Ηρώ Μπέζου: «Οι προσωπικοί δαίμονες στους οποίους λογοδοτείς ορίζουν και το πόσο λογοδοτείς στην κοινωνία»

Η Ηρώ Μπέζου μιλά στο ελc για τους «Απογόνους» που γεννιούνται στο ΠΛΥΦΑ, τα μοτίβα ζωής που μας κληροδοτούνται και τους προσωπικούς δαίμονες που μας κάνουν να λογοδοτούμε

Φωτογραφίες: © Εβίτα Σκουρλέτη

Την παρατηρείς να κινείται μπροστά στον φακό με τους Cigarettes After Sex να ορίζουν αβίαστα τον ρυθμό και η αύρα της σε μεταφέρει σε ένα μεσημέρι καλοκαιριού κάπου ανάμεσα σε θολές φιγούρες, σκιές και λευκά, αέρινα υφάσματα να ανεμίζουν. Η Ηρώ Μπέζου χαρακτηρίζει τον εαυτό της ρετρό επισφραγίζοντας μια συζήτηση στις αποχρώσεις της μνήμης, που ξεκινά από τους «Απογόνους» που γεννιούνται στους φθαρμένους τοίχους και τις τζαμαρίες του ΠΛΥΦΑ συμπράττοντας με τον Χρήστο Θάνο, τον ξάδελφό της στη ζωή αλλά επί σκηνής τον «αδελφό που δεν γνώρισε ποτέ», και φτάνει στα ρεμπέτικα που τραγουδά στην Ιπποκράτους με τους Ραστ Χιτζάζ, μία από τις πιο ευχάριστες εξελίξεις στη ζωή της τα τελευταία χρόνια που δεν περίμενε ποτέ.

«Είχα πάντα μια δυσκολία να συνδεθώ και να επικοινωνήσω, οπότε το να είμαι σε επαφή με ανθρώπους, είτε παίζοντας μπροστά σε ανθρώπους, είτε κυρίως συνεργαζόμενη, μου έτριβε συνέχεια στη μούρη όλες μου τις δυσκολίες», μοιράζεται στο ελc ενώ μιλά για τα τα μοτίβα ζωής που μας κληροδοτούνται και τους προσωπικούς δαίμονες που μας κάνουν να λογοδοτούμε.

 

Πες μου λίγα λόγια για τους «Απογόνους» που παρουσιάζετε με τον Χρήστο Θάνο στο ΠΛΥΦΑ. Τι είναι αυτό που σας κινητοποίησε για να δημιουργήσετε αυτή την παράσταση.

Ο Χρήστος είχε την αρχική ιδέα. Είναι η δεύτερη φορά που συνεργαζόμαστε. Το γεγονός ότι είμαστε και συγγενείς ήταν βασικό σε αυτή την ιστορία. Του είχε έρθει μια ιδέα πριν από τρία καλοκαίρια σε σχέση με τον Ορέστη και την Ηλέκτρα, το τι σημαίνει αυτό που λέει και στον υπότιτλο «τα δύο αδέρφια που δεν γνωρίστηκαν ποτέ», γιατί είναι επείγον και ζητούμενο να φέρουν εις πέρας αυτό τον φόνο οπότε δεν έχουν το περιθώριο μιας οικειότητας και τι σημαίνει οικογένεια σε αυτό το πλαίσιο. Ήθελε να το κάνουμε μαζί, οπότε φτιάξαμε τη δραματουργία, συνθέσαμε κάποια κείμενα που βρήκαμε και προσθέσαμε το τελευταίο κομμάτι που έχει να κάνει με το δικό μας γενεαλογικό δέντρο, το οποίο νομίζω κάπως κλειδώνει και αποκαλύπτει με έναν τρόπο το ποιοι είμαστε. Μου άρεσε πολύ η ιδέα, ότι οι δικοί μας θρύλοι πολύ πιο απλοί και ταπεινοί έχουν και αυτοί τη γοητεία τους, τις περιπλανήσεις τους, τα ταξίδια τους και τα ατελείωτα ονόματα με τα οποία εμείς δεν έχουμε καμία άμεση σύνδεση και τα γνωρίζουμε ως ιστορίες.

