«Ιφιγένεια εν Αυλίδι» σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη: Τρίτη απόπειρα -και φαρμακερή

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ

Σε μια άκρως κλασική (στα όρια του στερεότυπου) ματιά, πετάγονταν διάφορες πινελιές δίκην εκμοντερνισμού. Ήταν τάμπλετ αυτό που κρατούσε στην αρχή ο Αγαμέμνων και σημείωνε, ή με γέλασαν τα μάτια μου;

Φωτογραφίες: © Thomas Daskalakis

Όταν κάποιος κάνει τη διαδρομή Αθήνα – Επίδαυρος πολλές φορές κάθε καλοκαίρι, είναι απόλυτα φυσικό, όταν ξεκινά να διανύσει το γνωστό πλέον δίωρο (πάνω – κάτω) μέχρι το μυθικό θέατρο της Αργολίδας, να κάνει κάποιες σκέψεις σχετικά με αυτό που πρόκειται να δει. Υπάρχουν οι παραστάσεις που ανυπομονείς να δεις. Υπάρχουν κι οι παραστάσεις που απλώς σου κινούν την περιέργεια. Υπάρχουν άλλες για τις οποίες δεν έχεις καμιά ιδιαίτερη επιθυμία, γιατί απλούστατα είναι σαν να τις έχεις δει πριν να τις δεις. Υπάρχουν κι άλλες για τις οποίες δεν μπαίνεις στον κόπο να υποστείς το ταξίδι, λέγοντας: «Δεν βαριέσαι, θα το δω τον Σεπτέμβρη κάπου στην Αττική».

Επειδή οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους και για να προλάβω τους καλοθελητές, αυτή η πρώτη παράγραφος είναι εξ ολοκλήρου κλεμμένη (και παραλλαγμένη, φυσικά) από την εισαγωγή του «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» του Ίταλο Καλβίνο. Μακάρι να μπορούσα να σας υποσχεθώ πως και η συνέχεια του κειμένου θα είναι εξίσου διασκεδαστική με το βιβλίο του δαιμόνιου Ιταλού, αλλά φευ…

Θα μου πείτε: υπάρχει λόγος για αυτό το ξεκίνημα; Ναι, υπάρχει. Πέρα από το προφανές –να μην τα λέμε κάθε εβδομάδα: αυτή την παράσταση κάποιος την επέλεξε. Κάποιος που προφανώς ανέμενε να εκπλαγεί ευχάριστα από τη σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη, σαν να μην ήξερε πως ήταν, σαν να είχε ήδη δει το πόνημά του: πέραν από τη γενικότερη σκηνοθετική του πολιτεία, δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεται με το συγκεκριμένο έργο. Δεν είναι καν η δεύτερη… Αλήθεια τώρα, τι ακριβώς περίμενε ο επιλέγων ότι θα συμβεί;

Υπάρχει όμως και δεύτερος λόγος. Όταν συμβαίνει να είναι –τρόπον τινά- δουλειά σου να βλέπεις παραστάσεις και δεν το κάνεις (μόνο) για το κέφι σου, αναζητάς το δέλεαρ που θα σε κάνει κάθε εβδομάδα του καλοκαιριού να καλύψεις την απόσταση ως την Επίδαυρο. Κι εδώ το δόλωμα είναι φανερό, η εξαιρετική, σχεδόν ιδανική διανομή: ηθοποιοί έμπειροι, δοκιμασμένοι και αξιολογότατοι, συν μια νεώτερη ηθοποιός στον επώνυμο ρόλο η οποία –πέραν της τηλεοπτικής της επιτυχίας στις «Άγριες Μέλισσες», την οποία ως ακοινώνητος και μη έχων τηλεόραση ομολογώ πως δεν γνώριζα- στη θεατρική σκηνή «βγάζει μάτια», που λένε: την είδα στις «Λουόμενες» της Κατερίνας Μαυρογιώργη στο Skrow (R.I.P.), κι ακόμα παραμιλάω από την ποιότητα, την ένταση και το πάθος της ερμηνείας της: η Μαρία Πετεβή.

