Ο Αλεξάντερ Πέιν μιλάει στο ελc: «Aγαπώ τις παλιές ασπρόμαυρες ταινίες γιατί σε αυτές βρίσκεις μια βαθύτερη αίσθηση ανθρωπιάς»

Ο Αλεξάντερ Πέιν μιλάει για τη ζωή, τα παιδικά του χρόνια, τον κινηματογράφο που αγαπάει και τις δικές του ταινίες

Φωτογραφίες: © Εβίτα Σκουρλέτη

Συναντηθήκαμε για καφέ. Εκείνος βρισκόταν στην Αθήνα για μία εβδομάδα. Την εβδομάδα που αφιερώνει τον χρόνο στην 6χρονη κόρη του. Μια εβδομάδα χαράς γεμάτη οικογένεια και φίλους. Δεν ήξερα τι να περιμένω από τη συνάντησή μας και σαφώς είχα μια αγωνία. Η εγκαρδιότητα και η αμεσότητά του αμέσως με κέρδισαν.

Ο Αλεξάντερ Πέιν είναι ένας άνθρωπος φιλικός, ευχάριστος, με χιούμορ και ειλικρινές ενδιαφέρον για τις ζωές των άλλων. Η πρώτη ερώτηση δεν ήταν δική μου αλλά δική του. «Μίλησέ μου λίγο για τη ζωή σου», θα μου πει και είναι η στιγμή που θα αποφασίσω να κάνω στην άκρη ό,τι χαρτιά είχα στα χέρια μου με ερωτήσεις. Μπροστά μου είχα τον τέλειο συνομιλητή. Ας σας μιλήσω λίγο για τη δική του ζωή και τις ταινίες του με τα δικά του λόγια.

 

 

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και η νέα του ταινία «Τα παιδιά του Χειμώνα»

 

Πριν από λίγο καιρό βρέθηκε για μια ακόμη φορά στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου για να προβάλλει τη νέα του ταινία The Holdovers ή αλλιώς Τα παιδιά του χειμώνα που χειροκροτήθηκε και έλαβε θετικές κριτικές. Το The Holdovers ακολουθεί έναν μάλλον περίεργο και ίσως λίγο δύστροπο καθηγητή σε ένα σχολείο, ο οποίος αναγκάζεται να παραμείνει στον χώρο του σχολείου κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών για να προσέχει μερικούς μαθητές που δεν έχουν πού να πάνε. Στην καρδιά της ταινίας βρίσκεται η σχέση που θα αναπτυχθεί ανάμεσα σε έναν ατίθασο μαθητή και τον καθηγητή.

 

Dominic Sessa stars as Angus Tully and Paul Giamatti as Paul Hunham in director Alexander Payne’s THE HOLDOVERS. Credit: Courtesy of FOCUS FEATURES / © 2023 FOCUS FEATURES LLC

 

Η ταινία αναμένεται να προβληθεί τον Ιανουάριο του 2024 στις κινηματογραφικές αίθουσες:

«Ήταν μια ζεστή και γενναιόδωρη υποδοχή αυτή που μου επιφύλασσε το κοινό στη Θεσσαλονίκη».
Η σχέση του με το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κρατάει από το 1996, όταν παρουσίασε την ταινία του Πολίτης Ρουθ, η ταινία του που διερεύνησε το ζήτημα των δικαιωμάτων στην αναπαραγωγή, και οι δεσμοί του παραμένουν πάντα ισχυροί μέχρι και σήμερα. «Ήταν η πρώτη φορά που επισκέφθηκα την Ελλάδα ως ενήλικας πλέον και αυτό είχε μεγάλη σημασία για μένα. Είχα έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα ως παιδί αλλά όχι ως ενήλικας. Συναντήθηκα με τους συγγενείς μου και έτσι κάπως ένιωσα ότι ξεκινούσε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή μου».