 

 

Άρα οι «Απόγονοι» δεν θα μπορούσαν να γεννηθούν αν δεν υπήρχε η συγγενική σας σχέση και η ιστορία της γιαγιάς σας που μοιράζεστε;

Αυτή είναι η πραγματικότητα και όσα και να λέμε, όσο και αν κατασκευάστηκε τεχνικά η παράσταση, αυτό που μας συνδέει είναι η γιαγιά μας, η πιο κοινή μας αναφορά. Παρότι δεν μεγαλώσαμε μαζί με τον Χρήστο, είναι σαν να είναι αυτός ο κοινός πρόγονος που μας έχει επηρεάσει κάπως και τους δύο. Είμαστε και οι δύο μοναχοπαίδια, ο Χρήστος είναι πιο μεγάλος αλλά έζησε πολύ με τη γιαγιά μας και τον παππού μας, που εγώ δεν τον γνώρισα. Εμένα με μεγάλωσε η γιαγιά μου σε πολύ μεγάλο βαθμό, όμως ελάχιστες στιγμές θυμάμαι να είμαστε οι τρεις μας. Ήξερα ότι του είχε πολύ μεγάλη αγάπη. Οπότε είναι σαν να ενώθηκαν οι αναμνήσεις μας και οι αναφορές μας σε άλλη χρονική στιγμή.

Τα μυθικά πρόσωπα του Ορέστη και της Ηλέκτρας λειτουργούν σαν καθρέφτες με έναν τρόπο;

Είναι μια προσπάθεια να αφηγηθούμε τα γεγονότα μπαινοβγαίνοντας στην ερμηνεία των ρόλων, αλλά χρησιμοποιώντας και τα κείμενα που θεωρήσαμε ότι ταιριάζουν μ’ αυτό που μας ενδιαφέρει να φωτίσουμε. Κάποια αποσπάσματα από αρχαίους τραγικούς, αλλά κυρίως κομμάτια από τον Ρίτσο, όπως η Τέταρτη Διάσταση, αυτά ήταν που μας συγκίνησαν περισσότερο. Παράλληλα έχουμε χρησιμοποιήσει και δικές μας αφηγήσεις και φυσικά το στοιχείο της μουσικής, που είναι πολύ βασικό στην παράσταση, είτε είναι άμεσα μελοποίηση είτε είναι ρυθμολογημένος ο λόγος.

Ναι, στην ουσία δεν έχουμε καμία πρόθεση να παίξουμε τους ρόλους αυτούς, όσο το να φτάσει η ιστορία με όποιον τρόπο γίνεται στο τέλος της, που θέλουμε να πούμε ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν οικογένεια και να φτιάξουμε τη φανταστική αυτή ανάμνηση ενός τραπεζιού, μια φωτεινή στιγμή οικειότητας που θα μπορούσε να είναι και το μόνο σημείο αναφοράς για να αναγνωριστούν τα δύο αδέρφια πέρα από κάθε τι βαρύγδουπο ή μεγάλο, όπως το αίσθημα του καθήκοντος, του φόνου και του χρέους, κάτι πιο απλό και καθημερινό. Φαντάζομαι ότι εν τέλει αυτό μένει στη ζωή. Έτσι θέλω να πιστεύω δηλαδή.

