Κρατικό εκτός… θεατρικών σκηνών

Καληνύχτα σας!

Δύο φετινές παραγωγές του Κ.Θ.Β.Ε. επιχείρησαν να συνδέσουν την επένδυση στη νέα γενιά ηθοποιών με την επιλογή της «μετανάστευσης» εκτός των θεατρικών σκηνών του οργανισμού. Πρόκειται για την Ελληνική Νομαρχία που παρουσιάστηκε στις 17 και 18 Μαΐου στο Γκαράζ της Μονής Λαζαριστών από τη νεοσυσταθείσα σκηνή του Κ.Θ.Β.Ε., «Τα δικά μας παιδιά», σε σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα και την παράσταση Μπαντα-ρισμένοι- P.I.G.S. σε κείμενα των Χρίστου Στυλιανού, Θάνου Φερετζέλη και Χρήστου Παπαδημητρίου και σκηνοθετική επιμέλεια του τελευταίου και της Εύης Σαρμή που παρουσιάστηκε στη μουσική σκηνή Γαία.

Η Ελληνική Νομαρχία αποκτά αναπάντεχη επικαιρότητα τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Το γνωστό από τα σχολικά χρόνια κείμενο εκδόθηκε στην Ιταλία το 1806 στο πυρετώδες κλίμα πριν από την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης. Ο συντάκτης της εξέφραζε τόσο αναρχικές θέσεις που επέλεξε να παραμείνει στην ανωνυμία. Ο λόγος του, εμποτισμένος από τις ιδέες του Διαφωτισμού, επιχειρούσε την αφύπνιση του έθνους προτρέποντας τους Έλληνες να εξεγερθούν στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις και όχι υπολογίζοντας στη συμβολή των ξένων. Παράλληλα στηλίτευε τους εκμεταλλευτές του λαού και εχθρούς της επανάστασης, όπως τους χαρακτήριζε, στους οποίους συμπεριελάμβανε: κοτζαμπάσηδες, κλήρο, Φαναριώτες, δασκάλους και τμήμα της ελληνικής διασποράς. Οι αναλογικοί συσχετισμοί με το σημερινό οικονομικό ζυγό που φέρει στις πλάτες της η χώρα, την εξάρτησή μας από τις ξένες δυνάμεις και τη δράση των εντόπιων λαμόγιων είναι προφανείς.

Γεμάτος προσδοκίες, λοιπόν, να δω πώς απηχεί η Ελληνική Νομαρχία σήμερα και πώς ερμηνεύεται από το σκηνοθέτη και τους νέους ηθοποιούς, οι οποίοι δούλευαν σχεδόν οκτώ μήνες για την παρουσίασή της, επισκέφτηκα την Σταυρούπολη. Δυστυχώς, όμως, το κείμενο ατύχησε, καθώς η παράστασή του το ακύρωσε ολοκληρωτικά. Από την αδιάκοπη και απολύτως ακατάληπτη ροή λόγου, με τους αναρίθμητους παρατονισμούς, δεν κατόρθωσα να απομονώσω μία φράση, να πιαστώ από ένα συλλογιστικό νήμα, να διαβάσω το στόχο της, τη θέση της, έστω την αισθητική της πρόταση. Οι πέντε νεόκοποι ηθοποιοί (Αμαλία Ταταρέα, Δημήτρης Όντος, Αντιγόνη Φρυδά, Λουκία Βασιλείου και Δημήτρης Καρτόκης) εξέφεραν την απαιτητική γλώσσα με μια επίπλαστη βεβαιότητα ότι γνωρίζουν τι λένε χωρίς, προφανώς, να αντιλαμβάνονται τι λένε. Αφύπνιση, λοιπόν, ή ύπνωση! «Εναλλακτική» καθώς είναι η νέα σκηνή του Κρατικού προσέφερε το δεύτερο. Υπήρξε, αναρωτιέμαι, η συμβολή κάποιου ειδικού στην κατανόηση του λόγου της καθαρεύουσας ή ο σκηνοθέτης Γιάννης Ρήγας αισθάνθηκε επαρκής δάσκαλος ως προς αυτό; Στην ταυτόχρονη, χορωδιακή, εκφορά του κειμένου, που επιλέχτηκε ως βασικός επικοινωνιακός δρόμος, εντόπισα τα μεγαλύτερα προβλήματα κατανόησης και στα ανέμπνευστα και κακόγουστα γκαγκς, όπως το γιαούρτωμα, που επιστρατεύτηκαν για να «ζωντανέψουν» το κείμενο διαπίστωσα τη μεγάλη αμηχανία.