Θυμάται στιγμές που μοιράστηκε στο παρελθόν με τον «σπουδαίο» Μισέλ Δημόπουλο, όπως ο ίδιος θα τον χαρακτηρίσει και συνεχίστηκε με όλα τα νέα πρόσωπα που ακολούθησαν:

«Αγαπώ το Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Με υποστήριξε όταν ακόμα ήμουν νεότερος. Πήρε και πρόβαλλε την ταινία μου και αυτό ήταν κάτι που εκτίμησα. Κάνουν μια καταπληκτική δουλειά παρότι τα budget τους δεν είναι μεγάλα όπως τις παλιές χρυσές μέρες αλλά αγαπούν τον κινηματογράφο και αυτό φθάνει».

Η ταινία αναμένεται να φθάσει στα Όσκαρ κάτι που αν και δεν περίμενε ο ίδιος σίγουρα ελπίζει και εύχεται να συμβεί: «Όταν κάνεις μια ταινία δε μπορεί να περιμένεις τίποτα. Μπορείς μόνο να ελπίζεις. Αυτό που κάνουμε στον κινηματογράφο δεν θα είναι ποτέ ολοκληρωμένο χωρίς θεατές, μέσα σε άδειες αίθουσες. Ειδικά με τις κωμωδίες είναι θαυμάσιο να έχεις πολλούς θεατές που απολαμβάνουν την ταινία. Μπορεί να φθάσει στα Όσκαρ ειδικά στην κατηγορία του Β’ Ανδρικού Ρόλου με τον Πολ Τζαμάτι να υποδύεται τον καθηγητή. Δεν κάνω ωστόσο ταινίες για τα Όσκαρ αλλά γιατί αγαπώ να κάνω ταινίες».

H νέα δραματική κωμωδία του Αλεξάντερ Πέιν, είναι κάτι περισσότερο από μια ταινία που διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Από τις πρώτες κιόλας στιγμές της – τους τίτλους αρχής σε ρετρό στυλ η ταινία θέλει να σε ταξιδέψει πίσω στον χρόνο και στα χρόνια στα οποία διαδραματίζεται.

Για τον Πέιν, το The Holdovers ξεκίνησε ακόμη πιο παλιά, με τη γαλλική ταινία Merlusse του 1935. Γραμμένη και σκηνοθετημένη από τον Marcel Pagnol, αφηγείται επίσης την ιστορία ενός δασκάλου που φροντίζει τους μαθητές σε ένα οικοτροφείο, και παρόλο που ο ίδιος την είδε μόνο μία φορά, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Telluride, το αποτύπωμά της ήταν ισχυρό πάνω του. Είναι άλλωστε λάτρης του παλιού κλασικού κινηματογράφου:

«Οι περισσότερες ταινίες που βλέπω είναι παλιές από οποιαδήποτε χώρα, συνήθως μέχρι τη δεκαετία του ’80. Αγαπώ ειδικά τις ασπρόμαυρες Ιταλικές ταινίες. Μπορεί να παρακολουθήσω Όρσολ Ουέλς, Μάικλ Κερτίζ, Νουρί Μπιλγκέ-Τζεϊλάν από την Τουρκία. Υπάρχουν μερικά απίστευτα διαμάντια και πολλοί ακόμα θησαυροί να ανακαλυφθούν. Δεν θέλω να χάσω τον χρόνο μου με ταινίες σύγχρονες εκτός και αν κάποιος που εμπιστεύομαι απόλυτα μου τις προτείνει». Σε αυτές τις παλιές, νοσταλγικές ταινίες βρίσκεις «μια βαθύτερη αίσθηση ανθρωπιάς», μου λέει εμφατικά. «Καλά ειπωμένες ιστορίες. Αγαπώ τις ιστορίες με εκλεπτυσμένο στυλ».

Συχνά οι φίλοι του θα του προτείνουν μια σύγχρονη κινηματογραφική ταινία που ενδεχομένως να δει και σίγουρα θα απολαύσει αλλά λίγο πριν ξαπλώσει στο κρεβάτι να κοιμηθεί θα χρειαστεί ένα «αντίδοτο»:

«Πριν κοιμηθώ σίγουρα θα δω μια κλασική ταινία του ’50, μια καλή ιστορία. Δεν αντέχω τις εξομολογήσεις, μήτε την υποκρισία. Μόνο μια καλή ιστορία». Φυσικά και θα εξομολογηθεί ότι αγαπημένες του ταινίες είναι το «8½» του Φελίνι και ο «Πολίτης Κέιν» του Όρσολ Γουέλς – ταινίες που βλέπει δύο φορές τον χρόνο.

