοι, δεν το πίστευα. Δεν το πίστευα γιατί έχουμε συνηθίσει τόσο στην καταστολή που πίστευα πως διαμαρτυρηθήκαμε και αυτό ήταν, τελείωσε. Εμένα προσωπικά με ξύπνησε αυτό που έγινε. Το σθένος του πολύ νέου κόσμου δημιούργησε μια δυναμική που άρχισε να παρασύρει ανθρώπους να βγουν στον δρόμο, κάτι το οποίο είχε να γίνει πολύ καιρό. Έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι θυμηθήκαμε τι σημαίνει διαμαρτύρομαι σωματικά, έμπρακτα και όχι απλά σχολιάζω στο Facebook. Έφερε μια αίσθηση αντίστασης. Έγινε ορατό το θέμα κοινωνικά και δεν έχει τελειώσει εδώ. Δεν το είδα ως ζημιά στην παράσταση. Σκέφτηκα πως είναι πολύ πιο μεγάλο αυτό που διεκδικείται εκείνη τη στιγμή για ένα επάγγελμα που δεν έχει αναγνωριστεί κοινωνικά ποτέ. Βρίσκω συγκινητικό ότι αυτό ξεκίνησε από μια ομάδα ανθρώπων που έβαλαν μπροστά το σώμα τους.

Ζούμε σε αυτή την ηλίθια κοινωνία που αν πεις κάτι για τη μία πλευρά, σημαίνει ότι είσαι με την άλλη. Σιχαίνομαι τον δικομματισμό από παιδί. Όμως: όσο έχουμε αυτό το δεξιό καθεστώς στα πράγματα, εγώ δεν έχω καμία ελπίδα για τις τέχνες αλλά ούτε και για την ανθρωπότητα».

Ρωμαίος και Ιουλιέττα | Εθνικό Θέατρο

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.