Οι «λούτρινοι» θεατές

Παιδικό θέατρο

Ανοίγουν και κλείνουν κάθε θεατρική σεζόν. Δίνουν τις περισσότερες παραστάσεις. Έχουν τους περισσότερους θεατές. Αποτελούν κερδοφόρες επενδύσεις για τους θεατρικούς επιχειρηματίες. Κυρίες και κύριοι, οι παραστάσεις για παιδιά είναι η πιο δυνατή μετοχή στο χρηματιστήριο του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.

Βέβαια, οι στόχοι του θεάτρου για παιδιά παραμένουν -συχνά- μόνο στα εγχειρίδια των θεατρολόγων και στα άρθρα των θεατρικών περιοδικών: μύηση στο μαγικό κόσμο του θεάτρου∙ αισθητική παιδεία∙ προβληματισμός για όσα απασχολούν ένα παιδί τον 21ο αιώνα. Μπροστά στην πρόκληση της μαζικής παρακολούθησης από σχολεία, οι παραπάνω στόχοι περνούν σε δεύτερη μοίρα ή πάνε περίπατο.

Ας πάρουμε το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης: οι δρόμοι του παιδικού θεάτρου πολλοί, μα ο δύσκολος δρόμος μόνον ένας∙ κι αυτός σχετίζεται με την επιλογή ενός έργου με σύγχρονο θέμα (ή τουλάχιστον με προεκτάσεις στη σύγχρονη εποχή), που να αφορά τον κόσμο του παιδιού του 2010, κι όχι τον κόσμο που οι μεγάλοι έχουν στο κεφάλι τους για το συγκεκριμένο παιδί. Μιλάμε, φυσικά, για ένα παραμύθι της σύγχρονης ζωής, για μια παράσταση που θα αποτελεί ταυτόχρονα ταξίδι και παραμυθία, περιπέτεια και λύτρωση, για μια επιλογή που θα κοιτά με φρέσκια ματιά το διαχρονικό παλιό, αλλά και θα στηρίζει το πρωτότυπο, το νέο, το ουσιαστικά ανατρεπτικό.

Αντ’ αυτού, στη συντριπτική πλειοψηφία των παιδικών σκηνών της πόλης παρατηρούνται επιλογές που χαρακτηρίζονται από έλλειψη τόλμης, φαντασίας, διορατικότητας, ουσιαστικού στοχασμού πάνω στο παιδικό θέατρο. Για μια ακόμη φορά το παιδί είναι ο μικρός «ηλίθιος», η προέκταση του χεριού -και του μυαλού- των μεγάλων, που το άγουν και το φέρουν σε θεατρικές αίθουσες, ποτίζοντάς το, αργά και μεθοδικά, όχι τα φάρμακα αλλά τα φαρμάκια της θεατρικής τέχνης.

Και για να μην γενικολογούμε, οι παιδικές παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη ακολουθούν τους εύκολους δρόμους της χολυγουντιανής αρχαιότητας (με μέσα Μπόλυγουντ) ή του παιχνιδιάρικου-ανώδυνου παραμυθιού. Ορφέας και Ευριδίκη στο «Αθήναιον», Καλλιπάτειρα στο «Σοφούλη» και Ιλιάδα στο «Εγνατία» αποτελούν την αναγκαία (;) τριάδα της αρχαιόπληκτης θεατροδιδαχής. Στην περίπτωση της Ιλιάδας, μάλιστα, έχει επιστρατευτεί η Κάρμεν Ρουγγέρη, μαστόρισσα της παιδικής φαντασμαγορίας, χωρίς βάθος και ουσία. Πάντως, το βαρύ πυροβολικό των συγκεκριμένων παραστάσεων αποτελεί η σοφόκλεια Αντιγόνη της νεανικής σκηνής του Κ.Θ.Β.Ε., σε σκηνοθεσία Τάσου Ράτζου, μια παραγωγή άτολμη, άνευρη, αμήχανη και προπαντός, δήθεν κλασικομοντέρνα. Εξ ου και οι αντιδράσεις των λυκειόπαιδων θεατών εκτείνονται από την παρατεταμένη υπνηλία έως το λεξιλόγιο της ποδοσφαιρικής εξέδρας.

