«Ναπολέων» του Ρίντλεϊ Σκοτ: Σκηνοθετώντας σαν τεχνητή νοημοσύνη

Η ανάσα πάνω στις εικόνες

Για τον «Ναπολέοντα» θα μιλήσουμε, αλλά προκειμένου να μιλήσουμε για αυτόν, βοηθάει  να μιλήσουμε πρώτα για τον δημιουργό του. Που εν προκειμένω είναι ο Ρίντλεϊ Σκοτ. Που, τόσο εν προκειμένω, όσο και γενικότερα, σε ένα σύμπαν 28 πλέον ταινιών μεγάλων μήκους, είναι ένα μεγάλο ζητούμενο αν μπορεί να χαρακτηριστεί «δημιουργός» σκέτο, με τη μεταφορική σημασία του όρου, ή δημιουργός κινηματογραφικών εικόνων, δημιουργός ταινιών που αποτελούνται και συντίθενται εκ των πραγμάτων από κινηματογραφικές εικόνες.  

Πριν δυο χρόνια προβλήθηκαν με διαφορά ελάχιστων μηνών η 26η και η 27η μεγάλου μήκους του τότε 84χρονου Σκοτ. Μια πολύ ενδιαφέρουσα (η «Η Τελευταία Μονομαχία»), μια αρκετά χαωμένων προθέσεων και τελικού αποτελέσματος («Ο Οίκος Gucci»). Γράφαμε λοιπόν στη στήλη για την  «Τελευταία Μονομαχία»:

«…όποιος ασχολείται περισσότερο του συνήθους με το σινεμά, είτε το παραδέχεται είτε όχι σκαλώνει απέναντι στον Ρίντλεϊ Σκοτ, γιατί η καριέρα του είναι εντελώς πλούσια και μαζί εντελώς ακατάτακτη. Έχει αφήσει πίσω του τεράστιες ταινίες που θα μείνουν κλασικές, αλλά δεν μοιάζει να διακατέχεται από κάποιο άλλο κίνητρο, αγωνία ή θεματική εμμονή, πέραν απ’ το να κάνει συνεχώς σινεμά. Υπ’ αυτήν την έννοια και η “Τελευταία Μονομαχία” θα μπορούσε να είναι πολύ πιο συμβατική ταινία είδους. Το ότι δεν είναι και ότι εστιάζει αλλού, δεν μπορεί να πιστωθεί στον Σκοτ, αλλά στο σενάριο. Σου δίνει δηλαδή τη -σωστή ή εσφαλμένη, ποιος ξέρει- εντύπωση πως αυτό είναι το σενάριο, αυτό θα σκηνοθετήσει. Και μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι ο Σκοτ λάμπει σκηνοθετικά, όταν καλείται να σκηνοθετήσει τη μονομαχία μεταξύ των δύο ηρώων. Εκεί δείχνει και την ακόμη ακμαία σκηνοθετική του δύναμη, εκεί δείχνει γιατί είναι αυτός που είναι. Όχι ότι η υπόλοιπη ταινία πάσχει – κάθε άλλο. Αλλά δεν μπορείς να διακρίνεις και κάποια ιδιαίτερη ματιά στην υπόλοιπη ταινία.».

Συνεχίζοντας τον προβληματισμό γράφαμε για τον «Οίκο Gucci» (σε κείμενο με τίτλο «Όταν δεν σε αφορά τι ιστορία θες να πεις»): ότι ο Σκοτ «φτιάχνεται με τις εικόνες περισσότερο απ’ ό,τι με τους aνθρώπους και τις ιστορίες τους, γιατί αν του κάτσει ένα μεγάλο σενάριο μπορεί να μας δώσει και μας έχει δώσει αριστουργήματα, αν όμως δεν του κάτσει ένα μεγάλο σενάριο συνεχίζει να παράγει εικόνες, ωσάν μεγάλες και μικρές ταινίες, μεγάλα και μικρά νοήματα, μεγάλες και μικρές ιστορίες να είναι ένα και το αυτό». 

 

 

Στον «Ναπολέοντα» δεν του έκατσε το μεγάλο σενάριο. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Και παρασύρθηκε μαζί του και το όλο πρότζεκτ. Αλλά το πρόβλημα έχει να κάνει προφανώς και με αυτή καθαυτή την επιλογή των σεναρίων. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για την ίδια την πηγή του προβλήματος. Δηλαδή πραγματικά δεν πρέπει να πολυσκάει για το τι θέλει να πει η κάθε επόμενη ταινία του όταν παίρνει την απόφαση να τη γυρίσει. Αν τον καλύπτουν το θέμα της, το είδος της, το genre της, τότε ο τρόπος με τον οποίο πραγματεύεται σεναριακά το θέμα πρέπει να του είναι από δευτερεύον ως αδιάφορος. Εκείνο που τον ενδιαφέρει, τον κινεί, τον φτιάχνει είναι να γυρνάει ταινίες στα αγαπημένα του είδη, ώστε να μπορεί να συνεχίσει να παράγει με αναμφίβολη μαεστρία και δύναμη τις εικόνες του. 