 

 

Ο Πέιν σημείωσε ίσως τη μεγαλύτερη επιτυχία του με την ταινία Πλαγίως (2004), μια διαδρομή ευφρόσυνη στη χώρα του κρασιού, η οποία περιγράφει την απίθανη φιλία δύο ανδρών που παλεύουν με τις ματαιώσεις και τις αποτυχίες τους. Η συγκεκριμένη ταινία απέφερε στον Πέιν πολλές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και το Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου. Το δράμα του Οι απόγονοι (2011) απέσπασε επίσης διθυραμβικές κριτικές, αποσπώντας ταυτόχρονα ένα Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου. Τέλος, ήταν υποψήφιος και για το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας για την ταινία δρόμου Nebraska (2013).

Όλες οι ταινίες του γενικά καταφέρνουν να είναι ταυτόχρονα στοχαστικές και διασκεδαστικές, διατηρώντας μια ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση, πάντα με ένα μελαγχολικό και τρυφερό σχόλιο για την ανθρώπινη υπόσταση, και την ανθρώπινη αδυναμία. Το Sideways, είναι μια ταινία για την αποδοχή της πραγματικότητας των ματαιωμένων ονείρων- το The Descendants αντιμετωπίζει τη θλίψη και τη μοναξιά, ενώ το About Schmidt και το Nebraska πραγματεύονται τη γήρανση.

«Έμαθα από πολύ νωρίς ότι κάνουμε ταινίες για να εξερευνήσουμε τα μυστήρια της καρδιάς. Συγγνώμη αν ακούγομαι κλισέ. Για αυτό άλλωστε είμαστε εδώ. Και αγαπώ τις ιστορίες, όχι εκείνες που είναι απίθανες αλλά εκείνες, που μπορεί να συμβούν στην αληθινή ζωή. Απελευθερωμένες από την κινηματογραφική επινόηση».

 

 

Η παιδική του ηλικία και ο δρόμος προς τον κινηματογράφο

 

O Aλεξάντερ Πέιν είναι Ελληνοαμερικανός δεύτερης γενιάς από την Ομάχα της Νεμπράσκα, παιδιά μιας 5μελούς οικογένειας. Είχε άλλα δύο αδέλφια δυστυχώς ο ένας «έφυγε» πολύ πρόσφατα (ο Τζορτζ Πέιν έφυγε στα 61 του χρόνια μετά από μάχη με τον καρκίνο στο πάγκρεας). Αν και ξέρει ότι η μητέρα του διάβαζε ιστορίες στο κρεβάτι δεν έχει ανάμνηση από αυτή την εικόνα της.

Ερωτεύτηκε τον κινηματογράφο γύρω στην ηλικία των πέντε ετών: «Θυμάμαι με τους αδελφούς μου να παρακολουθούμε σχεδόν τα πάντα, ενώ αργότερα παρακαλούσα τη μητέρα μου να με πάει στον κινηματογράφο». Στην κουβέντα μας θα θυμηθεί κάτι που η ηθοποιός Ρουθ Γκόρντον είχε γράψει στην αυτοβιογραφία της, κάτι που έχει διαρκώς στο μυαλό του. «Αν θέλεις να γίνεις ηθοποιός πρέπει να ξεκινήσεις από τα 4. Στα 5 μπορείς ακόμα να το κάνεις, αλλά στα 6 χρόνια είναι πλέον αργά. Γιατί πολύ απλά πρέπει να εκπαιδεύσεις τους γονείς σου για τα μέρη που θέλεις να βρίσκεσαι. Και θα προσθέσω ότι αν είσαι ευλογημένος και τυχερός να το γνωρίζεις από νωρίς αυτό, τότε πρέπει να το κυνηγήσεις».

