West Wing του 19ου αιώνα

Με αφορμή το «Λίνκολν» του Στίβεν Σπίλμπεργκ

Το «Λίνκολν» δεν ξεκινάει με καθόλου καλούς οιωνούς. Σε ένα ημι-ρεαλιστικό ημι-ονειρικό σκηνικό, με τους καπνούς από μια ακόμη μάχη του αμερικάνικου εμφυλίου να φτιάχνουν ατμόσφαιρα, ο Πρόεδρος είναι μπροστά σε δύο μαύρους στρατιώτες, που συμβολίζουν δυο διαφορετικές στάσεις. Ο ένας προβλέψιμα ευγνώμων, ο άλλος όμως δεν μασάει, την λέει στα ίσια στον Λίνκολν, λες κι έχει απέναντί του κανέναν πλασιέ που προσπαθεί να του πουλήσει ασφάλειες: Και γιατί οι μισθοί που παίρνουμε ως στρατιώτες να είναι μικρότεροι από των λευκών; Και γιατί δεν μπορούμε να γίνουμε αξιωματικοί; Και με αυτόν το ρυθμό θα μας πάρει δηλαδή κανέναν αιώνα να βγάλουμε μαύρο στρατηγό; Φυσικά, επειδή παρά το θράσος του τον αγαπά τον άνδρα, θα παραθέσει μετά από στήθους ένα τμήμα της ιστορικής ομιλίας του Λίνκολν στο Γκέτισμπουργκ. Όσο συμβολική κι αν είναι η σκηνή, σε προδιαθέτει για τα χειρότερα και σε κάνει να νοσταλγείς αμέσως τον τρόπο που αντιμετώπισε ο Ταραντίνο το θέμα της δουλείας στον Τζάνγκο, που είχε όλων των ειδών τις σκηνές, αλλά τέτοια αθέλητα αστεία σκηνή όχι. Ωστόσο, ευτυχώς η σκηνή δεν είναι ενδεικτική, δεν είναι έτσι η ταινία, αμέσως μετά σοβαρεύει και κόβει αυτές τις εκτός τόπου και χρόνου μαξιμαλιστικές σαχλαμάρες.

Μετά από Αμερικάνους σκηνοθέτες μύθους όπως ο Γκρίφιθ και ο Φορντ, ένας ακόμη Αμερικάνος σκηνοθέτης μύθος, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, καταπιάνεται με τον κατεξοχήν πολιτικό μύθο των ΗΠΑ, τον Αβραάμ Λίνκολν. Δεν πρόκειται για βιογραφία, αλλά για περιγραφή των τελευταίων μηνών της ζωής του και συγκεκριμένα της προσπάθειάς του να ψηφιστεί κι από το Κονγκρέσο η 13η Τροποποίηση του Συντάγματος, με την οποία απαγορεύτηκε η δουλεία και κάθε καταναγκαστική εργασία. Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις λέει πως με το να περιορίζεται η εστίαση σε μια συγκεκριμένη περίοδο αυξάνεται το βάθος ανάλυσης του χαρακτήρα, και πράγματι έχει δίκιο. Ο Λίνκολν έχει επανεκλεγεί, ο εμφύλιος βρίσκεται στον τέταρτο χρόνο του, οι Βόρειοι τον κερδίζουν και σε μια πολιτική μανούβρα που κρίνεται από τους ίδιους του τους στενούς συνεργάτες αχρείαστη, πρόωρη και παρακινδυνευμένη, αποφασίζει να περάσει την Τροποποίηση. Σαν να μην έφτανε αυτή η δυσκολία, στην διάρκεια θα βρεθεί αντιμέτωπος με ένα νέο δίλημμα: του προσφέρεται ένα είδος συνθηκολόγησης από τους Νότιους. Πρέπει να το πάρει και να λήξει ο πόλεμος ή να περάσει πρώτα την Τροποποίηση; Οι σύμβουλοί του του λένε να διαλέξει: ή το τέλος του πολέμου ή την Τροποποίηση. Και τα δύο δεν μπορεί να τα έχει.