 

 

Η παράσταση αγγίζει το χρέος και τις προσδοκίες που κουβαλάει ο καθένας από το οικογενειακό πλαίσιο. Πιστεύεις ότι είναι αναπόφευκτο να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό;

Νομίζω και να μην το αντιμετωπίσεις σε ακολουθεί άθελά σου. Είναι περίεργο, γιατί όλοι ασχολούμαστε ίσως και μέσω της ψυχοθεραπείας με τους γονείς, γιατί αυτή είναι η εμπειρία σου και αυτό σε καθορίζει, οι γονείς σου, τα αδέλφια σου κλπ, αλλά συνήθως δεν κοιτάμε πιο πίσω. Αυτό που λέμε ότι είναι σαν μύθοι κάποια πρόσωπα, αλλά τελικά σε έχουν καθορίσει πιο πολύ απ’ όσο μπορείς να αντιληφθείς. Τώρα με την παράσταση που λέμε κάθε μέρα το γενεαλογικό μας δέντρο από την πλευρά των μανάδων μας και ξεκινάμε από το 1840 για να φτάσουμε στο σήμερα και το επαναλαμβάνουμε κάθε μέρα ρυθμικά, αυτό είναι και κάτι που πιστεύω ότι λειτουργεί υποσυνείδητα σαν να καλείς με έναν τρόπο -όχι τόσο spooky όσο ακούγεται- αλλά «καλείς» τους προγόνους σου να τους «ξαναδείς» μπροστά σου.

Εγώ ας πούμε ήξερα πάντα ότι ο παππούς μου είχε μείνει ορφανός στα οκτώ του, αλλά το ήξερα σαν μια ιστορία. Τι σημαίνει όμως αυτό; Πόσο μπορεί να με έχει επηρεάσει;  Ή ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έζησαν πολέμους, πείνα, έζησαν όλα αυτά τα ταξίδια, τις περιπλανήσεις για να φτάσουμε εμείς να ζούμε μια ζωή πολύ πιο συμβατική, πολύ λιγότερο περιπετειώδη. Είναι σαν να φτάνει η φαντασία μας μέχρι εκεί που φτάνει η μνήμη μας και αυτό είναι λάθος, στενεύει κάπως τα όρια. Αυτό είναι το πιο κοντινό κι αυτό είναι το πιο λογικό να σε έχει καθορίσει, αλλά νομίζω ότι υπάρχει κάτι γονιδιακό, ένα νήμα που σε πάει πιο πίσω και που έχει ενδιαφέρον να το κοιτάς. Απλώς είναι καλό να ξέρεις ότι δεν μπορείς να απαλλαγείς εντελώς, κι αν κάνεις μια προσπάθεια για να συνδιαλλαγείς με πράγματα που μπορεί να σε πονάνε, να σε δυσκολεύουν, μπορεί να φτάσεις μέχρι ενός σημείου στο να τα διαχειριστείς κάπως πιο υποφερτά για σένα. Να ξεριζώσεις κάτι δεν νομίζω ότι γίνεται και ίσως δεν είναι και ζητούμενο.

 

 

Έχεις κάποια ανάμνηση από τη γιαγιά σου που να είναι χαραγμένη έντονα; 

Ναι θυμάμαι κάτι πάρα πολύ χαρακτηριστικά… Η γιαγιά μου είχε ένα κομπολόι που έπαιζε σε όλη της τη ζωή, θυμάμαι τον ήχο που έκαναν οι χάντρες, θυμάμαι να πέφτει το κομπολόι στο πάτωμα, να κάνει φασαρία και πάντα ο πατέρας μου, που είχαν πολύ καλή σχέση, να κάνει ένα «Αχ» (ήχος μικρής δυσφορίας). Θυμάμαι ότι πάντα γινόταν αυτό το πράγμα. Τώρα που στο λέω μου ήρθε, δεν το έχω πει στον Χρήστο, αλλά θυμάμαι πάρα πολύ καλά ότι έλεγα «αχ μην πέσει πάλι το κομπολόι και ακούσω αυτό το πράγμα». Μικρή δυσφορία και πάλι κομπολόι και πάλι αυτό.