Οι σπουδές του ξεκίνησαν με ανθρωπιστικές επιστήμες, ιστορία, λογοτεχνία και γλώσσες κάτι που θα προκύψει στην κουβέντα μας, καθώς θα το θεωρήσω αρχικά ασύνδετο με τον κινηματογράφο. «Μα όχι, είναι απολύτως σχετικό. Πρόκειται για την ανθρώπινη ιστορία και πώς οι άνθρωποι επικοινωνούν. Οι γονείς μου, ως Έλληνες πίστευαν πολύ στην εκπαίδευση και σε στιβαρές σπουδές όπως Νομική, Ιατρική. Δεν ήθελα με τίποτα να το κάνω. Μου άρεσε πολύ το γράψιμο αλλά καθώς δεν υπάρχει σχολή, αρχικά αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος. Μου άρεσαν τα ταξίδια και ο πολιτισμός. Έκανα αίτηση σε Πανεπιστήμια για δημοσιογραφία αλλά τόλμησα να κάνω αίτηση και στη σχολή κινηματογράφου, παρότι δεν είχα προετοιμαστεί καθόλου για αυτή. Με δέχτηκαν και έτσι ξεκίνησα, γνωρίζοντας ότι δεν θα μπορούσα να πεθάνω χωρίς τουλάχιστον να το έχω δοκιμάσει.

 

 

Τελικά πήγα στο Stanford και διαπίστωσα ότι η αγάπη μου για την παρακολούθηση ταινιών μεταφράστηκε πράγματι σε αγάπη για τη δημιουργία τους. Οι γονείς συχνά λένε στα παιδιά τους το πιο χαζό πράγμα στον κόσμο. Να σπουδάσουν στην αρχή κάτι σοβαρό, κάτι σίγουρο και μετά ας ασχοληθούν με την τρέλα τους ή ό,τι αγαπάμε. Μα θα έπρεπε να ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Η νεότητα είναι σημαντική και φεύγει σύντομα. Τότε είναι που έχεις το πάθος, την ενέργεια, το σθένος να τα κάνεις όλα αυτά». Μάλιστα όταν θα κληθεί από το σχολείο της 6χρονης κόρης του εδώ στην Ελλάδα για μια ομιλία, λίγο πριν ολοκληρώσει θα πει στους μαθητές: «Μην ακούτε όλα όσα σας λένε οι γονείς σας». «Για τους γονείς, κυρίως τους Έλληνες γονείς, η οικονομική ασφάλεια ισοδυναμεί με την ευτυχία. Αυτό είναι απολύτως ανακριβές. Αν έχεις καλλιτεχνικη έμπνευση, και κλίση τότε πρέπει να το κάνεις τώρα».

Τα χρήματα ποτέ δεν τον απασχόλησαν ούτε επιδίωξε να τα αποκτήσει στη ζωή του. Άλλωστε όπως ο ίδιος υποστηρίζει «όλα είναι σχετικά». Μέχρι και τα 40 του ζούσε σχεδόν σαν να ήταν φοιτητής. Έβλεπε τους συμμαθητές ή και τους συμφοιτητές του από το Stanford να έχουν κατακτήσει υψηλές θέσεις αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν τον ένοιαζε. Από πολύ νωρίς τον διακατείχε μια σιωπηλή αυτοπεποίθηση πως όλα θα πάρουν τον δρόμο τους, όλα θα γίνουν όπως ακριβώς πρέπει.

Ένας κινηματογραφιστής με τόσο μεγάλη αγάπη για τις ιστορίες και τον άνθρωπο πώς και δεν έχει κάνει ακόμα ένα ντοκιμαντέρ; «Το σκέφτομαι διαρκώς. Ειδικά στις φάσεις ολοκλήρωσης μιας ταινίας. Να κάνω κάτι που δεν απαιτεί μακιγιάζ, μονοπλάνα και όλοι οι ηθοποιοί να ξέρουν τις ατάκες τους. Επίσης είναι κάτι που θα ταίριαζε απόλυτα με τη δημοσιογραφική μου τάση, απλώς ακόμα δεν έχω βρει το θέμα ή το θέμα δεν με έχει ακόμα βρει. Θαυμάζω τους σκηνοθέτες που έχουν καταφέρει να κάνουν και τα δύο είδη».

Aν μπορούσε να βάλει σε σειρά προτεραιότητας και αγάπης τις ασχολίες του: «Έχω εκπαιδευτεί να γράφω, απολαμβάνω να σκηνοθετώ αλλά λατρεύω το μοντάζ. Εκεί πραγματικά είναι που κάνεις τελικά την ταινία».

