Ξεσκεπάζουμε τον Γιάννη Αγιάννη

Με αφορμή την ταινία «Οι Άθλιοι»

Λοξά πλάνα και φθαρμένες ταπετσαρίες στο φόντο: τείνουν να γίνουν το σήμα κατατεθέν της αισθητικής πρότασης του Τομ Χούπερ. Ο Χούπερ αποδεικνύει πως την ψάχνει πολύ την δουλειά, όταν μετά το εντελώς απροσδόκητο -όταν γύριζε την ταινία- όσκαρ του για τον «Λόγο του Βασιλιά», παίρνει το ρίσκο για κάτι δυσκολότερο και πολύ πιο φιλόδοξο, όπως είναι «Οι Άθλιοι», για κάτι που θα μπορούσε δηλαδή να του γυρίσει μπούμερανγκ. Δεν του γυρνάει όμως, καθώς παίρνει το μιούζικαλ της δεκαετίας του ογδόντα και το κάνει σινεμά, ένα σινεμά διαφορετικό, οπτικά συναρπαστικό και ακουστικά ευφρόσυνο, φτιάχνοντας έναν κόσμο τον οποίο ελέγχει απόλυτα. Αποδεικνύει έτσι με αυτήν του την ταινία πως είναι δημιουργός και όχι απλά ένας ακόμα ταλαντούχος σκηνοθέτης.

Τα μιούζικαλ ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου, μάλλον το αντίθετο. Πιθανότατα η ταινία θα μου άρεσε ούτως ή άλλως, πάντως συντείνει στο γεγονός πως μου άρεσε το ότι δεν έχουμε φυσικό λόγο που στα καλά καθούμενα διακόπτεται για να ακούσουμε μουσικές και τραγούδια, αλλά είναι από την αρχή ως το τέλος μουσικές και τραγούδια. Και η τεχνική που επέλεξε ο Χούπερ, βάζοντας τους ηθοποιούς του να τραγουδούν ζωντανά, με τη μουσική να προστίθεται μετά αντί για το αντίστροφο (να έχουν ηχογραφήσει δηλαδή τα τραγούδια και να τραγουδούν με πλέι μπακ) συντελεί καθοριστικά στο να είναι το τραγούδι μια επέκταση του λόγου, να υπάρχει πολύ περισσότερη φυσικότητα, σαν οι ηθοποιοί να τα λένε τραγουδιστά και όχι να τραγουδάνε. Είναι δηλαδή σαφές πως παίζουν τραγουδώντας και πως δεν τραγουδάνε προσπαθώντας παράλληλα να υποκριθούν.

Αν πρέπει να βρούμε κάποιο μειονέκτημα, ίσως η ταινία μπορεί να θεωρηθεί κουραστική στις πάνω από 2 1/2 ώρες διάρκειά της. Επίσης ο Ράσελ Κρόου μοιάζει να μην είναι στα αλήθεια παρών, σαν να είναι εκεί για να βγάλει το μεροκάματο. Η αντιδιαστολή του με το δόσιμο του Χιου Τζάκμαν (και προφανώς και της βραβευθείσας με όσκαρ β΄ρόλου Αν Χάθαγουέι) είναι εύγλωττη: ο Τζάκμαν τραγουδάει με όλο του το σώμα, ενώ ο Κρόου είναι άκαμπτος. Επίσης ο Σάσα Μπάρον Κόεν μολονότι εκ πρώτης όψης -όπως άλλωστε και ο Κρόου, που του πηγαίνει το Ιαβερικό- έμοιαζε καλή επιλογή για Θερναδιέρος (αφού τα κομμάτια που αφορούν τους Θερναδιέρους είναι τα πιο «κωμικά» του έργου), έχει το άγχος να εισβάλλει κάπως την περσόνα του στον ρόλο. Είχε λειτουργήσει πολύ καλύτερα στο “Sweeney Todd”, μιούζικαλ που έρχεται άλλωστε στο νου και λόγω της ηθοποιού που έχει μακιγιαριστεί περίεργα όσο καμιά άλλη στην ιστορία του σινεμά, ήτοι της Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, καθώς και της σκηνής που οι δυο τους φτιάχνουν λουκάνικα, βάζοντας μέσα κρέας γάτας, σκύλου κλπ. Άλογα δεν θυμάμαι αν έβαζαν, αλλά και να έβαζαν, αυτά γίνονταν μόνο στην εποχή των Αθλίων, όχι βέβαια σήμερα.