Μαζί με το χρέος ξεφυτρώνουν και οι Ερινύες, που αναφέρετε και στην παράσταση, οι ενοχές; Πολλές γενιές έχουμε πορευτεί και εξακολουθούν να πορεύονται παρέα με τις ενοχές και τη σκέψη του πώς θα κριθούν…

Προσπαθώ να μην μπαίνω εκεί. Εμείς δεν είμαστε δωδεκαθεϊστές, αλλά είμαστε χριστιανοί και ακόμα κι αν δεν είμαστε, εγώ ας πούμε δεν έχω κάποια σχέση με τη θρησκεία, αλλά μας έχει ποτίσει θέλοντας και μη, γιατί είναι κομμάτι της κοινωνίας. Το θέμα των ενοχών και το ότι για μια επιλογή σου ή για μια πράξη πρέπει να τιμωρείσαι προσπαθώ όσο γίνεται να το αφήνω στην άκρη ή κρατάω ότι είσαι υπεύθυνος για κάτι και υφίστασαι τις συνέπειες. Μια απόφαση, το να αντισταθείς σε κάτι, να πεις όχι, μπορεί να σε λυτρώσει, να σου δώσει τρομερή χαρά και δύναμη, να πατήσεις πιο γερά στα πόδια σου. Έχει και αυτό το κόστος του, αποχωρίζεσαι κάτι, κάτι χάνεις, γιατί αν δεν χάσεις κάτι θα το είχες κάνει πολύ εύκολα εξαρχής. Δεν θέλω να το δω ως κάτι ενοχικό και τιμωρητικό. Οι προσωπικοί δαίμονες στους οποίους λογοδοτείς ορίζουν και το πόσο λογοδοτείς στην κοινωνία. Απλώς προβάλουμε έξω κάτι που αναφέρεται σε κάτι πιο προσωπικό. Είναι λίγο δικαιολογία, έτσι αισθάνομαι. Έχεις άπειρους τρόπους να καταπιέσεις τον εαυτό σου και άπειρους λόγους να αναβάλεις αυτό που θες. Νομίζω ότι πάντα έχει να κάνει και με μια δυσκολία των ανθρώπων να ακολουθήσουν την επιθυμία τους γιατί με κάποιο τρόπο, θέλοντας και μη, έχουν υποστεί ένα πατήκωμα ως παιδιά, ακόμα κι αν έχουν τους πιο καλούς γονείς του κόσμου.

Επίσης και η ευτυχία είναι κάτι που μπορεί να φοβηθεί κανείς και την επιτυχία μπορεί να φοβηθεί κανείς και τη χαρά, γιατί μπορεί να μην τη γνωρίζει, να του είναι μια άγνωστη περιοχή ή μπορεί να μην αντέχει να πέσει πάνω του προσοχή. Να έχει τόση ενοχή και ανάγκη να επαληθεύσει, ας πούμε, τον πόνο των προγόνων, ένα μοτίβο ζωής που να φοβάται να πάει σε κάτι που θα μπορούσε να του δώσει απόλαυση, χαρά ή ακόμα και για τη διέγερση του ρίσκου. Tρέχουμε να κρυφτούμε από τον πόνο αλλά τρέχουμε να κρυφτούμε κι από τη χαρά πολλές φορές. Είναι επικίνδυνο αίσθημα.

 

 

Αυτά τα μοτίβα που κληροδοτούνται με έναν τρόπο έχεις μπει στη διαδικασία να τα επεξεργαστείς σε προσωπικό επίπεδο;

Βέβαια πολύ! Νομίζω είναι ταξίδι ζωής αυτό. Πας μέρα μέρα, χρόνο με τον χρόνο. Με αφορά πάρα πολύ, δεν κάνω ότι δεν συμβαίνει, δεν το αποφεύγω και με απασχολεί πάρα πολύ γιατί έχω μια πολύ μεγάλη επιθυμία σε πεισματικό βαθμό να βελτιώσω τη ζωή μου και να είμαι καλύτερα. Οπότε κάνω ό,τι χρειαστεί γι’ αυτό.

