Η λάμψη του Κ.Θ.Β.Ε.

Ούτε Διαμάντια ούτε Φιλότιμο: Déjà vu…

Η παράσταση του έργου Διαμάντια και μπλουζ της Λούλας Αναγνωστάκη από το Κ.Θ.Β.Ε. πέρα από την εκπομπή υπερβολικής δόσης σκηνικής ανίας δημιουργεί ένα επιπλέον πρόβλημα. Άντε να πείσεις τους λιγοστούς, ευτυχώς, θεατές που παρακολούθησαν την παράσταση ότι το συγκεκριμένο έργο, μαζί με το Ο δρόμος περνά από μέσα του Καμπανέλλη και το Με δύναμη από την Κηφισιά των Κεχαΐδη-Χαβιαρά  ανήκει στη σοδειά των πολύ σημαντικών έργων που πρόσφερε η αρχή της δεκαετίας του 90 στο ελληνικό δραματολόγιο. Τα τρία έργα μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο:  εστιάζουν στον κόσμο των μεγαλοαστών. Ο Καμπανέλλης με ένα καλοφτιαγμένο έργο επιχειρεί ένα κοινωνικό σχόλιο για την αλλαγή φρουράς στην εξουσία των τάξεων: από τους παρηκμασμένους μεγαλοαστούς στην ανερχόμενη δύναμη του μεσοαστικού νεοπλουτισμού. Από την άλλη, στην σπαρταριστή Κηφισιά, το συγγραφικό δίδυμο αγγίζει την τελειότητα της «μαμετικής» τεχνικής του παρουσιάζοντας το βάσανο και την κωμωδία του έρωτα ως αγχώδες μασκάρεμα του υπαρξιακού κενού τριών γυναικών.

Στο Διαμάντια και μπλουζ η Αναγνωστάκη αφηγούμενη ένα κρίσιμο 24ωρο από τη ζωή της μεγαλοαστής Άννας ανασκαλεύει την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι επαναδιατυπώνοντας ερωτήματα καθολικά και εσαεί αναπάντητα: ποιος είναι, τελικά, ο συγγραφέας του βιβλίου της ζωής μας, εμείς οι ίδιοι ή οι άλλοι; Ή μήπως πρόκειται για το αδιαχώριστο αμάλγαμα προσωπικών επιλογών, υπαγορευμένων, ωστόσο, από τον αναπόδραστο ιστορικό χρόνο με τις πολιτικές ή απολιτικές συνισταμένες του και τα κοινωνικά του μοντέλα και, κυρίως, τον φθοροποιό βιολογικό χρόνο που πίσω δε γυρνά (Γεια σου ρε Τσέχοφ, αθάνατε!).

Η Άννα σε κρίση ηλικίας και απολογιστική διάθεση έρχεται αντιμέτωπη με την πικρή γεύση μιας ανούσια ξοδεμένης ζωής, την επανεκτίμηση των επιλογών της και την ασφυξία που προκαλούν τα αδιόρθωτα λάθη της. Η σύνθεση ενός τραγουδιού βασισμένου σε ένα ποίημα που της είχε χαρίσει ένα εφηβικό της φλερτ αποκτά για την ίδια υπαρξιακή σπουδαιότητα καθώς φαντάζει σαν την ευκαιρία να πιάσει το νήμα της ζωής της από την αρχή. Μέχρι το τραγούδι να πάρει την τελική του μορφή η ζωή ανατρέπει την ήδη ευαίσθητη ισορροπία που διατηρεί η Άννα με τον εαυτό της και τα κοντινά της πρόσωπα. Αρχικά, γνωρίζει την ερωμένη του συζύγου της, έπειτα πληροφορείται για τη σχέση τους και, τέλος, μαθαίνει ότι ο σύζυγος της την εγκαταλείπει. Τσαλαβουτά σε μια εκδίκηση, ο σύζυγος επιστρέφει για να ξαναφύγει οριστικά αναγκάζοντας την Άννα, με ολοκαίνουργια πια δεδομένα, να αντιμετωπίσει το αύριο.

