Θέλοντας, έστω και στο τέλος

Με αφορμή τη «Νebraska» του Αλεξάντερ Πέιν

O εβδομηνταπεντάχρονος Γούντι Γκραντ από τη Μοντάνα κερδίζει ένα εκατομμύριο δολάρια. Έτσι νομίζει δηλαδή. Και είναι ο μόνος που το νομίζει. Ο λαχνός που του ήρθε ταχυδρομικά και τον ειδοποιεί ότι κέρδισε το ποσό αυτό είναι τόσο κραυγαλέα εξωπραγματικός και διαφημιστικός, που είναι αμφίβολο αν ανήκει καν στην κατηγορία της απάτης. Ωστόσο, εκείνος τον διαβάζει και τον ξαναδιαβάζει και κρατά το χαρτί στα χέρια του σαν υπερπολύτιμο αγαθό. Ξεκινάει να πάει με τα πόδια από τη Μοντάνα στη Νεμπράσκα. Μπορεί να μην έχει πια άδεια οδήγησης και το αυτοκίνητό του να είναι ακινητοποιημένο χρόνια, αλλά θα μπορούσε να πάει με λεωφορείο. Εκείνος όμως δοκιμάζει να πάει με τα πόδια, λες και θα ήταν ποτέ δυνατόν να τα καταφέρει. Τον βρίσκουν και τον ξαναβρίσκουν, τον φέρνουν και τον ξαναφέρνουν πίσω στο σπίτι του, κι εκείνος ξαναξεκινάει. Ο παραλογισμός του προορισμού συναντά τον παραλογισμό του τρόπου μετάβασης. Ολότελα θλιβερά διαβήματα ενός όλοτελα ξεροκέφαλου ανθρώπου. Ο μικρότερος από τους δύο του γιους, ένας σαραντάρης που δουλεύει ως πωλητής σε κατάστημα ηλεκτρονικών συσκευών, έχει δει μόλις τη γυναίκα με την οποία συγκατοικούσε να τον εγκαταλείπει, επειδή έβλεπε ότι η σχέση τους δεν οδηγούνταν πουθενά. Όντας λοιπόν κι ο ίδιος σε μια περίεργη φάση της ζωής του, αποφασίζει να κάνει το χατήρι στον πατέρα του και να τον πάει με το αυτοκίνητό του. Λέει στη μάνα του ότι τα χρόνια του πατέρα του κοντεύουν πια στο τέλος τους, πως προφανώς αγωνιά και εκείνος για τη γενικότερη πνευματική και σωματική έκπτωσή του και πως, αφού έχει τόσο ενθουσιαστεί με αυτή του τη φαντασίωση, δεν πειράζει να την συντηρήσει και να την κυνηγήσει για λίγες μέρες ακόμη.

Το ταξίδι ξεκινάει με προγραμματισμένη μια στάση στη γενέτειρα πόλη τους, όπου υπάρχουν και συγγενείς να επισκεφτούν. Η οικογένεια Γκραντ έζησε αρκετά χρόνια εκεί, ο πατέρας είχε συνεργείο αυτοκινήτων, μέχρι που μετακόμισαν στη Μοντάνα, όπου άνοιξε κομμωτήριο η μάνα. Σε αυτόν τον πολύ χαρακτηριστικό για τη σκιαγράφηση του Γούντι διάλογο, ο γιος λέει στον πατέρα για το χωρισμό του με τη φίλη του. «Ίσως θα έπρεπε να της είχα ζητήσει να παντρευτούμε. Δεν ξέρω, απλά δεν ένιωσα ποτέ σίγουρος, κατάλαβες τι θέλω να πω; Πώς μπορεί ποτέ κανείς να ξέρει αν είναι σίγουρος; Εσύ ήσουν σίγουρος;». «Δεν κατάλαβα». «Πώς καταλήξατε να παντρευτείτε με τη μαμά;». «Εκείνη το ήθελε». «Κι εσύ όχι;». «Σκέφτηκα, τι διάολο, ας το κάνω». «Μετάνιωσες ποτέ που την παντρεύτηκες;». «Συνεχώς. Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα όμως». «Πρέπει να ήσουν ερωτευμένος. Τουλάχιστον στην αρχή». «Μπα, δεν προέκυψε». «Συζητήσατε ποτέ για παιδιά, πόσα θέλατε κ.λπ.;». «Όχι». «Τότε γιατί μας κάνατε;». «Ήθελα να πηδάω, η μάνα σου είναι Καθολική, οπότε βγάλε μόνος σου το συμπέρασμα». «Άρα εσύ κι η μαμά ποτέ δε συζητήσατε στα αλήθεια αν θέλετε να έχετε παιδιά ή όχι;». «Σκέφτηκα ότι αν συνεχίσουμε να πηδιόμαστε θα καταλήγαμε με κάνα δυο από σας». «Σκέφτηκες ποτέ να την αφήσεις;». «Απλά θα κατέληγα με κάποια άλλη που θα με έπρηζε κι εκείνη όλη την ώρα». Και μετά η κουβέντα πάει στο χρόνιο αλκοολισμό του πατέρα που, αν έχεις τέτοια καταθλιπτικά μηδενιστική κοσμοθεωρία, το άρρωστο ίσως θα ήταν να μην ήσουν και αλκοολικός. Μια κοσμοθεωρία που είναι και αμφίβολο αν είχε βάση. Ο γιος γνωρίζει μια γλυκύτατη γιαγιά που είχε σχέση με τον πατέρα του πριν αυτός γνωρίσει τη μάνα του, η οποία μοιάζει με το άλλο άκρο της μάνας του που φωνάζει διαρκώς. Ίσως θα μπορούσε να είχε βρει μια γυναίκα που δε θα τον έπρηζε όλη την ώρα. Αλλά μάλλον ο Γούντι ήταν εξαρχής πολύ περιορισμένος εσωτερικά, ήταν εξαρχής άνθρωπος που έζησε τη ζωή του όλη με ένα «what the hell» στο μυαλό κι ένα μπουκάλι στο χέρι.