Το «καλύτερα» τι σημαίνει για σένα;

Να έχω μικρότερο βάρος, μικρότερη δυσκολία σύνδεσης, να μπορώ να αφεθώ περισσότερο, να απολαμβάνω περισσότερα πράγματα, να συνδέομαι πιο πολύ με τους ανθρώπους, να ρέει η ζωή μου πιο αβίαστα. Όσο μπορώ να βγάζω αυτά που με πιέζουν και με απομονώνουν από τους ανθρώπους. Μερικές φορές το πιο απλό μπορεί να φαίνεται βουνό σε κάποιον. Εγώ έχω πολλά τέτοια και στο παρελθόν μου πιο πολλά, πολύ βασικά πράγματα που να μην μπορώ να διαχειριστώ. Αυτό εξελίσσεται προς το καλύτερο αλλά πολύ αργά. Ελπίζω ακόμα.

 

 

Η τέχνη σε βοήθησε στη διαδρομή σου με αυτά τα μοτίβα;

Πάρα πολύ, ειδικά το θέατρο στα φέρνει όλα πιο γρήγορα στην επιφάνεια και επειδή διαβάζεις πολύ και εκτίθεσαι πολύ, έρχεσαι σε επαφή με πάρα πολλούς ανθρώπους συνέχεια και διαπραγματεύεστε βαθιά ζητήματα. Αλλά ακόμα και το πιο ελαφρύ πράγμα να έχεις να διαχειριστείς σε μια δουλειά, είναι σαν να είναι όλη την ώρα ανοιχτό το φερμουάρ της ύπαρξής σου. Επιταχύνεται κάτι, όλα διογκώνονται. Αλλά μην το λέω αρνητικά, γιατί γνώρισα και ανθρώπους και γνωρίζω, με τους οποίους με συνδέουν πολλά και αυτό με κάνει φυσικά να ζω καλύτερα.

Εγώ είχα πάντα μια δυσκολία να συνδεθώ και να επικοινωνήσω, οπότε το να είμαι πάντα σε επαφή με ανθρώπους, είτε παίζοντας μπροστά σε ανθρώπους είτε κυρίως συνεργαζόμενη, μου έτριβε συνέχεια στη μούρη όλες μου τις δυσκολίες. Δεν υπήρχε περίπτωση να τη σκαπουλάρω, αλλά και η ίδια η λειτουργία του θεάτρου ρε παιδί μου και της μουσικής είναι όλα διάφοροι τρόποι να εκθέσεις τον εαυτό σου και να εκτεθείς στα δικά σου μάτια πρώτα. Πάντα μου άρεσε η ιδέα ότι θα είμαι μέσα σε έναν καλλιτεχνικό τρόπο ζωής, οπότε δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσα να ζω να σου πω την αλήθεια. Ενέχει και τον κίνδυνο να ασχολείσαι πάρα πολύ με την πάρτη σου. Το καλό είναι ότι μπορείς να ξορκίσεις και πράγματα που σε πονάνε, δηλαδή μπορείς να μιλήσεις, να φτιάξεις μια παράσταση, να γράψεις ένα ποίημα, να παίξεις ένα ρόλο και να παίξεις ουσιαστικά με τον πόνο σου κι έτσι να τον δεις καλύτερα, να τον καθρεφτίσεις, να τον ξορκίσεις, να πονέσεις περισσότερο. Είναι και λίγο επικίνδυνο, αλλά πιστεύω ότι πιο πολύ είναι λυτρωτικό.

 

 

Η σκηνοθεσία είναι κάτι που θα δοκίμαζες ξανά; Τώρα που έχει περάσει κάποιο διάστημα, μπήκες σε διαδικασία να αξιολογήσεις και να επεξεργαστείς αυτή την πρώτη εμπειρία με τους «Ναυαγούς»;

Θέλω να ξαναμπώ στη διαδικασία να φτιάξω κάτι δικό μου. Η εμπειρία μου με τους «Ναυαγούς» είναι κάτι πολύτιμο, το σκέφτομαι ασταμάτητα η αλήθεια είναι και κάνω αυτοκριτική. Ήταν πολύ καθοριστικό γεγονός για μένα και είμαι ευγνώμων που συνέβη. Παράλληλα είναι τεράστια έκθεση, γιατί σέβομαι το ότι κάποιος σπουδάζει κάτι ή μελετά κάτι, και δεν ήταν εύκολο να ονομάσω τον εαυτό μου συγγραφέα ή σκηνοθέτη, να κάνω κάτι που είμαι εγώ και που δεν έχω έλεγχο πάνω του, να πάρω την ευθύνη άλλων ανθρώπων. Λες «είμαι εγώ αυτό, γεια σας», οπότε αν απορριφθεί από κάποιον…