Και σαν να μην έφταναν κι αυτά, κι επειδή ως γνωστόν το να παίρνεις αποφάσεις που επηρεάζουν άλλους (ακόμα κι αν οι άλλοι είναι εκατομμύρια άνθρωποι, ακόμα κι αν οι αποφάσεις είναι πόλεμος) είναι πιο εύκολο από το να παίρνεις αποφάσεις που επηρεάζουν τη δική σου ζωή, ο γιος του θέλει να καταταγεί. «Ξέρω ότι δεν θα μπορέσω ποτέ να γίνω σαν εσένα, αλλά αν δεν καταταγώ θα νιώθω σε όλη τη ζωή μου ένα μηδενικό. Άσε με τουλάχιστον να μην είμαι μηδενικό». Η γυναίκα του αρνείται λυσσωδώς, γιατί έχουν ήδη χάσει ένα γιο από αρρώστια. Αχ, πόσο πιο εύκολο είναι να αποφασίζεις για τις ζωές των ξένων, από ό,τι για τις ζωές αυτών που αγαπάς.

Ο Κλίντον το συνόψισε καλά στην παρουσίαση της ταινίας που έκανε στις Χρυσές Σφαίρες: «Η μάχη του Λίνκολν για την κατάργηση της δουλείας μας υπενθυμίζει ότι η πρόοδος που διαρκεί σφυρηλατείται σε ένα καζάνι από αρχές και συμβιβασμούς ταυτόχρονα». Αρχές και συμβιβασμοί. Και βασικό προσόν της ταινίας είναι αυτό: ότι μας προσφέρει ένα μείγμα ιδεαλισμού και πραγματισμού (έως και κυνισμού) κι ένα παράδοξο: το παράδοξο μια τόσο σημαντική απόφαση να ήταν αποτέλεσμα διαφθοράς. Ο Λίνκολν επιδίδεται σε μια εκστρατεία ανεύρεσης 20 ψήφων που του λείπουν, και για να το πετύχει, άλλους τους πείθει με επίκληση σε ιδανικά και άλλους απλά τους εξαγοράζει προσφέροντάς τους οφίτσια. Μακιαβελικό; Δεν ξέρω αν το πόιντ είναι πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, πάντως μερικοί σκοποί είναι τόσο ιστορικοί που η απαξία των αθέμιτων μέσων που χρησιμοποιήθηκαν μοιάζει να εκμηδενίζεται.  

Η ταινία τελικά είναι μια σύγκρουση όχι μόνο ανάμεσα στο δρόμο του Λίνκολν και το δρόμο των πολιτικών του αντιπάλων, αλλά και μια σύγκρουση ανάμεσα στο δρόμο του Λίνκολν και αυτόν των πιο ένθερμων υποστηρικτών της κατάργησης της δουλείας. Εμβληματικότερος εξ αυτών ο Θαντέους Στίβενς που υποδύεται ο Τόμι Λι Τζόουνς, μιλά για την εσωτερική πυξίδα προς τη δικαιοσύνη, που έχει αχρηστευθεί στους λευκούς εξαιτίας της ανοχής στη δουλεία. Οι λευκοί δεν μπορούν να αντέξουν τη σκέψη πως θα μοιραστούν την ατέλειωτη αφθονία αυτής της χώρας με τους νέγρους, λέει. Ο Λίνκολν του απαντά πως η πυξίδα μας δείχνει μεν τον βορά, αλλά δεν μας δείχνει πόσες ερήμους και βάλτους και γκρεμούς έχει ο δρόμος μέχρι εκεί. Αν στην αναζήτηση του προορισμού σου πας ντουγρού προς στα μπρος, δεν υπολογίζεις τα εμπόδια και δεν πετύχεις τίποτα περισσότερο από το να βουλιάξεις σε έναν βάλτο, ποια η χρησιμότητα του να γνωρίζεις τον αληθινό βορά;

Σε μια άλλου τύπου ταινία (και δη σε όσα αναμένεις από μια ταινία του Σπίλμπεργκ), όταν ο χαρακτήρας του Τζόουνς προκαλούνταν από τους αντιπάλους του στο Κογκρέσο (βρισκόμαστε στο 1865 και οι Ρεμπουμπλικάνοι είναι οι προοδευτικοί και οι Δημοκρατικοί οι σκοταδιστές) για να πει τι πραγματικά πιστεύει για τη δουλεία και να σκανδαλίσει έτσι τους αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους, εκείνος θα αντιστεκόταν στην αρχή, μετά όμως δεν θα άντεχε, θα έβγαζε ένα συγκινητικότατο λόγο, όπου, ναι, θα διακήρυσσε πως πρεσβεύει την απόλυτη ισότητα όλων των ανθρώπων και όχι απλώς την ισότητα απέναντι στο νόμο: οι αμφιταλαντευόμενοι θα ξεσπούσαν σε δάκρυα, από τα θεωρεία θα τον αποθεώναν, οι πολιτικοί αντίπαλοι θα αποστομώνονταν. Ο «Λίνκολν» όμως είναι ενήλικη ταινία, είναι και σκοτεινή τελικά ταινία, δεν έρχεται από την παραμυθοχώρα. Αν είναι ύμνος, είναι ένας ύμνος στους συμβιβασμούς που απαιτούνται για να μείνεις τελικά πιστός στα πιστεύω σου, στους ελιγμούς που απαιτούνται για να αποφύγεις τους βάλτους και να βρεις τελικά τον βορά.

Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις είναι με διαφορά ο σημαντικότερος ηθοποιός της εποχής του, η παρουσία του είναι πάντοτε κάτι περισσότερο από επιβλητική, είναι η αρσενική Μέριλ Στριπ, έχοντας όμως σε σχέση με αυτή το προτέρημα να επιλέγει να παίζει πια μόνο μεγάλους ρόλους και κάθε εμφάνισή του να είναι γεγονός. Η φωνή του -είτε ρόλους κακών παίζει είτε ρόλους καλών- έρχεται από πολύ βαθιά, από κάποια έγκατα της ύπαρξης ανεξερεύνητα από τους πολλούς, η φωνή του είναι μια μεγάλη δύναμη της φύσης. Παρόλα αυτά εγώ θα ψήφιζα για όσκαρ τον Γιόακιν Φίνιξ στο «Μaster», όχι μόνο γιατί ο Λιούις έχει ήδη κερδίσει δύο όσκαρ Ά αντρικού και δεν θα του λείψει ένα τρίτο, αλλά κι επειδή συνολικά βρίσκω τη δική του παρουσία φέτος στοιχειωτικότερη.

Πραγματική χαρά για τα μάτια είναι να βλέπεις τόσους πολλούς αγαπημένους καρατερίστες από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση να πλαισιώνουν σε δεύτερους ρόλους τον Λιούις. Η ταινία έχει ένα από τα πιο γεμάτα καστ των τελευταίων ετών. Ο διευθυντής φωτογραφίας Γιάνους Καμίνσκι δίνει στην ταινία το ιδιαίτερο χρώμα της, η δική του συνεισφορά από όλα τα τεχνικές κατηγορίες στις οποίες είναι υποψήφια η ταινία μου φαίνεται η σημαντικότερη. Αντίθετα, η μουσική του Τζον Γουίλιαμς ποτέ άλλοτε δεν ακούστηκε τόσο κουρασμένη και τόσο ολόιδια με τόσες άλλες δικές του στα αυτιά μου. Για τον σεναριογράφο Τόνι Κούσνερ τα είπε όλα ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις στις Χρυσές Σφαίρες: «Κάθε μέρα είμαι υποχρεωμένος να ζω χωρίς τον δίχως όρια πλούτο της γλώσσας σου, που μου υπενθυμίζει κάθε μέρα το πόσο φτωχή είναι της δικής μου». Όσο όμως κι αν ισχύει αυτή η ατάκα, ισχύει πολύ περισσότερο σε αυτό που έχει κάνει ο Κούσνερ στο κλασικό πια “Angels in America”.Ο Σπίλμπεργκ σκηνοθετεί με αυτοσυγκράτηση και σιγουριά. Δεν χρειάζεται πια να αποδείξει τίποτα, δεν χρειάζεται να προσπαθήσει να αναδειχθεί πάνω από την ταινία.

Σε μια σκηνή ο Τζόουνς λέει σε έναν συνάδελφό του: «Δεν σε εκπλήσσει ο Λίνκολν; Επειδή δεν έχεις τη δυνατότητα να εκπλήσσεσαι, για αυτό δεν είσαι και ο ίδιος εκπληκτικός». Και ίσως σε αυτήν την φράση βρίσκω και τη βασική ένσταση που έχω με την ταινία, η οποία αντιλαμβάνομαι πάντως πως ακούγεται αντιφατική με όσα είπα ως τώρα: το «Λίνκολν» δεν σε εκπλήσσει ως τελική γεύση, καθώς βλέπεις τελικά αυτό που περιμένεις να δεις. Πόσο πρόβλημα είναι αυτό, όταν αυτό που βλέπεις έχει τόσα θετικά στοιχεία; Δεν ξέρω. Πιθανόν και να μην είναι. Αλλά, με τα λόγια της ίδιας της ταινίας, πώς να την πεις και εκπληκτική; 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.