Ληρ όχι γυμνός αλλά εκτεθειμένος

Ο Τομάζ Παντούρ σκηνοθετεί τον «Βασιλιά Ληρ» με μια ομάδα Ελλήνων ηθοποιών

Κείμενο: Τώνια Καράογλου

 

 

Ένα από τα σαιξπηρικά αριστουργήματα έγινε η αφορμή της διαβαλκανικής θεατρικής συνάντησης που πραγματοποιείται αυτές τις μέρες στο χώρο Δ της Πειραιώς 260, στη «φεστιβαλικής» εντύπωσης παράσταση του «Βασιλιά Ληρ», όπου ο Σλοβένος Τομάζ Παντούρ με τη σταθερή ομάδα των συνεργατών του (σε δραματουργία, σκηνογραφία και μουσική) συνεργάζεται με μια αξιοσημείωτη ομάδα Ελλήνων ηθοποιών. Ο με διακρίσεις στο ενεργητικό του σκηνοθέτης δεν είναι και τόσο γνωστός στην Ελλάδα· το όνομά του, πάντως, πρωτοακούστηκε το 1997 στη Θεσσαλονίκη, όταν υπέγραφε τη σκηνοθεσία του πολυθεάματος του Γκόραν Μπρέγκοβιτς «Η σιωπή των Βαλκανίων», με το οποίο σηματοδοτήθηκε η λήξη των εκδηλώσεων της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης». Μια ματιά στις δραματουργικές επιλογές του καταδεικνύει την προτίμησή του στα μεγάλα, τα μνημειώδη κλασικά έργα, στα οποία μάλιστα κάποιες φορές επανέρχεται: Σαίξπηρ, Ευριπίδης, Γκαίτε, Τολστόι, Δάντης. Και τώρα, Σαίξπηρ ξανά.

king_39

Στον «Βασιλιά Ληρ» ο αριθμός των ηθοποιών -αρκετά μειωμένος σε σχέση με τον αριθμό των δραματικών προσώπων- υποδήλωσε αμέσως και ένα μέρος της σκηνοθετικής οπτικής· τον Γιώργο Κιμούλη στον ομώνυμο ρόλο πλαισίωσαν οι Στεφανία Γουλιώτη, Κόρα Καρβούνη, Πηνελόπη Τσιλίκα, Αργύρης Πανταζάρας, Γιώργος Γάλλος, Χάρης Τζωρτζάκης και Προμηθέας Αλειφερόπουλος. Με λίγα λόγια, στη σκηνική διασκευή του Παντούρ κρατήθηκαν τα απολύτως κεντρικά πρόσωπα των δύο παράλληλων ιστοριών: ο Ληρ, οι τρεις του κόρες, ο Τρελός, ο Γκλόστερ και οι δυο γιοι του. Με αυτόν τον τρόπο το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στην καρδιά του έργου, στη θέαση αυτών των δύο οικογενειακών ιστοριών, που είναι ταυτόχρονα μια -παράλληλη και κάποτε τεμνόμενη- πορεία δύο πατεράδων από την τύφλωση στην αλήθεια.

Επιθυμία του Παντούρ ήταν η κατάδειξη του ερέβους που κρύβει η ανθρώπινη φύση, ως μοχλός διαπροσωπικών σχέσεων και μαχών που φτάνουν στα όρια της τελικής εξόντωσης. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, πώς σκιαγραφήθηκε, άκρως ανταγωνιστικά, η σχέση της Γκόνεριλ και της Ρέιγκαν ή ότι μπήκε έντονα στο προσκήνιο και η ερωτική τους αντιζηλία γύρω από το πρόσωπο του Έντμοντ. Ή είναι απολύτως ενδεικτικές τόσο η απόδοση του Τρελού ως μέλους ενός δίπολου αφέντη-υποτακτικού με σαφείς αναφορές στο σαδομαζοχισμό αλλά και στο «Κουρδιστό πορτοκάλι» ή η ζωώδης, απολύτως γειωμένη, απόδοση του Έντμοντ, όσο και οι μεμονωμένες σκηνικές λύσεις, όπως ο φρικιαστικός τρόπος με τον οποίο η Ρέιγκαν τυφλώνει τον Γκλόστερ. Το σκηνικό σύμπαν του κατά Παντούρ «Ληρ» ήταν γεμάτο στάχτη, αίμα, ωμότητα και σκοτάδι.