Νομίζω ότι έχω αυτή την ορμή όταν κάτι με αφορά πάρα πολύ να ξεπερνάω τις όποιες ανασφάλειες, αλλά μόνο αν είναι κάτι προσωπικό, όχι με την έννοια του αυτοβιογραφικού, αλλά κάτι το οποίο να αποτυπώνεις αυτό που υπάρχει μέσα σου. Αυτό μου αρέσει και να βλέπω σε παραστάσεις, σε ταινίες, σε ένα τραγούδι, δηλαδή να μπορώ να αναγνωρίσω τον άνθρωπο που το είχε φτιάξει κι ας μην μπορώ να το βάλω σε λόγια, να διαισθανθώ ποιος είναι.

Αυτή την περίοδο γράφω κάτι που με έχει παρασύρει και μου αρέσει πολύ. Είναι λίγο πιο παραμυθένιο, πιο θριλερικό. Αυτό μπορώ να σου μοιραστώ, γιατί αυτό γνωρίζω. Τώρα το πού θα φτάσει και αν, δεν το ξέρω, αλλά είμαι σε μια φάση που έχω αρχίσει να φαντασιώνομαι αν θα μπορούσε να υλοποιηθεί. Μου αρέσει το θέατρο γιατί μπορώ να γράψω ό,τι θέλω, μου μοιάζει τρομερή ελευθερία. Στο θέατρο υπάρχει αυτή η μαγεία, το παιχνίδι ότι μπορείς να φανταστείς κάτι. Συνεργάζεσαι με τη φαντασία του θεατή και μπορεί να φτιαχτεί κάτι.

 

 

Ως θεατής τι ψάχνεις στο θέατρο;

Δυστυχώς τελευταία ως θεατής βλέπω τις παραστάσεις ως ηθοποιός, έχω μεγάλη ανάγκη να δω ηθοποιούς που θαυμάζω και να μπορέσω να εμπνευστώ. Με ενδιαφέρει η υποκριτική τέχνη και το πώς εξελίσσεται και νομίζω ότι είναι λίγο παραμελημένη. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες ασχολούνται πάρα πολύ με την ιδέα τους, με την εικαστική τους πρόταση, με τη δραματουργία τους και δεν δουλεύουν τόσο πολύ με τους ηθοποιούς κι αυτό μου λείπει. Θεωρώ ότι είναι λίγο παραμελημένη η λειτουργία του ηθοποιού, είμαστε λίγο αφημένοι ο καθένας στο τι ξέρει και στις ικανότητές του.

Νιώθω ότι όλοι αυτό θέλουμε να δούμε στην πραγματικότητα, ανθρώπους να συνδέονται ζωντανά, αλλά δεν το ξέρουμε. Θες να πας στο θέατρο και να δεις να συμβαίνει κάτι πάνω στη σκηνή και να ξεχαστείς, όχι επειδή σου κατεβάζουν περιστέρια και πυροτεχνήματα και με το θέαμα θέλουν να σε παρασύρουν, αλλά να χαθείς μέσα σε κάτι που συμβαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλιώς είναι σαν να ψάχνεις κόλπα να αποσπαστείς. Η μαγεία είναι το ανάμεσα, ανάμεσα στα πρόσωπα, κι αυτό είναι σπάνιο.