Το τυχαίο της ύπαρξης είναι βασικός άξονας της ταινίας. Ο γιος μαθαίνει πως ο πατέρας μετά τη γέννηση του μεγαλύτερου αδελφού του είχε ερωτευτεί μια Ινδιάνα από τους καταυλισμούς. «Θα μπορούσες να μην υπάρχεις αν δεν τον είχα πείσει να μη χωρίσει», θα του πει ένας παλιός συνεταίρος του πατέρα του, ένα λαμόγιο, στον οποίο όμως ίσως και να οφείλει την ύπαρξή του. Σε άλλη σκηνή στο νεκροταφείο η μάνα τούς λέει για το αδελφάκι του Γούντι που πέθανε μικρό από ευλογιά. Ο Γούντι ήταν στο διπλανό κρεβάτι και δεν κόλλησε ποτέ. Θα μπορούσε ο Γούντι να είχε πεθάνει και ο γιος να μην είχε γεννηθεί ποτέ. Ενώ ακούει τη μάνα του να λέει αυτά τα λόγια, η κάμερα μάς δείχνει το γιο με φόντο τον ουρανό.

Ο Γούντι υπήρξε άνθρωπος υποχωρητικός, άνθρωπος που στη ζωή του ποτέ δε διεκδίκησε. Ένας άνθρωπος που έζησε τη ζωή του σαν να μην έχει καμία απολύτως σημασία, μια ζωή που ζώντας την έτσι όντως δεν είχε σημασία, ένας ασήμαντος άνθρωπος που δεν προέκυψε από το πουθενά, έμαθε να πίνει μπίρα από το μπουκάλι του δικού του πατέρα, είναι τμήμα του γενικότερου κενού εσωτερικά τρόπου ζωής του Midwest, όπως τον βλέπουμε να αντανακλάται στο αμίλητο, συγκεντρωμένο γύρω από την τηλεόραση συγγενολόι του. Πρώτη φορά, όχι απλά στα γεράματα, αλλά στα τελειώματα, που ποθεί κάτι και που διεκδικεί με μουλαρίσιο πείσμα αυτό που ποθεί. Ένα εκατομμύριο δολάρια, ναι, είναι κάτι που το θέλει, κάτι που αξίζει να το κυνηγήσει.

Το «Nebraska» είναι τελικά η ιστορία ενός γιου που γίνεται για τον πατέρα του πολλά περισσότερα από όσα έγινε ποτέ αυτός για εκείνον. Με την εξαίρεση του «Πλαγίως», από τις τελευταίες ταινίες του Αλεξάντερ Πέιν, όπως λέγαμε και στους «Απόγονους», κάτι μοιάζει να λείπει. Φτάνουν ως ένα διόλου ευκαταφρόνητο σημείο, φτάνουν ως ένα σημείο το οποίο τα Όσκαρ, και γενικότερα τα κινηματογραφικά βραβεία προς τιμήν τους, εκτιμούν και επιβραβεύουν, αλλά λείπει αυτό το ακαθόριστο κάτι που θα τις έκανε μεγάλες. Το «Νebraska» είναι συγκινητικό, έχει υποβλητικές εικόνες μέσα από την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, έχει κάτι να πει και το λέει, παραδίδει όλα όσα υπόσχεται, η αποτίμησή του μπορεί να είναι μόνο θετική, πατάει πολύ γερά στα πόδια του, ωστόσο του λείπει αυτό το κάτι που θα το απογείωνε.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.