Μα παιδιά πλουσίων; : Η εξέγερση του Ιουνίου του 1832 στο Παρίσι. Μα παιδιά ευγενών; Τι τους λείπει, γιατί προσποιούνται τους επαναστάτες, γιατί δεν αφήνουν τους προλετάριους να επαναστατήσουν; Η ίδια απορία που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. «Μάριε, ντροπιάζεις την οικογένεια», θα του πει ο παππούς. Όταν στο τέλος ο Μάριος επιστρέφει σπίτι, το πλάνο του Χούπερ μοιάζει σχεδόν ειρωνικό καθώς μας δείχνει το αρχοντικό σε όλη του την μεγαλοπρέπεια. Ένα σαν μασονικό μάτι να δεσπόζει σε ένα τοίχο πάνω από τα οδοφράγματα είναι μια ακόμη ενδιαφέρουσα επιλογή του Χούπερ. Η πιο ενδιαφέρουσα όμως ίσως είναι οι πολλές κόκκινες σημαίες που, μαζί με τις γαλλικές, κυματίζουν πάνω στα οδοφράγματα, όχι μόνο στην ώρα που το επιβάλλει η πλοκή, αλλά και ξανά στο φινάλε του φιλμ.

Δυο αμοιβαία βλέμματα κι ένα μονομερές: Η σκηνή που η Επονίν συνοδεύει τον Μάριο στη πρώτη του συνάντηση με την Κοζέτ (Τιτίκα την ξέραμε εμείς οι κάποιας ηλικίας, πως άραγε το Κοζέτ είχε γίνει Τιτίκα;) είναι εξαιρετική. Ο τύπος είναι τρελαμένος να πάει να δει τον κεραυνοβόλο έρωτά του, κι εκείνη μολονότι παγίως ερωτευμένη μαζί του απολαμβάνει ακόμα και τη διαδρομή. Έχει δηλαδή πλήρη επίγνωση του τι συμβαίνει στον Μάριο κι όμως προσκολλάται επάνω του, γελάει με το κάθε τι που λέει, ταράζεται όταν την ακουμπάει, θέλει να είναι κοντά του, προλαβαίνει να συναρπάζεται ακόμα και στη διαδρομή. Αν είναι να σε χάσω για πάντα -που δεν σε είχα άλλωστε ποτέ, όπως λέει και η ίδια- τουλάχιστον ας χαρώ αυτήν την τελευταία διαδρομή. Και στο οριστικό χαμό των ερωτικών σου ελπίδων να οδηγεί αυτή η διαδρομή, δεν παύει να είναι μια διαδρομή μαζί του. Στο τραγούδι που τραγουδούν από κοινού κι οι τρεις, ένα αγόρι συναντά κι αγαπά ένα κορίτσι και ταυτόχρονα ένα δεύτερο κορίτσι τα συνειδητοποιεί όλα. Δύο άνθρωποι τραγουδούν τον έρωτά τους και ένας τρίτος τραγουδά ταυτόχρονα την ματαίωση του δικού του. Φτιάχνουν ένα τρίγωνο όπου υπάρχουν δυο αμοιβαία μαγεμένα βλέμματα και ένα τρίτο μονομερώς μαγεμένο, βλέμμα που δεν θα ευτυχήσει να δει την αμοιβαιότητα. Κι αν είναι να μιλήσουμε για αυτό το ρομαντικό υποκεφάλαιο της ταινίας, όντας τόσο εντελώς κορεσμένοι κινηματογραφικά από ερωτευμένα ζευγάρια, το ζευγάρι Μάριου – Κοζέτ δεν μας λέει απολύτως τίποτα, αντίθετα μοιάζει μέχρι και νερόβραστο. Ενώ η Επονίν της ταινίας ήρθε για να μείνει.

Στο δοκιμαστήριο των σκέψεων: Μολονότι το πιο βασικό ίσως χαρακτηριστικό των «Αθλίων» είναι πως ο Ουγκώ μιλά για τη δυνατότητα αλλαγής των ανθρώπων, για το ότι το προσωπικό παράδειγμα του ενός αλλάζει τον άλλο, για το ότι όταν φερθείς σε κάποιον με ανθρωπιά μπορεί να αλλάξει ο κόσμος του, μολονότι ο επίσκοπος (ενσαρκώνοντας την εκκλησία όχι ως θεσμό και εξουσία, αλλά ως αυτό που θα έπρεπε ιδανικά να είναι ο χριστιανισμός) αλλάζει τον Γιάννη Αγιάννη και ο Γιάννης Αγιάννης μπλοκάρει τελικά συναισθηματικά στην πορεία τον Ιαβέρη, μπορούμε να δοκιμάσουμε λίγο μερικές άλλες σκέψεις. Καμιά φορά αξίζει να δοκιμάζουμε σκέψεις, όχι ντε και καλά επειδή μας εκφράζουν απόλυτα, αλλά για να δούμε πώς ακούγονται, για να πάμε ίσως πέρα από τα προφανή, γιατί το να αναρωτιέσαι είναι πολλές φορές πιο εποικοδομητικό από το να αποφαίνεσαι κατηγορηματικά.