 

 

Οι ελληνικές του ρίζες και οι επισκέψεις στη χώρα μας

Με καταγωγή από το Αίγιο, τη Σύρο και τη Λιβαδειά και μετανάστες παππούδες, ο Αλεξάντερ Πέιν, ύστερα από ένα τεράστιο αγώνα με τη γραφειοκρατία, απέκτησε επιτέλους την ελληνική υπηκοότητα:

«Νιώθω ανακούφιση, όχι μόνο τιμή. Αυτή η διαδικασία κράτησε πολλά χρόνια. Και οι δύο παππούδες μου ήταν γεννημένοι στην Ελλάδα, όμως για να τεκμηριωθεί αυτό έπρεπε να βρω τα δικά τους δημοτολόγια, πιστοποιητικά βαπτίσεων, γάμου και πολλά άλλα. Ο πατέρας του πατέρα μου, Νικόλας Παπαδόπουλος ήταν από ένα μικρό χωριό κοντά στο Αίγιο, την Κρόκοβα, και δεν εντοπίσαμε τίποτε εκεί, μάλλον διότι όλοι οι κατάλογοι καταστράφηκαν από τους Γερμανούς στην Κατοχή. Έτσι πήγαμε στη Λιβαδειά, δηλαδή στον πατέρα της μητέρας μου. Εκεί καταφέραμε να βρούμε επιτέλους άκρη».

Έχει αναμνήσεις από τα ταξίδια του και τη μεγάλη διάρκεια παραμονής του στην Ελλάδα ως παιδί αλλά και ως έφηβος αργότερα σε καλοκαιρινές κατασκηνώσεις στην Αμαλιάδα. Θα περάσει πολύς καιρός βέβαια για να ξαναέρθει στην Ελλάδα. Τα ελληνικά του είναι σε ένα βασικό καλό επίπεδο.

 

 

Η σχέση με την ηλικία του και ο ορισμός της ευτυχίας

 

Στα 62 του χρόνια, η σχέση με την ηλικία του είναι άψογη. Διατηρεί πάντα αμείωτο το χιούμορ του και δηλώνει ευτυχισμένος και ήρεμος:

«Εφόσον το σώμα σου ακόμα είναι σε καλή κατάσταση όλα πάνε καλά και μπορείς αντιληφθείς εύκολα συσχετισμούς. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν βελτιώνεται η ικανότητα για αποφυγή λαθών. Ακόμα μπορείς να κάνεις τρελά λάθη. Αλλά ακόμα και αν ζούσαμε 300 ή 400 χρόνια, η ζωή θα μας φαινόταν και πάλι μικρή. Ποτέ δεν θα ήταν αρκετή να διαβάσουμε τα βιβλία που θέλουμε, να ταξιδέψουμε σε μέρη που υπάρχουν και ταυτόχρονα να γνωρίσουμε απόλυτα τον εαυτό μας. Όλα αυτά είναι πολλά».

Δείχνει να είναι ένας άνθρωπος που τα έχει βρει με τον εαυτό του. Έχει αυτοπεποίθηση αλλά ταυτόχρονα νοιάζεται για τον διπλανό του. Εξακολουθεί να είναι πεινασμένος για τη ζωή και τον κόσμο που τον περιβάλλει με αυθεντική περιέργεια ενός μικρού παιδιού. Νιώθει ευτυχισμένος;

«Όλα όπως είπαμε και νωρίτερα είναι σχετικά. Εφόσον δεν ζω στη Γάζα, δεν πάσχω από καρκίνο του παγκρέατος μπορώ να δηλώσω ευτυχισμένος. Αν χάσεις την αίσθηση της σχετικότητας, δεν σκέφτεσαι, δεν δίνεις σημασία στα ουσιώδη της ζωής. Δεν είσαι εμπαθής. Δεν βλέπεις τη ζωή σου με τον σωστό τρόπο».

Και αν υπήρχε δυνατότητα να ταξιδέψει στο χρόνο; «Θα πήγαινα στο μέλλον για ιατρική θεραπεία, στο παρελθόν για αγοραπωλησία ακίνητης περιουσίας».

 

Ευχαριστούμε πολύ το Albion (Ομήρου 6, Νέο Ψυχικό) για τη φιλοξενία.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.