Η Μαρία Ντούζα μιλά στο ελc για την ταινία «Άκουσέ με» που κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες

«Ν’ ανοίξουμε τα αυτιά μας και να δώσουμε στους ανθρώπους πραγματικά την προσοχή μας. Στην Ελλάδα ειδικά δεν έχουμε μάθει ν' ακούμε»

Βρίσκεται λόγω οικονομικών δυσκολιών από το σχολείο κωφών και την Αθήνα στο νησί του πατέρα της. Έρχεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης και της αδιαφορίας, όχι μόνο εξαιτίας των προκαταλήψεων του χωριού, αλλά κυρίως των δικών της. Παρερμηνεύει την πραγματικότητα σε μία προσπάθεια να επιβιώσει στον κόσμο των ακουόντων.

Αυτή είναι πάνω κάτω η ιστορία της Βαλμίρα, της ηρωίδας της ταινίας «Άκουσέ με». Μετά το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της, «Το δέντρο και η κούνια», η Μαρία Ντούζα επιστρέφει μ’ ένα βαθιά ανθρώπινο φιλμ, όπου η κώφωση λειτουργεί ως μία μεταφορά για την αδυναμία επικοινωνίας.

«Η ουσιαστική επικοινωνία είναι πάντα δύσκολη. Σήμερα όμως υπάρχει μία αντίφαση. Ζούμε σ΄ έναν κόσμο πολύ ανοιχτό, στον οποίο η επικοινωνία είναι θεωρητικά εύκολη. Έχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με ανθρώπους σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη. Το γεγονός όμως ότι η επικοινωνία είναι εύκολη δεν σημαίνει ότι είναι και ουσιαστική. Το θέμα είναι πόσο βαθιά πάει η επικοινωνία.», μου λέει η Μαρία Ντούζα, ενώ μιλάμε για τη νέα της ταινία. Σύμφωνα με την ίδια αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι «Ν’ ανοίξουμε τα αυτιά μας και να δώσουμε στους ανθρώπους πραγματικά την προσοχή μας». Ίσως τότε καταφέρουμε ν’ ακούσουμε ο ένας τον άλλον.

 

 

Ποια ήταν η έμπνευση πίσω από το «Άκουσέ με»;

Η αρχική έμπνευση ήρθε από ένα βιβλίο που είχα διαβάσει στα παιδιά μου, το «Ένα σακί μαλλιά» του Παντελή Καλιότσου. Στο βιβλίο αυτό σ’ ένα μικρό νησί οι μεγάλοι τσακώνονται μεταξύ τους και τα παιδιά τους δίνουν ένα μάθημα φιλίας και αγάπης. Η ιδέα ότι τα παιδιά δίνουν το παράδειγμα με είχε συγκινήσει πολύ. Κράτησα λοιπόν αυτή την ιδέα αλλά απομακρύνθηκα τελείως από την ιστορία του βιβλίου, γιατί ήθελα να κάνω μία ταινία για την επικοινωνία, για την ανικανότητά μας να ακούσουμε ο ένας τον άλλον και να επικοινωνήσουμε σωστά.

Ήθελα ως κεντρικό χαρακτήρα μία κωφή κοπέλα. Δεν ήθελα όμως να κάνω μία ταινία για τη σωματική αναπηρία. Η κώφωση στην ταινία λειτουργεί ως μία μεταφορά για τη συναισθηματική κώφωση. Δεν είμαστε αρκετά ανοιχτοί για να ακούσουμε τι μας λένε οι άνθρωποι γύρω μας. Για μένα η επικοινωνία είναι προϋπόθεση συνύπαρξης. Η ουσιαστική επικοινωνία μας βοηθά καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, ώστε να μπορέσουμε να συνυπάρξουμε. Υπάρχει μέσα μας η ανάγκη να επικοινωνήσουμε ουσιαστικά.

 

 

Σήμερα η επικοινωνία είναι δύσκολη;

Η ουσιαστική επικοινωνία είναι πάντα δύσκολη. Σήμερα όμως υπάρχει μία αντίφαση. Ζούμε σ΄ έναν κόσμο πολύ ανοιχτό, στον οποίο η επικοινωνία είναι θεωρητικά εύκολη. Έχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με ανθρώπους σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη. Συνομιλούμε με άλλες κουλτούρες, με άλλους λαούς, με άλλα κοινωνικά συστήματα. Το γεγονός όμως ότι η επικοινωνία είναι εύκολη δεν σημαίνει ότι είναι και ουσιαστική. Το θέμα είναι πόσο βαθιά πάει η επικοινωνία. Δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε ουσιαστικά και να καταλάβουμε όποιον δεν είναι σαν εμάς, τον Άλλον. Και όταν λέω Άλλον εννοώ ακόμα και τον γείτονά μας που διαφοροποιείται ιδεολογικά από εμάς. 