Όμως δυστυχώς ή ευτυχώς την παράσταση –πολλώ δε μάλλον όταν μιλάμε για αρχαία τραγωδία- δεν την κάνουν ηθοποιοί, αλλά ο σκηνοθέτης. Αν, λοιπόν, η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» επελέγη λόγω των λαμπρών ηθοποιών, αυτός που την επέλεξε το τυρί το είδε, τη φάκα δεν την είδε;

Ας ξεκινήσουμε από αυτό που φαίνεται με την πρώτη ματιά: το σκηνικό. Εκτιμώ και θαυμάζω ιδιαιτέρως τον Γιώργο Γαβαλά, έναν αρχιτέκτονα και σκηνογράφο με πρωτότυπη και ιδιαίτερη σκέψη και ματιά, και στο παρελθόν έχω εντυπωσιαστεί πολλάκις από δουλειές του. Αδυνατώ να καταλάβω τι τον οδήγησε σε αυτό που αντικρίσαμε μπαίνοντας στο θέατρο: μια φίλη που το είδε σε φωτογραφία, ρώτησε αν κατασκευάζεται και στην Επίδαυρο σταθμός μετρό. Το εν λόγω κατασκεύασμα που παρέπεμπε σε φύλλα αλουμινίου ή ελλενίτ, ανήκει στα πλέον ακαλαίσθητα που έχω δει στην Επίδαυρο. Οι σκάλες που έμοιαζαν να ξεκινούν από αυτό, παρέπεμπαν ενδεχομένως σε καράβια, όμως αν αυτά ήταν τα πλοία των Αχαιών, προφανώς για να το καταλάβω χρειαζόταν μια φαντασία που δεν διαθέτω. Και προσοχή: ακόμα και κάτι ακαλαίσθητο, ή και προσβλητικό για το βλέμμα, μπορεί να έχει λόγο, να αποτελεί θέση: ας θυμηθούμε τα σφαχτά και τις αναμονές στις αξέχαστες «Βάκχες» του Ματίας Λάνγχοφ. Εδώ όμως, καμία σχέση…

Μακάρι όμως το πρόβλημα να ήταν εκεί. Ακόμα μια φορά, καμιά ουσιαστική σκέψη πάνω στο έργο, στο είδος, στα αρχέτυπα που εμφανίζονται επί σκηνής δεν μπόρεσα να διακρίνω. Σε μια άκρως κλασική (στα όρια του στερεότυπου) ματιά, πετάγονταν διάφορες πινελιές δίκην εκμοντερνισμού. Ήταν τάμπλετ αυτό που κρατούσε στην αρχή ο Αγαμέμνων και σημείωνε, ή με γέλασαν τα μάτια μου; Μακάρι να ισχύει το δεύτερο. Αν όμως δεν ισχύει, ας ενημερώσει κάποιος τον σκηνοθέτη πως και εμβόλιο για κόβιντ να βάλει τους ήρωες να κάνουν την επόμενη (4η) φορά που θα ανεβάσει το έργο, αυτό δεν θα σώσει τις εντυπώσεις: η φόρμα του παραμένει παλαιική, χωρίς ίχνος βάθους ή πρωτοτυπίας. Στην ανάγνωση είναι που απαιτείται να είναι κανείς καινοτόμος, όχι στα ευρήματα.

Έχω πει και άλλες φορές –δυστυχώς όσα βλέπω στην Επίδαυρο με υποχρεώνουν να επαναλαμβάνομαι- πως ο συμβολισμός είναι δίκοπο μαχαίρι: πότε το σύμβολο είναι τόσο προφανές που καταντά γελοίο, και πότε τόσο προσωπικό και ερμητικό που γίνεται ακατανόητο. Σπάνια τα έχω δει να συμβαίνουν και τα δύο στην ίδια παράσταση. Τα λευκά φορέματα και πέπλα των κοριτσιών του Χορού και της Ιφιγένειας είναι τόσο κοινός τόπος που δεν ξέρω τι να πω – ο συνδυασμός τους δε με παπούτσια σχεδόν αθλητικά, εξαιρετικά ακαλαίσθητος. Κάποιες διαφάνειες, προτιμώ να μην τις σχολιάσω γιατί θα εξοκείλουμε αλλού. Από την άλλη πλευρά, τι συμβόλιζαν οι ασημί λεκέδες στα πρόσωπα των ηρώων; Όταν και ο Χορός έβαλε αντίστοιχα στα πρόσωπά του, αναρωτήθηκα αν σημαίνουν κάποιου είδους ενηλικίωση. Σε αυτή την περίπτωση, παραπέμπω στην πρώτη κατηγορία συμβόλων…

Λίγες φορές έχω νιώσει τόσο ενοχλημένος από τη χρήση μικροφώνων: έκαναν τον ήχο του Χορού εντελώς επίπεδο και μονοδιάστατο. Θεωρώ επίσης πως οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί θα τα κατάφερναν και χωρίς αυτά. Οι ηθοποιοί, σε μια παράσταση με άξονα και καθοδήγηση, αυτοί οι ίδιοι, χωρίς αλλαγές, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εντελώς διαφορετικό αποτέλεσμα.