king_19

Υπό το πρίσμα αυτής της οπτικής, άλλα θέματα του έργου δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα τον σκηνοθέτη, π.χ. αυτό της ηλικιακής ταυτότητας των ηρώων, φορέα της σύγκρουσης μεταξύ γενεών. Ο Ληρ του Κιμούλη, εξάλλου, πόρρω απέχει από τον ογδοντάχρονο γέρο του Σαίξπηρ. Άλλες απουσίες, όμως, από την εκδοχή του Παντούρ βάρυναν περισσότερο, όπως η αφαίρεση των ρόλου του Κεντ και των συζύγων των τριών θυγατέρων, που στένεψαν κατά τι το εύρος του έργου. Κι αυτό γιατί οι σχέσεις μεταξύ των συγκεκριμένων προσώπων καταδεικνύουν καλύτερα και βαθύτερα το ήθος τους: ο Ληρ δεν εμφανίζεται αλαζονικός και άδικος μονάχα εξαιτίας της συμπεριφοράς του προς τη μικρή του κόρη, αλλά και από τη στάση του απέναντι στον έμπιστό του Κεντ, ενώ η εγωπάθεια της Ρέιγκαν και της Γκόνεριλ σκιαγραφείται εξίσου μέσα από τη σχέση με τους συζύγους τους. Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν, θεωρώ, να στρεβλωθεί ειδικά η ανάγνωση του Ληρ, που εμφανίστηκε περισσότερο ως το θύμα δύο «κακών» θυγατέρων παρά ως ένας εξίσου αλαζονικός θύτης. Πάντως, ακόμη κι έτσι το έργο δεν (ξ)έπεσε στο επίπεδο μιας οικογενειακής τραγωδίας, καθώς η συνολική σκηνοθετική οπτική ήταν σαφώς προσανατολισμένη σε ό,τι περιγράφηκε παραπάνω.

king_36

Μάλλον παραδόξως όμως, το βάρος της παράστασης δόθηκε κυρίως στο τρίγωνο ΡέιγκανΓκόνεριλΈντμοντ, παρά στη σχέση τους με τον Ληρ, ενώ από τις δύο παράλληλες ιστορίες σκηνικά κερδισμένη βγήκε μάλλον η δεύτερη. Καθοριστικός παράγοντας γι’ αυτή τη διαπίστωση στάθηκαν οι επιμέρους υποκριτικές ερμηνείες, σε σχέση και με τη σκηνοθετική καθοδήγηση φυσικά. Έτσι, η αίσθηση εκμηδενισμού της ιστορίας, και της πορείας, του Ληρ οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στην ερμηνεία του Γιώργου Κιμούλη, που αποδείχτηκε ανεπαρκής· η συμβολή του στη σκιαγράφηση του ήρωα -αυτού του ήρωα που εκκινούμενος από μια τυφλή αλαζονεία αποκληρώνει την πιο αγαπημένη του κόρη, για να φτάσει μέσα από την επίπονη συνειδητοποίηση στη λύτρωση και την τελική συντριβή- περιορίστηκε σε μια εξωτερική περιγραφή, αρχικά με μια φωναχτή ερμηνεία που αντικαταστάθηκε από χαμήλωμα των τόνων αργότερα. Ενδεχομένως, ο ρόλος να αποτελούσε όνειρο ζωής για τον ηθοποιό, όμως εντέλει δεν έπεισε ότι έχει κάνει κτήμα του το νόημα όσων ξεστόμιζε (και που ο ίδιος μετάφρασε), ενώ σε σημεία έδειχνε και αυτοσκηνοθετημένος.