Και υπ’ αυτήν την έννοια ο χαρακτήρας του Ναπολέοντα που μας παραδίδει θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας αθέλητος καθρέφτης του ίδιου του Ρίντλεϊ Σκοτ: γιατί ενώ ο ήρωάς του είναι μια προσωπικότητα που έχει μείνει ανεξίτηλη στην Ιστορία των τελευταίων αιώνων, η προσωπικότητά του δεν μας πολυαφορά, η καθοριστική του επίδρασή στην εποχή του μας αφορά ελάχιστα, ο Βοναπάρτης μπαίνει από μάχη σε μάχη σαν δύναμη της φύσης ή σαν μηχανή, περίπου όπως ο Σκοτ γυρνάει τις ταινίες του, μπαίνοντας από πρότζεκτ σε πρότζεκτ σαν δύναμη της φύσης ή σαν μηχανή. Γιατί είναι σαν να λέει, πως ακόμα κι αν όλα αυτά για κάποιο λόγο έγιναν και κάποια επίδραση είχαν, το σημαντικό είναι ότι έγιναν. Να, ορίστε, μάχες. Ο ένας τις κερδίζει ή τις χάνει (σπανίως, αλλά όταν τις χάνει, το κάνει παταγωδώς, παθαίνοντας Βατερλώ κανονικό), ο άλλος τις σκηνοθετεί. Τα τι και τα πώς και τα επειδή ανήκουν στην ιστοριογραφία, στους ανθρώπους της δράσης ανήκει η παραγωγή της πρώτης ύλης πάνω στην οποία θα γραφτεί η Ιστορία, στους ανθρώπους που κάνουν σινεμά ανήκει η κινηματογράφησή τους. 

 

A scene from Apple Original Films and Columbia Pictures theatrical release NAPOLEON. Photo Courtesy of Sony Pictures/Apple Original Films

 

Το σενάριο του «Ναπολέοντα» και μαζί του ο «Ναπολέων» αποτυγχάνουν διττώς: τόσο στο να μας καταφέρουν να μας μεταδώσουν τις αλλαγές στη μεγάλη ιστορική εικόνα που επέφερε ο Ναπολέων Βοναπάρτης, όσο και στο να μας γνωρίσουν τον ίδιο τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη ως ιστορική προσωπικότητα. Και αυτή η διπλή αποτυχία σε σχέση με την Ιστορία είναι με τη σειρά του το ένα από τα δύο σκέλη της σεναριακής αποτυχίας. Το δεύτερο σκέλος αφορά τον ίδιο τον κινηματογραφικό ήρωα αυτόνομα, εξεταζόμενο δηλαδή αποκλειστικά σε σχέση με τον κόσμο στον οποίο τον παρακολουθούμε και ανεξάρτητα από ιστορικές αλήθειες, με τον ήρωα δηλαδή σαν να επρόκειτο για μυθοπλασία. Ακόμη και έτσι, κατά το μάλλον ή το ήττον, αφώτιστος παραμένει, θολός παραμένει, χωρίς ζουμί παραμένει.  

Ήθελε κατά βάθος ειρήνη; Ή πάντα τρωγόταν για πολέμους; Μήπως πρόκειται για κάποια μεταστροφή του; Πού να ξέρουμε; Πελαγοδρομούμε μαζί με τη θολούρα του. Στους τίτλους τέλους βλέπουμε τα νούμερα των νεκρών των μεγάλων μαχών. Είναι όντως συντριπτικά. Αλλά δεν πάει έτσι, αν θες να γυρίσεις μια ταινία που να έχει μέσα της και τους νεκρούς, έστω και ως αντιδιαστολή με τις μεγάλες ιστορικές φιγούρες, εντελώς αλλιώς τη γυρνάς. Εστίασες μήπως στις επιπτώσεις που έχουν τα ιστορικά δράματα στους απλούς ανθρώπους και μας διέφυγε; Μπα. Απλά πέταξες αριθμούς νεκρών στο τέλος, που μπορεί να ήρθαν από κάποιο άλλο κινηματογραφικό σύμπαν. Σίγουρα πάντως όχι από το δικό σου.

Να κρατήσουμε μια πισινή μήπως όλα αυτά διορθώνονται κάπου στην τετράωρη ή τετραμισάωρη εκδοχή που θέλει να παραδώσει ο Σκοτ σε Director’s Cut; (η εκδοχή που παίζεται στους κινηματογράφους είναι λίγο πάνω από 2 ½ ώρες). Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να την κρατήσουμε μόνο στο αν τυχόν μπαλώνει κάπως χρονικά άλματα του πώς μπαίνουμε από πόλεμο σε πόλεμο και οι χθεσινοί σύμμαχοι γίνονται σημερινοί εχθροί. Για το αν το κομμένο υλικό θα βοηθούσε στο να χρωματιστεί πιο ουσιαστικά ο ήρωας αμφιβάλλω πολύ. 

