«Ο Οίκος Gucci» του Ρίντλεϊ Σκοτ: Όταν δεν σε αφορά τι ιστορία θες να πεις

Σκηνοθετώντας τους ανθρώπους ως εικόνες

Ας ξεκινήσουμε ανάποδα: τι σου κάνει περισσότερο εντύπωση όταν βλέπεις τον «Οίκο Gucci» και τι είναι πιθανότερο να σου μείνει ως διακριτό αποτύπωμα της ταινίας με το πέρασμα του χρόνου; Μα η προφορά βέβαια: αυτά τα αγγλικά που προφέρονται σαν να ακούς ιταλικά. Γιατί όμως; Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο; Όχι, κάθε άλλο. Κάποιος, κάπου, κάποτε, στα ξεκινήματα του ομιλούντα κινηματογράφου αποφάσισε ότι στο Χόλιγουντ θα μιλάμε μεν αγγλικά, γιατί αλλιώς δεν γίνεται, αλλά αν μιμούμαστε ηχητικά τη γλώσσα που μιλούν οι ήρωες, τότε το αποτέλεσμα θα είναι λίγο πιο πειστικό, λίγο πιο κοντά στο αυθεντικό.

Φυσικά και δεν είναι, φυσικά και το κοκτέιλ είναι γελοίο, αλλά το συνηθίσαμε τόσο ώστε να μην ηχεί γελοίο και παράταιρο. Σαν το σινεμά να είναι ένας ξεχωριστός κόσμος, με τις δικές του συμβάσεις και τη δική του γλώσσα, με τους δικούς του κανόνες για τη γλώσσα. Πρώτα εγκαθιδρύθηκε η σύμβαση, μετά το παράταιρο έγινε φυσιολογικό, και είναι σαν στον «Οίκο Gucci» να συνειδητοποιείς μέσω της υπερβολής την εγγενή σάχλα αυτής της σύμβασης.

Η διαφορά λοιπόν είναι ότι εδώ ο Ρίντλεϊ Σκοτ καθοδηγεί τους ηθοποιούς του να ανεβάσουν την ένταση της μίξης στο φουλ και πέρα απ’ το φουλ (στο eleven που θα έλεγε και ο μουσικός του Τhis is Spinal Tap), με αποτέλεσμα οι προφορές των ηρώων να κάνουν μπαμ. Δεν ξέρω αν το έκανε συνειδητά με σκοπό την παρωδία ή αν είχε κάτι άλλο κατά νου. Ξέρω όμως πώς λειτουργεί. Κι ενώ θα μπορούσε να λειτουργεί λίαν ενοχλητικά, λειτουργεί (σε μένα τουλάχιστον έτσι λειτούργησε) απολαυστικά, με απολαυστικότερη όλων την πέρα κάθε ορίου εξτραβαγκάντσα στην προφορά και την υποκριτική από την καρτουνίστικη φιγούρα του Τζάρεντ Λέτο, ο οποίος είναι ντυμένος και βαμμένος σαν να έχει βγει απ’ το «Ντικ Τρέισι» του Γουόρεν Μπίτι ή σαν να είναι ξάδελφος του Πιγκουίνου, στον Μπάτμαν του Τιμ Μπάρτον.

Photo credit: Fabio Lovino © 2021 Metro-Goldwyn-Mayer Pictures Inc. All Rights Reserved.

Είναι ενδιαφέρον και μαζί αντιφατικό ότι ενώ ζούμε σε καιρούς ιδιαίτερα ευαίσθητους σε θέματα «πολιτισμικής οικειοποίησης», ο τομέας της γλώσσας των ηρώων στο σινεμά έχει μείνει μάλλον ακόμη στο απυρόβλητο. Και αναρωτιέμαι ας πούμε τι θα γίνεται στην Ιταλία, την κατεξοχήν χώρα της μεταγλώττισης, με τον «Οίκο Gucci»: πώς να μεταγλωττίσεις στη δική σου γλώσσα κάποιους που μιλούν σε μια άλλη αλλά σαν να μιλούν στη δική σου, έχοντας ανεβάσει την ένταση της υπερβολής στο “eleven”;

Από τα πρώτα πλάνα είναι σαφές ότι ο Σκοτ σκηνοθετεί με πολύ κέφι, ότι γουστάρει, ότι έχει μπει πολύ μέσα στην ταινία που σκηνοθετεί. Αλλά επανερχόμενος σε αμφιβολίες που εξέφρασα πριν λίγες εβδομάδες με αφορμή την «Τελευταία Μονομαχία» του, μπαίνω ξανά στο τριπάκι να αναρωτηθω: πόσο τελικά τον ενδιαφέρει αυτό που θέλει να πει η κάθε ταινία του; Σκηνοθετεί τα πεπραγμένα της οικογένειας Γκούτσι με ενθουσιασμό και δόσιμο πιτσιρικά, ώστε να μας πει και να μας δείξει τι το καινούργιο ή έστω τι το παλαιότερο που έχει αξία να ξαναειπωθεί με άλλο τρόπο;