 

 

Παράλληλα με το θέατρο έχεις στενή επαφή με τη μουσική και το τραγούδι και ιδιαίτερα τα ρεμπέτικα που τραγουδάτε με τους Ραστ Χιτζάζ. Πώς είναι αυτή η διαδρομή;

Δυστυχώς δεν ξέρω μουσική, δεν έχω γνώσεις από θεωρία και όργανα αλλά μου αρέσει πάρα πολύ να το δουλεύω, γιατί είναι κάτι τόσο τεχνικό και χειροπιαστό που εμείς δυστυχώς δεν το έχουμε. Με ενδιαφέρει να παραμείνω σε ένα διάλογο με αυτό, να βελτιώνω τη σχέση με τον ήχο, να είμαι πιο ακριβής με τον ρυθμό και γενικώς μου αρέσει πολύ το τραγούδι και ιδιαίτερα τα ρεμπέτικα που τραγουδάμε με τα παιδιά. Παίζουμε κάθε Τετάρτη στην Ιπποκράτους στο Rebet με τους Ραστ Χιτζάζ, που είναι υπέροχοι και τους είμαι πραγματικά ευγνώμων, που με έχουν πάρει μαζί τους σε αυτό.

Τα παιδιά είναι φίλοι από το σχολείο και εγώ μπήκα τον Οκτώβρη του ’19. Κάναμε κάποιες βραδιές στα Μπριζολάκια στην Ευελπίδων και μετά μου είπαν αν θέλω να είμαι μόνιμη στο σχήμα και πέταξα τη σκούφια μου. Δεν είναι εύκολο να τραγουδάς σε ένα τέτοιο περιβάλλον με κόσμο που τρώει, μιλάει κτλ και φυσικά θέλει και αυτό τη φροντίδα του, μπορώ να πω όμως ότι είναι από τις πολύ ευχάριστες εξελίξεις της ζωής μου των τελευταίων χρόνων και είναι κάτι που δεν περίμενα ότι θα μου συμβεί. Γενικώς τα τελευταία χρόνια μου έχουν συμβεί πολλά πράγματα που δεν περίμενα ποτέ να μου συμβούν και είναι πάρα πολύ ωραίο αυτό.

 

 

Για τα ρεμπέτικα είχες πάντα μια αγάπη;

Είχα αλλά δεν ήμουν τόσο γνώστρια. Πάντα πήγαινα σε μαγαζιά και άκουγα, αλλά γνώριζα πιο πολύ τα πιο γνωστά τραγούδια γιατί μου άρεσε και το λαϊκό και το λαϊκορεμπέτικο. Αλλά τον τεράστιο πλούτο και την πληροφορία αυτή που έχω λίγο «μυρίσει» τα τελευταία χρόνια, δεν τη διανοούμουν. Είναι πολύ ωραίο που επιβιώνει ακόμα αυτό το είδος και υπάρχουν τόσα σχήματα. Ταυτόχρονα είναι πολύ περίεργο, γιατί είναι σα να έχουμε μείνει σε αυτή την εποχή χωρίς να έχουμε καμία σχέση μ’ αυτήν στα αλήθεια, ειδικά με το προπολεμικό ας πούμε. Είναι σαν να υπάρχει μέσα μας πολύ ισχυρά. Το βλέπω σε νεότερα παιδιά από εμένα, παιδιά που έρχονται και στα μαγαζιά και μου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση το πώς συνδέονται με αυτό, ενώ δεν συνδέονται. Είναι κυτταρικό; Ποιος ξέρεις;

Γενικά δεν είμαι πολύ ψαγμένη στη μουσική. Μου άρεσε η τζαζ πολύ, θα ακούσω και κλασική μουσική. Είμαι λίγο ρετρό να πω την αλήθεια, και σε αυτά, όπως στα κείμενα έτσι και στη μουσική.

 

 

Σαν να υπάρχει η απόχρωση της μνήμης και στα δύο πεδία;

Σωστό. Θυμάσαι μπας και καταλάβεις κάτι και για το σήμερα. Αυτό θέλω να πιστεύω για να το χρωματίσω αισιόδοξα και όχι για να είσαι αγκυλωμένος σε αυτό που δεν υπάρχει πια, ούτε στην εξιδανίκευση του παρελθόντος. 

 

Info

Οι Απόγονοι | ΠΛΥΦΑ

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.