Αυταπάρνηση ή εγωισμός; : Ο Αγιάννης έχει γίνει δήμαρχος, έχει πολύ κόσμο στη δούλεψή του, βοηθάει τους φτωχούς της πόλης του κλπ. Και είναι να καταδικασθεί στη θέση του ένας άλλος, ένας που συνέλαβαν και δικάζουν ως Αγιάννη. Το δίλημμά του είναι σαφές. Πρέπει να αφήσει τον άλλο -κι ας είναι ο άλλος ένας ακόμα «άθλιος»- να καταδικασθεί στη θέση του; Δεν θα είναι εγωιστικό; Υπάρχουν ίσως δύο ειδών εγωισμοί κι ίσως εδώ επικρατεί ο αυτάρεσκος εγωισμός. Ίσως όπως ο Ιαβέρης είναι ζηλωτής του εξωτερικού και γραμμένου νόμου τον οποίο υπηρετεί σαν σκυλί, αντίστοιχα ο Αγιάννης είναι ζηλωτής του εσωτερικού και άγραφου νόμου. Ίσως το πιο δύσκολο θα ήταν να εξακολουθούσε να υπηρετεί το γενικότερο καλό, να προσφέρει περισσότερο στην κοινωνία, να κάνει την κοινωνία ένα καλύτερο μέρος και ας ζει ο ίδιος μέσα στις ενοχές του για όσα τραβάει ο συνάνθρωπός του στη θέση του. Η επώδυνη και αξιοθαύμαστη απόφαση που παίρνει, είναι αν τη κοιτάξουμε αντίστροφα η απόφαση που βάζει το εγώ του πάνω από το συνολικό καλό: δεν θέλω να ζω με ανέσεις και ενοχές, προτιμώ να ζω στις πιο άθλιες δυνατές υλικές συνθήκες, αλλά αποθεώνοντας τον εαυτό μου για αυτό που έκανα, όντας ταυτόχρονα ήρωας και θύμα. Το να αποφασίζεις όχι με γνώμονα το καλό των περισσοτέρων, αλλά με γνώμονα το να μην μπορεί να σου προσάψει κανένας εσένα τίποτα. Όλη μας η ζωή είναι μια παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούμε και είμαστε ταυτόχρονα και οι μοναδικοί της θεατές. Ο ήρωας της παράστασης προχωράει στα χρόνια και κάνει ό,τι κάνει για να ικανοποιήσει το κοινό του, δηλαδή εμάς τους ίδιους, αφού τελικά μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούμε να έχουμε πανοραμική εικόνα του εαυτού μας, των σκέψεών μας, των κινήτρων μας.

Κυνήγησέ με: Εκτός βέβαια και αν δεν ισχύει η παραπάνω εκδοχή και ισχύει η εκδοχή πως ο Αγιάννης πάσχει από κάποιον ανεπανάληπτο μαζοχισμό. Γιατί, σύμφωνοι, ας δεχτούμε πως ο ηθικός σου κώδικας μπορεί να σου υπαγορεύει πως δεν γίνεται να μπει φυλακή κάποιος άλλος στη θέση σου, πως ο αθώος αυτός μετράει περισσότερο από τον κόσμο όλο. Τι σόι ηθικός κώδικας όμως είναι αυτός που όταν ο Αγιάννης βρίσκεται στα οδοφράγματα απελευθερώνει μυστικά τον Ιαβέρη, ώστε να ξαμοληθεί ξανά στο κυνήγι του; Ο Ουγκώ μπορεί να θέλει να πει πως έτσι ακριβώς λειτουργεί η αλληλουχία του ελέους, πως αυτή είναι η καταλυτική κίνηση που θα μπλοκάρει αμετάκλητα τον Ιαβέρη. Ωστόσο ο Αγιάννης τον ελευθερώνει επειδή πιστεύει ακόμα στον άνθρωπο; Επειδή θέλει να του δείξει τι ατομάρα είναι και κοίτα ρε μαλάκα Ιαβέρη τι μάλαμα κυνηγάς τόσα χρόνια; Ή μήπως επειδή στον Ιαβέρη έχει βρει την μυστική του αδρεναλίνη, κάτι που δίνει νόημα και σασπένς στην ύπαρξή του; Μήπως ο Αγιάννης έχει βρει στον Ιαβέρη το ιδανικό του ταίρι; Μήπως έχει εθιστεί τόσο πολύ στο κυνηγητό του που η ζωή του θα μοιάσει άδεια χωρίς αυτό; Μήπως ο Ιαβέρης πέφτοντας στον Σηκουάνα κατορθώνει το τελειωτικό πλήγμα στον απελευθερωτή του;

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.