Ηρωίδα υψηλών υποκριτικών απαιτήσεων, απηχεί εμφανώς ηρωίδες-αρχέτυπα του παγκόσμιου δραματολογίου. Λίγο Έντα Γκάμπλερ, λίγο Μπλανς ντυ Μπουά, λίγο Μάσα των Τριών αδελφών, η Άννα στο Διαμάντια και μπλουζ, συνδυάζει, μοναδικά, ισόποση σκληράδα και ευθραυστότητα. Αποξενωμένη από όλους, προκλητικά αμυνόμενη, βιώνει την προσωπική της παρακμή αγκιστρωμένη σε ψευδαισθήσεις ελευθερίας και μεγαλείου. Το πνιχτό παράπονο και ο φόβος της μοναξιάς κρυμμένα πίσω από μια πεισματική, ναρκισσιστική, θεατρινίστικη συμπεριφορά, την οδηγούν σε αναξιοπρεπείς συμπεριφορές-δηλώσεις αξιοπρέπειας κάθε ανθρώπου που έχει τη ζωτική ανάγκη να πιστέψει ότι δεν ηττήθηκε ακόμη. Η Νόρα Κάτσελη εξαιρετικά δύσκαμπτη και ανασφαλής υποκριτικά και κινησιολογικά δεν κατόρθωσε να αναδείξει ούτε την επιφάνεια ούτε το βάθος του σύνθετου ρόλου. Αλίμονο, ωστόσο, η έλλειψη ανάγνωσης και καθοδήγησης από το σκηνοθέτη στο σύνολο των ερμηνειών και των σκηνικών σημάτων αποδεικνύουν ότι σε καμιά περίπτωση η κυρία Κατσέλη δε συνιστά το πρόβλημα της παράστασης.

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας, ο σκηνογράφος-ενδυματολόγος Μανόλης Παντελιδάκης και ο φωτιστής Γιώργος Τέλλος σε πλήρη μεταξύ τους συντονισμό κατόρθωσαν να απογυμνώσουν το εξαίσιο νατουραλιστικό έργο  από οποιοδήποτε νόημα. Η περιληπτική εκδοχή του βίαια κατακρεουργημένου κειμένου που παρουσιάστηκε σε συνδυασμό με την αφελή, πρώτου επιπέδου, σκηνοθεσία δεν άφησε κανένα περιθώριο ανάπτυξης των χαρακτήρων και των σχέσεων. Σαν με μπουλντόζα ο Κακλέας ισοπέδωσε τους ήρωες, τις ψυχικές τους μεταπτώσεις, τα αμφίθυμά τους κίνητρα, διέλυσε κάθε ατμόσφαιρα και αγνόησε την ειρωνεία και το χιούμορ του έργου.

Στο υπερβολικού μεγέθους σκηνικό, που παρέπεμπε, όχι σε μεγαλοαστικό σπίτι αλλά στον πύργο του Γιάγκου Δράκου, στα κοστούμια και τους φωτισμούς δεν αποτυπώθηκε τίποτα από τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα του τέλος καλοκαιριού και της μελαγχολίας των blues που υπαγορεύει το έργο. Στον αχανή σκηνικό χώρο η παράσταση στήθηκε από τον Κακλέα μετωπικά, με αποστάσεις τεράστιες ανάμεσα στους υποκριτές που εμπόδισαν την ανάπτυξη οποιασδήποτε μεταξύ τους επικοινωνίας. Η σκηνοθεσία πέρασε τις εικόνες του έργου στο fastforward, δίνοντας έμφαση σε ανούσιες σκηνικές υπογραμμίσεις μέσα από μουσικά χαλιά, video, χορευτικά ιντερμέδια, και αδικαιολόγητες εναλλαγές φωτισμών πίστας (που υπόσχονταν Μαζωνάκη, αλλά, φευ, Μαζωνάκη δεν βλέπαμε!), σε μια προσπάθεια συνεχούς απασχόλησης του βλέμματος του θεατή ώστε να μην προσέξει το κενό της ανάγνωσης.

Κι όμως, στο έργο ένα δίκτυο προσώπων και σχέσεων που αναπτύσσονται με κέντρο την Άννα παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον· πρόσωπα αληθινά μέσα σε σχέσεις οικογενειακές, απαιτητικές και καταπιεστικές, που βιώνουν μια ευρεία γκάμα αντικρουόμενων αισθημάτων αγάπης, ανταγωνισμού, καθήκοντος  και συνήθειας. Η σχέση της  Άννας με την  κόρη της Ειρήνη ισορροπεί στο τεντωμένο σκοινί της αναγκαιότητας αλλά και του φόβο του απογαλακτισμού και της ενηλικίωσης και των δύο. Η φιλική σχέση ζωής της ηρωίδας με την Ελένη μοιάζει  πιο στενή και απαραίτητη από τις οικογενειακές, αντέχοντας κάθε κραδασμό. Η συζυγική σχέση, ανάμεσα στην Άννα και το Γιάγκο, συνιστά ένα συμβόλαιο κοινής δυστυχίας που ο ένας αποφασίζει να σπάσει με κωμικοτραγικές συνέπειες. Η συνάντηση της Άννας με την εύθραυστη, αινιγματική και γοητευτική «αντίζηλο» Σόνια, ενεργοποιεί μια ιδιότυπη σχέση έλξης και άπωσης. Αντί για τα παραπάνω παρακολουθήσαμε, δυστυχώς από ένα καλό υλικό ηθοποιών, μονοδιάστατες κλισέ ερμηνείες που αγνοούσαν χαρακτήρες και σχέσεις μετατρέποντας τους ήρωες σε αισθητικά σκηνικά σήματα: η παιδαριώδης Ειρήνη της Κατσιναβάκη, η αλκοολική, τεκνατζού Ελένη της Σκαρλάτου, ο αδιάφορος Γιάγκος του Ευταξόπουλου, η «τσούλα» ερωμένη από το πρώην ανατολικού μπλοκ της Μιχαήλ. Αγνοώ τους ρόλους του Νίκου (Μιχάλης Σιώνας) και του Άντζελο (Γιάννης Ράμμος), όπως επιδεικτικά τους αγνόησε και ο σκηνοθέτης.