Δεν αρνούμαι ότι έχει ζουμί η αληθινή ιστορία πάνω στην οποία στηρίχτηκε το σενάριο. Έχει. Αλλά έχει μόνο δυνητικά. Έχει μόνο αν η αληθινή ιστορία μετουσιωθεί σε ένα σενάριο που ασχολείται με κάτι άλλο πέραν της απλής παράθεσης γεγονότων. Γιατί μπορεί μια αληθινή ιστορία με δυνητικά μεγαλύτερο ενδιαφέρον να μετατραπεί σε κάτι άσφαιρο στα χέρια σεναριογράφων που δεν μπόρεσαν να εξορύξουν από εκεί αυτό που αξίζει να εξορυχθεί, που δεν μπόρεσαν να μετατρέψουν το υλικό της πραγματικότητας σε ένα σημαντικό σενάριο, όπως και αντίστροφα, μπορεί μια αληθινή ιστορία που μοιάζει φτωχή να μετατραπεί σε κάτι καίριο στα χέρια άλλων, ικανότερων σεναριογράφων. Και «Ο Οίκος Gucci» πάσχει σεναριακά, κι ό,τι κι αν κάνει ο Σκοτ, όσο καλοί κι αν είναι οι ηθοποιοί, όσο ταλέντο κι αν υπάρχει σε όλα τα υπόλοιπα κομμάτια της παραγωγής, η ταινία πατάει σε πόδια που δεν μπορούν να την κρατήσουν εκεί που θα ήθελε.

Photo credit: Fabio Lovino © 2021 Metro-Goldwyn-Mayer Pictures Inc. All Rights Reserved.

Παράδειγμα. Το ξεκίνημα, όταν τυλίγει η Λέιντι Γκάγκα τον Άνταμ Ντράιβερ είναι πολύ όμορφο. Τι ήταν όμως τελικά αυτές οι σκηνές; Τι ένιωσε τελικά η τύπισσα; Ποια ακριβώς η διάκριση ανάμεσα στο ερωτεύτηκα τον άντρα και ερωτεύτηκα τα λεφτά του, τον λάιφ στάιλ του, τη δύναμή του; Μα είναι απαραίτητο να είναι αυτό σαφές; Όχι. Αλλά όμως αν δεν γίνεται αυτό σαφές, θα έπρεπε να τονιζόταν ακριβώς η συγκεκριμένη διάσταση του χαρακτήρα της, θα έπρεπε δηλαδή το σενάριο να εστίαζε στο ότι η τύπισσα μπορεί να ήταν έτσι, μπορεί να ήταν αλλιώς, μπορεί να ήταν και τα δύο. Δεν μαθαίνουμε τελικά. Δεν μας νοιάζει τελικά. Και σαφώς δεν μοιάζει να νοιάζει τον Σκοτ. Αυτές τις σκηνές είχε να γυρίσει, αυτές γύρισε, τις γύρισε όμορφα, προχωράμε στην επόμενη ταινία. Γίνομαι λίγο σκληρός απέναντί του, αλλά δεν είναι στα αλήθεια σκληρότητα, είναι σαν όταν οδηγείς στο αυτοκίνητο με κλειστά παράθυρα και βρίζεις τον οδηγό ενός άλλου αυτοκινήτου: ξέρεις ότι δεν θα σε ακούσει ποτέ, ξέρεις ότι τα λες για να τα βγάλεις από μέσα σου.

Δεν είναι μόνο η Λέιντι Γκάγκα. Όσο δεν μπορέσαμε να βρούμε ένα σημείο σύνδεσης με τον χαρακτήρα της Λέιντι Γκάγκα, όσο δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί ένας, πέραν των κουστουμιών, των κομμώσεων και της προφοράς, αξιομνημόνευτος ψυχολογικά και δραματουργικά χαρακτήρας, τόσο δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί ένας  αξιομνημόνευτος ψυχολογικά και δραματουργικά χαρακτήρας και στην περίπτωση του Ντράιβερ. Βασικά ο χαρακτήρας του αλλάζει στάση δυο – τρεις φορές στην ταινία, χωρίς να δούμε τι μεσολάβησε για να την αλλάξει αυτή τη στάση, χωρίς να παρουσιαστεί έστω ως έρμαιο των καταστάσεων ή ως φερέφωνο που έπαψε να είναι φερέφωνο. Παραμένει ένας άγνωστος, ενόσω ο χαρακτήρας του κάνει άλματα από τη μια συμπεριφορά στην άλλη. Αλλά έχει περίεργα γυαλιά, ωραία κοστούμια, μιλά αγγλικά σαν ιταλικά και εν πάση περιπτώσει είναι ο Άνταμ Ντράιβερ.