Προτιμώ, πράγματι, να διαγράψω την παράσταση από τη μνήμη μου, διότι αισθάνομαι ότι η μοναδική επιδίωξη της συγκεκριμένης παραγωγής δεν ήταν ούτε η εκπαίδευση των ηθοποιών ούτε η επένδυση σε μια νέα γενιά ούτε ο πειραματισμός στη φόρμα ούτε ο στοχασμός συντελεστών και κοινού γύρω από το σημερινό αδιέξοδο. Ήταν, απλώς, ένα αστείο που έκανε το Κρατικό με προεξάρχοντα τον Γιάννη Ρήγα «πώς να εκθέτουμε τα δικά μας παιδιά» (για την ατυχή ονομασία της σκηνής έχω εκφραστεί ήδη).

Στην περσινή απόπειρα του Κ.Θ.Β.Ε. να ανεβάσει επιθεώρηση με τον τίτλο Μπαντα-ρισμένοι-Η ώρα της κρίσεως η κοινοτοπία των κειμένων, η παραγωγή που δεν έκρυβε τη φθήνια της και η υπερβολική προσπάθεια των ηθοποιών να  δικαιολογήσουν την παρουσία τους στη σκηνή άφηνε τις χειρότερες εντυπώσεις. Φέτος, στο Γαία, μας δόθηκε η δυνατότητα, με ποτό και τσιγάρο, να παρακολουθήσουμε την αναθεωρημένη εκδοχή της. Η ζωντάνια των οκτώ νεότατων ηθοποιών και των τριών μουσικών της παράστασης, το κέφι τους, η ενέργειά τους και τα τραγούδια με τους έξυπνα μεταλλαγμένους στίχους (δεν μπορώ να μην ξεχωρίσω το ερμηνευτικό εκτόπισμα στο τραγούδι του Στυλιανού) σε κέρδιζαν από το πρώτο λεπτό. Ωστόσο, ο αναιμικός θεματικός άξονας με τα γουρούνια και τις γουρουνιές, o passé σχολιασμός του γραφειοκρατικού μηχανισμού και οι χιλιοειπωμένες σκέψεις του ανθρωπάκου Μπαρτζόλη απέπνεαν σε στιγμές απλοϊκότητα. Η λοξοδρόμηση της θεματικής, στο πρώτο μέρος, σε συμπαθητικά νούμερα, όπως η επίσκεψη του ζευγαριού στη σύμβουλο γάμου ή η απατημένη σύζυγος και η διωκόμενη καπνίστρια ―υποστηριγμένα τα δύο τελευταία εξαιρετικά από το τάλαντο της Χρύσας Τουμανίδου―, έδινε, αρχικά, την εντύπωση ότι τους τριαντάρηδες των P.I.G.S. αφορούν περισσότερο οι διαπροσωπικές σχέσεις παρά η κοινωνικοπολιτική κατάσταση.

Φαίνεται, ωστόσο, ότι κρατούσαν τα καλύτερα για το δεύτερο μέρος. Βασισμένο σε δύο κεντρικούς άξονες, τη  σχέση εξουσίας ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελλάδα και τη σημερινή αναγκαιότητα της μετανάστευσης για όλους ανεξαιρέτως (άνεργους νέους, πόρνες και ποπ σταρς σε αναδουλειές) στόχευσε αποκλειστικά πολιτικά. Στέκομαι στην εκπληκτική τραγουδιστική πρόβα των γουρουνιών του νότου υπό την καθοδήγηση της Φράου Μέρκελ σε ρόλο σκηνοθέτη, το υπέροχο νούμερο με τις δύο πόρνες (Εύη Σαρμή- Χρήστος Παπαδημητρίου) που η προοπτική ζωής τους βρίσκεται στην κοντινή Βουλγαρία και σε μαγαζιά με την ταμπέλα «Προσεχώς Ελληνίδες», στον εκπληκτικό ποπ σταρ του Θάνου Φερετζέλη που από τα πολυθεάματα της παραλιακής ετοιμάζει βαλίτσες για το Μινσκ. Όταν οι νέοι καλλιτέχνες, λοιπόν, επιλέγουν να κάνουν πολιτική σάτιρα με τα δεδομένα της γενιάς τους, την εμπειρία και τις προσλαμβάνουσές τους, που σε μεγάλο βαθμό είναι το σταρ σύστεμ, η Γιουροβίζιον και τα talent shows μπορούν να γίνουν αιχμηροί, αστείοι και, σε αρκετές στιγμές, συγκινητικοί.