 

Joaquin Phoenix stars as Napoleon Bonaparte and Vanessa Kirby stars as Empress Josephine in Apple Original Films and Columbia Pictures theatrical release of NAPOLEON. Photo by: Aidan Monaghan
Joaquin Phoenix stars as Napoleon Bonaparte and Vanessa Kirby stars as Empress Josephine in Apple Original Films and Columbia Pictures theatrical release of NAPOLEON. Photo by: Aidan Monaghan

 

Παρόλα αυτά, τις πάνω από 2 ½ ώρες του δεν παρακολουθείς τον «Ναπολέοντα» με αγκομαχητό, δεν γυρνάς στην καρέκλα σου με ανυπομονησία, δεν περιμένεις να τελειώσει, δεν δυσανασχετείς βλέποντάς την. Είναι αντιφατικό με όλα τα παραπάνω; Ναι, αλλά και όχι: είναι Ρίντλεϊ Σκοτ. Θα χορτάσουν τα μάτια σου θέαμα. Είναι γεμάτο με εικόνες που θα σε αποζημιώσουν. Αλλά τι μας είπαν τελικά αυτές οι εικόνες; Ποια ιστορία μας διηγήθηκαν; Σε κάποια στιγμή ο Ναπολέων είναι στην έρημο και δεν γίνεται να μην έρθει στο μυαλό ο «Λόρενς της Αραβίας», που είναι το αριστούργημα που είναι, όχι μόνο για τις συγκλονιστικές εικόνες του, όχι μόνο γιατί παρουσιαζόταν καθαρά η σύνδεση της μεγάλης ιστορίας με την ιστορία του ήρωα, με αποτέλεσμα το ιστορικό διακύβευμα να είναι πολύ σαφές, αλλά και κυρίως γιατί εκεί υπήρχε ένας ήρωας που μας έκαιγε και που καιγόμασταν κι εμείς μαζί του. Εδώ με τι να καείς; Εδώ ο πρώτος άκαυτος μένει ο Χοακίν Φίνιξ στην πιο αδιάφορη ερμηνεία της καριέρας του πιθανότατα γιατί δεν βρήκε κάτι πάνω στον χαρακτήρα του για να πατήσει (αντίθετα, η Βανέσα Κίρμπι δίπλα του, κλέβει μάλλον την παράσταση, όχι λόγω ρόλου, αλλά γιατί έχει μια γοητεία εφάμιλλη της Ιωσηφίνας).

Η σχέση του Ναπολέοντα με την Ιωσηφίνα καταλαμβάνει πολύ σημαντική θέση στον «Ναπολέοντα». Τη λατρεύει, είναι υπερκαψούρης μαζί της, έχει μεγάλη σχέση εξάρτησης, δέχεται να ταπεινώνεται δημόσια για χάρη της, του είναι εντελώς σημαντική και τον ελκύει απόλυτα. Αλλά της κάνει σεξ με κωμικά απρόσωπο τρόπο. Να ψάξουμε μήπως να βρούμε κάτι εκεί; Να το αντιδιαστείλουμε ας πούμε με το πώς περιγράφει η Τζίνα Ντέιβις στη Σούζαν Σάραντον το σεξ που έκανε με τον Μπραντ Πιτ στο «Θέλμα και Λουίζ»;

 

 

 

Για να μην παρεξηγηθώ, το ζήτημα δεν είναι να μπορείς να κατατάξεις έναν σκηνοθέτη κάπου, βρίσκοντας κάτι που συνδέει τις ταινίες του και να καθησυχαστείς, ότι εδώ έχουμε μια ταυτότητα με τις τάδε εμμονές και ανησυχίες. Αυτό είναι ένα επόμενο στάδιο και δεν αφορά κανέναν θεατή που πηγαίνει να δει μια συγκεκριμένη ταινία. Αλλά στη συγκεκριμένη ταινία, στον «Ναπολέοντα», θέλει εν πάση περιπτώσει να μιλήσει σε μια στιγμή του για την αντίστιξη ανάμεσα στην μεγάλη καψούρα και στο κάνω σεξ σαν ερεθισμένος σκύλος, αδιαφορώντας εντελώς για την ικανοποίηση της γυναίκας που λατρεύω, είτε επειδή έτσι ήταν η εποχή, είτε επειδή έτσι ήταν ο ίδιος; Θέλει ή είναι μια ακόμα σκηνή μέσα στις τόσες;

Ακόμα και να θέλει, δεν μας δίνει να το καταλάβουμε, δεν σταματάει να πάρει ανάσες για τον ήρωά του, να τον αφήσει κι εκείνον να ανασάνει, να προσπαθήσει να βρει το νόημα πάνω σε αυτή την ανάσα, πάνω σε αυτή την έμφαση που ποτέ δεν θα δώσει, αντίθετα τρέχει, τρέχει, τρέχει, σαν ένας άνθρωπος που τρέχει από κάτι να κρυφτεί, σαν ένας άνθρωπος που δεν στέκεται να αναλογιστεί τι είναι αυτό που κάνει, σαν μια μηχανή παραγωγής έργου, σαν Α.Ι που του έδωσαν εντολή να μετατρέψει σε εικόνες ένα ακόμα σενάριο. 

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.