Photo credit: Courtesy of Metro Goldwyn Mayer Pictures Inc. © 2021 Metro-Goldwyn-Mayer Pictures Inc. All Rights Reserved.
Photo credit: Courtesy of Metro Goldwyn Mayer Pictures Inc © 2021 Metro-Goldwyn-Mayer Pictures Inc. All Rights Reserved.

Μήπως έστω υπάρχει ένα ζουμί στο θέμα «Οικογενειακές Επιχειρήσεις»; Υπάρχει ένας επίλογος, στους τίτλους τέλους, που λέει κάτι για τη σχέση του Οίκου Gucci με τα μέλη της οικογένειας. Μήπως λοιπόν όλη η ταινία ήθελε να περιγράψει την ιστορία μιας αυτοκαταστροφής; Μήπως θα μπορούσε να είναι μια ταινία των Αδελφών Κοέν με τη βλακεία και τον κυνισμό να οδηγεί στην αμοιβαία αλληλοεξουδετέρωση όλων των παικτών; Όχι, γιατί εδώ, και με μια συνολική συλλογική ηλιθιότητα να έχουμε να κάνουμε, πάλι είναι σαν να έχει διαφύγει της προσοχής του σεναρίου και της σκηνοθετικής προσέγγισης. Οι δολοπλοκίες και οι ίντριγκες που επί 2 1/2 ώρες παρακολουθούμε είναι κατά βάση σοβαροφανείς, σε μια ταινία που κρατάει όλη την υπερβολή της για τις προφορές, τα μακιγιάζ και κοστούμια.

Μήπως τέλος καμιά φορά έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά, στον τρόπο που προσεγγίζουμε τις ταινίες και τις σειρές. Κι εδώ και στην ταινία της Τζέιν Κάμπιον την προηγούμενη εβδομάδα, εστίασα στα σεναριακά προβλήματα τους. Παίζεται αυτόν τον καιρό ο τρίτος κύκλος της σειράς του HBO “Succession” και τον παρακολουθεί κανείς πραγματικά συνεπαρμένος. Αλλά όλος αυτός ο έπαινος και το δέος, παραγνωρίζουν ότι σε επίπεδο πλοκής με μεγάλη ευκολία παρουσιάζονται εξελίξεις που πηγαίνουν την ιστορία από τη μία κατεύθυνση στην άλλη. Από την άλλη όμως, ό,τι αναληθοφανές κι αν τυχόν συμβαίνει στο επίπεδο της πλοκής για την πορεία της (επίσης τεράστιας οικογενειακής) επιχείρησης, έχουν χτιστεί χαρακτήρες αδιανόητα πλούσιοι, αδιανόητα γόνιμοι, αδιανόητα ζωντανοί.

Photo credit: Fabio Lovino © 2021 Metro-Goldwyn-Mayer Pictures Inc. All Rights Reserved.

Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν είμαστε πιο αυστηροί με το σινεμά ως προς την αρτιότητα της κατασκευής του, ας έχει η πλοκή και χάσματα και αναληθοφάνειες και άλματα και ευκολίες, αν είναι να δημιουργούνται χαρακτήρες που νιώθεις ότι έχουν λόγο ύπαρξης, χαρακτήρες που όντως υπάρχουν, χαρακτήρες που σε κάνουν να λες ότι ξέρω π.χ. τον Κένταλ Ρόι καλύτερα από κοντινούς μου ανθρώπους. Τον Mαουρίτσιο Γκούτσι και την Πατρίτσια Ρετζιάνι δεν νομίζω ότι τους γνώρισα ποτέ, όσο εξαιρετικά κι αν τους υποδύθηκαν ο Άνταμ Ντράιβερ και η Λέιντι Γκάγκα, όσο κι αν φτιάχτηκε σκηνοθετώντας τους ο Σκοτ. Γιατί σκηνοθέτησε την εικόνα τους, γιατί φτιάχνεται με τις εικόνες περισσότερο απ’ ό,τι με τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους, γιατί αν του κάτσει ένα μεγάλο σενάριο μπορεί να μας δώσει και μας έχει δώσει αριστουργήματα, αν όμως δεν του κάτσει ένα μεγάλο σενάριο συνεχίζει να παράγει εικόνες, σαν μεγάλες και μικρές ταινίες, μεγάλα και μικρά νοήματα, μεγάλες και μικρές ιστορίες να είναι ένα και το αυτό. Δεν είναι, ρε Ρίντλεϊ. Δεν είναι.

Photo credit: Courtesy of Metro Goldwyn Mayer Pictures Inc. © 2021 Metro-Goldwyn-Mayer Pictures Inc. All Rights Reserved.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.