Στο πρόσωπο της Νόρας Κατσέλη, στο κατακρεουργημένο αριστούργημα της Αναγνωστάκη και σ’ ένα μεγαλειώδες σκηνικό το Κρατικό επένδυσε την επιλογή αναβίωσης της Λάμψης. Κρίμα!

Υ.Γ.

1. Στο πρόχειρα και κακόγουστα διαμορφωμένο σε θέατρο (λέμε τώρα)  φουαγιέ της Ε.Μ.Σ. παίζεται το Υπάρχει και φιλότιμο.  Η κωμωδία των Σακελλάριου-Γιανακόπουλου με τις σπαρταριστές ατάκες κατάντησε μία βαρετή, άρρυθμη, ούτε καν στην κυριολεξία του όρου σκηνοθετημένη από το Γιώργο Κιουρτσίδη, παράσταση (ξαναλέμε τώρα) που σε κάνει, πράγματι, να κοκκινίζεις όταν φευγαλέα συνειδητοποιείς ότι βρίσκεσαι στο χώρο του Κρατικού Θεάτρου και έχεις πληρώσει 17 ευρώ για να την παρακολουθήσεις. Παλαιότεροι, πάντα συνεπείς, επαγγελματίες ηθοποιοί του Κρατικού όπως η Δεληγιαννίδη, ο Καλπάκογλου, η Παντελίδου, ο Ίτσιος, αλλά και νεότεροι, όπως η Λύκου, ο Χαλκιαδάκης, ο Τουρνάκης, η Τέτουλα εξαναγκάστηκαν να κατέβουν σε ένα επίπεδο ερασιτεχνικής υποκριτικής. Ο  ταλαντούχος, επίσης, κύριος (Κώστας Σαντάς) που υποδύεται  το ρόλο του υπουργού Μαυρογιαλούρου, αν προσπαθούσε να ελέγξει τις υποκριτικές του υπερβολές και τον ναρκισσισμό του θα μπορούσε κάλλιστα να επιδιώξει μια λαμπρή καριέρα ως κωμικός στο επαγγελματικό θέατρο! Η τακτική του Κρατικού, τα τελευταία χρόνια, να μεταχειρίζεται τις παλιές ελληνικές φαρσοκωμωδίες ως σκουπίδια, πληγώνει ερμηνευτές και κοινό.

2. Η θετική αίσθηση που μου άφησε η παράσταση  Déjà vu σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών δεν στάθηκε ικανή για να ξεπλύνει τις παραπάνω αμαρτίες της Κρατικής Σκηνής. Η παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα του Κάφκα Αμερική και στο διήγημά του Η αδελφοκτονία (χρειαζόταν, βεβαίως, να αγοράσεις το απολύτως ασύνδετο με την παράσταση πρόγραμμα ώστε να πληροφορηθείς στην  σελίδα 9, στο σημείωμα του σκηνοθέτη, περί τίνος πρόκειται)  με συνέπεια και λιτότητα συνέθεσε ένα οδοιπορικό έξι επίδοξων ηθοποιών-μελλοθάνατων προς  το μεγάλο θέατρο της Οκλαχόμα. Το πρώτο μέρος του Déjà vu ωδή στη γοητευτική και επικίνδυνη μαγεία που ασκεί πανομοιότυπα η ζωή και το θέατρο ήταν ένα μαγικό ταξίδι σε εικόνες μέσα από περιγραφές των ηθοποιών και συναισθήματα. Το δεύτερο μέρος, όμως, περιορισμένο σε σχόλια γύρω από τη φύση του θεατρικού φαινομένου κούραζε και δεν αφορούσε. Χωρίς να διαθέτουν όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης τον υποκριτικό κώδικα που θα τους επέτρεπε να απογειώσουν την κλοουνίστικη προσέγγιση του σκηνοθέτη εξαίρεση ο πολύ καλός Κώστας Χατζησάββας, η Μαργαρίτα Παπαγιάννη και ο απολαυστικός, ξεκαρδιστικός, φαντασμαγορικός στη λιτότητα και πειθαρχεία του σε όλους τους ρόλους Γιώργος Καύκας ήταν μεγάλη απόλαυση να τους παρακολουθείς να στηρίζουν με τόση όρεξη τη συμμετοχή τους σε αυτήν. 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.