Η Αφίλητη βασιλιπούλα και το φεγγάρι στο «Αλίκη Βουγιουκλάκη» και η Χιονάτη και οι 7…νάνοι; στο «Βακούρα» από την Παιδική Σκηνή του Σύγχρονου Θέατρου Θεσσαλονίκης είναι οι εκπρόσωποι των παλιών γνωστών παραμυθιών με σύγχρονο (;) ένδυμα. Κάτι αντίστοιχο επιχειρούν στο χώρο του λαϊκού παραμυθιού τα Σαράντα κλειδιά στο Θέατρο «Αμαλία» από την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης». Το Ζυμαρανθρωπάκι χαμογέλα! στο «Ράδιο Σίτυ» και οι Περιπέτειες του Εγώ-Εγώ στο «Λαμπιόνι» καλύπτουν με ερασιτεχνισμό και ένδεια το χώρο του σύγχρονου παιδικού θεατρικού έργου. Ο Πινόκιο στο «Σπιρτόκουτο της κούκλας», ο Ζωηρούλης πίθηκος στο «Θέατρο Φλέμινγκ» και τα Ζώα το’ σκασαν στη «Χ.Α.Ν.Θ.» μοιάζουν με ξαναζεσταμένο φαγητό στο χώρο του κουκλοθεάτρου, ενώ ο Μιχάλης Χατζάκης με τον Καραγκιόζη και την ορφανή της Χίου στη Χ.Α.Ν.Θ. επιμένει για πολλοστή φορά σε μια μάλλον φιλολογική προσέγγιση του θεάτρου σκιών.

Με τέτοιες ανέμπνευστες και συντηρητικές επιλογές, ο Σιμιγδαλένιος του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου από την Παιδική Σκηνή του Κ.Θ.Β.Ε. (σκην. Στέλλα Μιχαηλίδου) και η Κούλα, η κατσικούλα και το κλεμμένο τραγούδι του Ευγένιου Τριβιζά από το Νέο Θέατρο Θεσσαλονίκης (σκην. Ισίδωρος Σιδέρης) απλώς φαντάζουν ως αξιοπρεπείς επιλογές σε μια βαλτωμένη θεατρικά πόλη, ενώ, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ψηφίδες ενός ενδιαφέροντος θεατρικού παζλ.

Μα το πιο σημαντικό γι’ αυτήν την «γκρίζα» παραγωγή παιδικών παραστάσεων έγκειται στο γεγονός ότι η ζωντανή μαγιά της, οι ηθοποιοί, τις αντιμετωπίζουν ως απλό τρόπο εύκολου βιοπορισμού. Έχουν λείψει από τη σκηνή οι καθοριστικές παρουσίες «μαγικών» (με την έννοια του γοητευτικού) ηθοποιών, όπως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός (Οδυσσεβάχ στον πρώτο Οδυσσεβάχ) ή η Μάνια Παπαδημητρίου και η Σάννυ Χατζηαργύρη (πανέξυπνες Ελίζες στο ομώνυμο έργο της Ξένιας Καλογεροπούλου). Σήμερα στις παιδικές παραστάσεις τα νέα παιδιά χορεύουν καλά, τραγουδούν καλά, αλλά πάνω στη σκηνή δεν επικοινωνούν. Συχνά, μάλιστα, εκφέρουν φωναχτά τα λόγια τους, για να σκεπάσουν την ανήσυχη πιτσιρικαρία.

Έτσι, διαμορφώνεται ένα κοινό «λωβοτομημένο» θεατρικά, που αργότερα θα συρρέει σε «κακτώδη άνθη» και «λεβαντίνικα φιόρα». Προς το παρόν, του προσφέρονται λύσεις «λούτρινες», φθηνιάρικες και επικίνδυνες. Η «γκρίζα» Θεσσαλονίκη γιγαντώνεται και, ακολουθώντας την ιστορική της παράδοση, ομφαλοσκοπεί. Όταν στην Αγγλία έχουν αναγάγει σε επιστήμη τη μελέτη και προώθηση του παιδικού θεάτρου, όταν στο κοντινό Κιλκίς τολμούν να οργανώνουν και να στηρίζουν ένα διεθνές φεστιβάλ κουκλοθεάτρου, η Θεσσαλονίκη κλείνει τα μάτια και ανοίγει τις πόρτες σ’ ένα χειραγωγημένο κοινό, διαγράφοντας, παράλληλα, και το μελανό της μέλλον.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.