Ο πολύπειρος στην τραγωδία και λαμπρός Άκης Σακελλαρίου –ο αξέχαστος Διόνυσος των «Βακχών» του Θεόδωρου Τερζόπουλου- θα μπορούσε να αποδώσει έναν ξεχωριστό Μενέλαο αν δεν οδηγείτο σε έναν ρεαλιστικό, στερεοτυπικό ζηλόφθονο και απατημένο σύζυγο με παγιωμένες στάσεις σώματος. Κατέληξε απλώς να εκτελέσει με αξιοπρέπεια αυτό που του ζητήθηκε.

Ο Παντελής Δεντάκης, επαρκέστατος Πρεσβύτης και Άγγελος, υποχρεώθηκε να φορά έναν ασημένιο νάρθηκα στο ένα πόδι που παρέπεμπε σε πρόσφατη επέμβαση ισχίου, δημιουργώντας την εύλογη απορία: αυτός που έπρεπε να τρέξει σαν τον άνεμο να προλάβει να πει στην Κλυταιμνήστρα να μη φέρει την Ιφιγένεια στο θάνατό της, ήταν κάποιος που χρειάζεται δύο βακτηρίες για να βαδίσει; (Θεέ μου λυπήσου μας, ας μην πρόκειται για ένα ακόμα σύμβολο…)

Αμφιβάλλει κανείς για την αξία του Γιώργου Χρυσοστόμου; Προφανώς και όχι. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να του προσάψω μια ερμηνεία όπου εμφανίζεται ως Αχιλλέας να περπατά σαν κάου μπόυ με ανοιχτά τα πόδια και να εκτελεί ρουτινιάρικα τα αναμενόμενα για τον μεγάλο ήρωα των Αχαιών. Ποιος; Κάποιος που όλοι ξέρουμε πως είναι ένας ηθοποιός που μπορεί να σε εκπλήξει με το ελάχιστο.

Διακριθέντες της βραδιάς, το ζευγάρι Αγαμέμνονα- Κλυταιμνήστρας. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος διανύει μια εξαιρετικά δημιουργική περίοδο, κι απέδωσε το τραγικό πρόσωπο του έργου με εξαιρετική εκφορά λόγου και λεπτομέρειες. Αν υπήρχε ένας κεντρικός άξονας όπου να ενταχθεί, θα έφτανε πολύ μακριά. Πλάι του η Ιωάννα Παππά σε πλήρη υποκριτική ωριμότητα. Απέφυγε όλα τα κλισέ στα οποία θα μπορούσε να την οδηγήσει ο ρόλος, και με όλη την τραγική ειρωνεία της ηρωίδας που ερμήνευσε, είχε στιγμές όπου το μειδίαμά της πάγωνε το αίμα. Είναι καιρός τώρα που με κάθε της νέα ερμηνεία εκπλήσσει ευχάριστα.

Άφησα για το τέλος την αποκάλυψη της παράστασης, το μοναδικό κέρδος από αυτή την απόπειρα: την Ιφιγένεια της Μαρίας Πετεβή. Η νεαρή ηθοποιός πρέπει να ήθελε τόσο αυτό το ρόλο –αλλά και τον άξιζε τόσο πολύ- που έφτασε σε ένα λαμπρό αποτέλεσμα. Είναι φανερή η εξαντλητική δουλειά στη φωνή και τους τονισμούς της, θαυμαστές οι λεπτομέρειες. Η φλόγα και το πάθος της συνδυάζονται με μέτρο και ικανότητες. Είναι η μόνη που ξεφεύγει από την παγίδα των ρεαλιστικών ερμηνειών και απογειώνεται. Έδειξε πως ανήκει στην Επίδαυρο, και πιστεύω κι εύχομαι πως στο μέλλον θα επανέρχεται συχνά σε αυτήν: το δικαιούται. Όταν στο μέλλον θα ακούγεται η γνωστή επωδός περί ηθοποιών που βρέθηκαν σε διανομή αρχαίας τραγωδίας λόγω της επιτυχίας τους σε τηλεοπτικό σίριαλ, θα αρκεί ένα και μόνο επιχείρημα για να αποστομώσει τους κακόπιστους: το όνομα Μαρία Πετεβή.

Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου ήταν από τα μεγαλύτερα προβλήματα της παράστασης: σχολίαζε και υπογράμμιζε, είχε ένα εύκολο επικό ή λυρικό –ανάλογα με την περίσταση- ύφος, ήταν παρούσα σε σημεία που σαφώς δεν έπρεπε. Όμως εδώ υπάρχει ένα ουσιαστικότερο ζήτημα: ο Γασπαράτος είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ Αθηνών και δεν γίνεται να συμμετέχει ως καλλιτέχνης σε αυτό. Πρόκειται για στοιχειώδεις κανόνες δεοντολογίας. Για να αναφερθεί κανείς στο αυτονόητο, ακόμα κι αν η παρουσία του στους συντελεστές αυτής της παράστασης δεν είχε καμία σχέση με την επιλογή της για την Επίδαυρο, αυτό μάλλον δύσκολα αποδεικνύεται: η γυναίκα του Καίσαρα δεν φτάνει να είναι ηθική κλπ. Για να το πούμε διαφορετικά, με τον αγοραίο τρόπο του λαού, και πουτάνα και νταβατζής ταυτόχρονα δεν γίνεται. Το ίδιο σφάλμα διέπραξε φέτος και η Πατρίτσια Απέργη.

Η Σεσίλ Μικρούτσικου οδήγησε τον Χορό –για τον οποίο, δυστυχώς, δεν υπήρξε σκηνοθετική άποψη πέρα από τα γνωστά κλισέ- να κινηθεί στο σκοπό που του υπαγόρευσαν. Βλέπει κανείς τις δυνατότητες που θα υπήρχαν, αλλά το έδαφος δεν ήταν πρόσφορο για κάτι περισσότερο.

Υ.Γ. Εκτός από τα γνωστά «πατριωτικά» σημεία περί της δόξας της Ελλάδος και της υπεροχής των Ελλήνων έναντι των βαρβάρων τα οποία συνήθως αποσπούν χειροκρότημα, στη συγκεκριμένη παράσταση υπήρξε ένα απόσπασμα που χειροκροτήθηκε αυθόρμητα από το κοινό, αρχικά δειλά και στη συνέχεια όλο και πιο έντονα. Ανήκει στα λόγια του Μενέλαου στη σύγκρουσή του με τον Αγαμέμνονα. Απλά το παραθέτω στην απόδοση της Παναγιώτας Πανταζή που χρησιμοποιήθηκε στην παράσταση: «Όμως βλέπεις, τα έχει αυτά η πολιτική. Ελάχιστοι είναι αυτοί που φτάνουνε στην κορυφή και στέκονται στο ύψος του αξιώματός τους. Οι περισσότεροι σκοτώνονται να αρπάξουνε την εξουσία, κι όταν την κατακτήσουν, καταπίνουν τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους, συμβιβάζονται, και βάζουν την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια, είτε γιατί φοβούνται μήπως δυσαρεστήσουν ανόητους πολίτες, είτε γιατί αποδεικνύονται παντελώς ανίκανοι να προστατεύσουν τα συμφέροντα της χώρας».

Info παράστασης:

Ιφιγένεια εν Αυλίδι | Καλοκαιρινή περιοδεία

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Μία Απάντηση

  1. Η κριτική αυτή πραγματικά είναι να την διαβάζεις και να σου σηκώνεται η τρίχα.

    Όταν επιτέλους βρίσκεται ένας άνθρωπος να ανεβάσει μια τραγωδία, κλασικά, χωρίς αμέτρητα καραγκιοζιλίκια και ψευτοερμηνείες, εστιάζοντας στο έργο με σεβασμό χωρίς να πάει να κάνει τον έξυπνο στον Ευριπίδη, αντί να τον χειροκροτήσουμε εφόσον πέτυχε η παράσταση να είναι καλή στο κλασικό της ανέβασμα, κατακρίνουμε πρώτιστα το πόσο βαρετή ήταν που δεν είχε τι;

    Κοστούμια τις δεκαετίας του 80′ και σημαίες Πασόκ? Τ-shirt της Ιφιγένειας να κράζει τον Μητσοτάκη? Την Κλυταιμνήστρα να παίζει ποδόσφαιρο φορόντας το παλτό της Κωνσταντοπούλου?

    Κάποτε πρέπει να αρχίσει νομίζω και η κριτική στους κριτικούς που κρίνουν τα έργα με κριτήρια ασύλληπτα. Σε καμία άλλη χώρα δεν βλέπουμε σχέδον όλες οι παράστασεις να λαμβάνουν διθυράμβους από κάποιους και από κάποιους άλλους να κατακεραυνώνονται. Δείγμα ότι δεν υπάρχει αντικειμενικότητα και ο καθένας γράφει το μακρύ του και το κοντό του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.