Σημαντικότερη ακόμη από την ευφορία που μου άφησε η παράσταση είναι η εξής σκέψη: τα παιδιά των P.I.G.S. ευρηματικά, κεφάτα και συντονισμένα εκθέτουν το ταλέντο τους και, πρωτίστως, την πηγαία ανάγκη τους να εκφραστούν και να υποστηρίξουν τη δουλειά τους επιβεβαιώνοντας την, τερατώδη για τη γεροντοσμιλεμένη κοινωνία μας, παρότρυνση: τόπο στα νιάτα. Τα νέα αυτά παιδιά διαθέτουν την εκπαίδευση, τα εκφραστικά μέσα, την αντίληψη και κυρίως την όρεξη να δημιουργήσουν, αυτόνομα, χωρίς πατροναρίσματα «έμπειρων» (που τόσο απογοήτευσαν στο σύνολό τους στις υπόλοιπες φετινές παραγωγές του Κρατικού).

Φέρνοντας στο μυαλό μου αυτές τις τελευταίες θεωρώ ότι τα P.I.G.S. για όλους τους παραπάνω λόγους, αποτελούν την καλύτερη πρόταση της φετινής σαιζόν από το Κρατικό. Στρίγγλες στουρουαϊκές που δεν έγιναν αρνάκια, Πούντιλες Αό-Ματτι, Λωξάντρες νεγκλιζέ, Διαμάντια φω-σκολικά, τσεχοφικές (θα έτριζαν τα κοκκαλάκια του στο άκουσμα του τίτλου και μόνο) Ιστορίες για αρκούδες, και άλλα… έφαγαν τη σκόνη των P.I.G.S.! Και σκέφτομαι δυνατά, όπως πολλοί σκέφτονται (αλλά όχι δυνατά…) σε αυτήν την πόλη: Τι ακριβώς θα είχε στερηθεί η Θεσσαλονίκη, εάν φέτος, με έναν μαϊκλαμαρικό τρόπο, το Κ.Θ.Β.Ε εξαφανιζόταν; Βάζοντας κάτω τα μετρημένα κουκιά της τέχνης και όχι των εισιτηρίων ή μόνο αυτών ―εισιτήρια έκαναν και οι τσόντες, άλλωστε— συλλογίζομαι πάνω σε βασικούς στόχους του Κρατικού. Στηρίζει την ταλαίπωρη νεοελληνική δραματουργία; Με ποιον τρόπο, άραγε, όταν το νεοελληνικό έργο αντιπροσωπεύεται από το εξαιρετικά αδύναμο Όνειρο του Χάιμε του Μπρατάκου ή διασύρεται σε ευτελείς παραστάσεις όπως το Διαμάντια και μπλουζ και το Υπάρχει και φιλότιμο; Δείχνει έγνοια για την ελληνική γλώσσα; Η ακατάληπτη παρουσίαση της Ελληνικής Νομαρχίας και η διασκευή της Λωξάντρας από τον Άκη Δήμου το διαψεύδουν κατάφορα. Αναδεικνύει νέους ταλαντούχους πρωταγωνιστές; Ακόμη κι όταν έχει τη διάθεση να το κάνει (βλέπε Ελληνική Νομαρχία) αυτοί καταβαραθρώνονται από τους καθοδηγητές τους. Δίνει τη δυνατότητα να απολαύσει ο θεατής σημαντικές ερμηνείες σε μεγάλους ρόλους; Θυμίζω τις ανατριχιαστικές ερμηνείες του Κώστα Καζάκου, της Νόρας Κατσέλη, της Δήμητρας Ματσούκα και του Ιεροκλή Μιχαηλίδη σε θαυμάσιους ρόλους ρεπερτορίου. Αναδεικνύει νέες καλλιτεχνικές δυνάμεις; Απολύτως…, Γιάννης Ρήγας και Γιώργος Κιουρτσίδης σταθερά σκηνοθετούν επί Χατζάκη με τα γνωστά σε όλους μας πετυχημένα αποτελέσματα. Ή μήπως τέλος αναβαθμίζει την αισθητική μας και καλλιεργεί την ανάγκη συνομιλίας με το θεατρικό φαινόμενο; Μια ματιά στα έντυπα του Κρατικού Θεάτρου, που αντικατοπτρίζουν μοιραία και με μοναδικό τρόπο το προφίλ του, είναι αποκαλυπτική. Εκτός από το προβληματικό περιεχόμενό τους, η αίσθηση πένθους και ostalgy που αποπνέουν μας μεταφέρουν σε χώρα του υπαρκτού σοσιαλισμού με γραφιστική-τυπογραφική αύρα των 90ς.

«Αν σφάλλω, το νερό ας πάρει τη βαρκούλα μου στου διαόλου τα βάθη»…, όπως  έγραψε ο αείμνηστος Γιάννης Βαρβέρης στην κατακλείδα της κριτικής του για την παράσταση της Λωξάντρας.

Καληνύχτα σας!

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.