Βασιλιάς Ληρ - Κιμούλης - 4

Γενικότερα, έμεινα με την εντύπωση πως η σκηνοθεσία δημιούργησε ένα εξωτερικό μόνο περίβλημα στην παράσταση και στην οριοθέτηση των σχέσεων, αφήνοντας τους ηθοποιούς άλλους λιγότερο, άλλους περισσότερονα τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Κυρίως, δεν δημιουργήθηκαν σχέσεις επί σκηνής, υπήρχε σε αρκετά σημεία η δυσάρεστη αίσθηση πως οι ηθοποιοί μιλούσαν χωρίς να απευθύνονται αληθινά ο ένας στον άλλον. Η Κόρα Καρβούνη (Γκόνεριλ) και η Στεφανία Γουλιώτη (Ρέιγκαν) φάνηκαν να εγκλωβίζονται σε αυτή τη σχηματική σκηνοθετική καθοδήγηση και οδηγήθηκαν ακόμη και σε αναπάντεχες, δεδομένων των ικανοτήτων τους, στιγμές εξωτερικότητας και αμηχανίας, ειδικά στη διάδρασή τους με τον Κιμούλη-Ληρ. Αδύναμη εμφανίστηκε η Πηνελόπη Τσιλίκα ως Κορντέλια, με αποτέλεσμα η σχέση ΛηρΚορδέλιας που διαπερνάει εξολοκλήρου το έργο, από κινητήρια αφορμή μέχρι τελικής κορύφωσης, να μην εκφρασθεί σκηνικά. Δεν θα ήταν υπερβολή ίσως να ειπωθεί πως στη δημιουργία ενδιαφερόντων σκηνικών δεσμών μεταξύ των οικογενειακών μελών συνετέλεσε περισσότερο το σκηνοθετικό εύρημα της παρουσίας τριών μικρών κοριτσιών -οι τρεις κόρες κατά την παιδική τους ηλικία- παρά η αλληλεπίδραση του Γιώργου Κιμούλη με τις ηθοποιούς. Οι Κ. Καρβούνη και Στ. Γουλιώτη επέδειξαν καλύτερη σκηνική κυριαρχία στις σκηνές με τον Έντμοντ, ενώ η αξιοσημείωτη ερμηνεία του Χάρη Τζωρτζάκη στον ρόλο ήταν που έδωσε προβάδισμα στην παράλληλη πλοκή, χάρη και στις επαρκείς, κυρίως μακριά από κακή εννοούμενη εξωστρέφεια, ερμηνείες του Γ. Γάλλου (Γλόστερ) και του Π. Αλειφερόπουλου (Έντγκαρ). Ο Αργύρης Πανταζάρας ερμήνευσε τον Τρελό με σαρωτική ενέργεια.

king_35

Πρόκειται, λοιπόν, για μια χαμένη υπόθεση; Όχι απόλυτα. Η σκηνική ατμόσφαιρα ήταν μάλλον το μεγαλύτερο κέρδος χάρη στην εικαστική σφραγίδα της παράστασης. Απολύτως ενδεικτικό είναι πως μόνες τους οι φωτογραφίες μαρτυρούν αν όχι ένα αριστούργημα, σίγουρα μια δουλειά πολύ πιο ολοκληρωμένη από αυτή που παρουσιάζεται. (Η όψη, πάντως, επαναλαμβάνει πρακτικές που εμφανίζονται και σε προηγούμενες δουλειές του σκηνοθέτη: γυμνό, αίματα, χρωματικές αντιθέσεις, δερμάτινες υφές στα υφάσματα κ.ά.) Από κοινού σκηνοθέτης, σκηνογράφος και ενδυματολόγος δημιούργησαν δυνατές πότε δραματικές, πότε πιο λυρικέςεικόνες, ενώ η μουσική έπαιξε κι αυτή διακριτό ρόλο στη δημιουργία ατμόσφαιρας – αν και σε σημεία παραείχε δάνεια χολιγουντιανού δραματικού blockbuster. Φτάνουν, όμως, αυτά για μια κατά το δυνατόν πληρέστερη αισθητικά και ιδεολογικά σκηνική πρόσληψη του έργου; Νομίζω πως το ερώτημα έχει ήδη απαντηθεί.

Info: Η σαιξπηρική τραγωδία «Βασιλιάς Ληρ» με τον Γιώργο Κιμούλη σε σκηνοθεσία Τομάζ Παντούρ, ανεβαίνει στην Πειραιώς 260 μέχρι τις 3 Μαΐου.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.