Τι πρέπει να κάνουμε για ν’ ακούσουμε πραγματικά τους ανθρώπους γύρω μας;

Ν’ ανοίξουμε τα αυτιά μας και να δώσουμε στους ανθρώπους πραγματικά την προσοχή μας. Στην Ελλάδα ειδικά δεν έχουμε μάθει ν’ ακούμε. Όταν συζητάμε για παράδειγμα σ΄ ένα τραπέζι ή σε μία συνέλευση μιλάνε οι υπόλοιποι και σκεφτόμαστε τι έχουμε εμείς να πούμε. Ο Παντελής Καλιότσος, ο συγγραφέας από το βιβλίο του οποίου εμπνεύστηκα το «Άκουσέ με», μου είχε πει κάποτε «Η πιο σημαντική αίσθηση είναι η ακοή. Ν’ ακούς τον άλλον, όποιος και αν είναι αυτός. Μην τον υποτιμάς ποτέ γιατί είναι άνθρωπος και λέει κάτι και αυτό το κάτι έχει μία αξία». Μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση τα λόγια του. Τείνουμε πολλές φορές να λέμε «Ξέρω τι θα πεις». Το λέμε αυτό πολύ συχνά στην Ελλάδα. Αυτό είναι μία καταστροφή της επικοινωνίας.

Στην Αγγλία, όπου έζησα δέκα χρόνια, δεν πίστευα ότι ακούει ο ένας τον άλλον πραγματικά. Όταν σ’ ένα τραπέζι δέκα ανθρώπων μίλαγε κάποιος οι υπόλοιποι σωπαίναν. Δεν υπήρχαν πηγαδάκια. Νομίζω ότι όλο αυτό ξεκινάει από το σχολείο. Τα παιδιά απλώς παπαγαλίζουν ένα κείμενο. Θυμάμαι ότι οι καθηγητές στο σχολείο δεν μας ζητούσαν να μιλήσουμε, να πούμε την άποψή μας, ώστε να μας ακούσουν. Στο εκπαιδευτικό μας σύστημα κυριαρχεί η αποστήθιση οπότε δεν γίνεται ουσιαστικός διάλογος.

 

 

Μετά την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σας «Το δέντρο και η κούνια» η έννοια του Άλλου επιστρέφει στο «Άκουσέ με».

Με απασχολεί η έννοια του Άλλου μ’ έναν ευρύ τρόπο. Στο «Άκουσέ με» όλοι νιώθουν μ’ έναν τρόπο ξένοι. Η Βαλμίρα είναι κωφή, ο Άρης είναι από τη Βουλγαρία και δέχεται bullying, η μητέρα του παλεύει να βρει τη θέση της, ο πατέρας της Βαλμίρα δεν φαίνεται να είναι απόλυτα ενσωματωμένος στο χωριό και το ίδιο το χωριό τον κρατάει απέξω. Ακόμα και ο Μάριος, ο ξενόφοβος γιος του δημάρχου που είναι ο πιο δυνατός μέσα στο σχολικό περιβάλλον, θα έρθει αντιμέτωπος με μία κατάσταση που θα τον κάνει να νιώσει Άλλος, ξένος. Πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος για να συνυπάρξουμε σε μία κοινωνία είναι η ενσυναίσθηση, να μπούμε δηλαδή στα παπούτσια των άλλων. Αυτό λέει και η ταινία στο τέλος.

Το τέλος του «Άκουσέ με» είναι πολύ ελπιδοφόρο. Είναι σημαντικό για εσάς μία ταινία ν’ αφήνει ένα ίχνος ελπίδας;

Ήθελα η ταινία να τελειώνει με μία θετική λύση, γιατί ήθελα να μιλήσω για το καλό. Ήταν μία βαθιά ανάγκη μου από τότε που ξεκίνησα να κάνω αυτή την ταινία. Το κακό προβάλλεται μέσα από πάρα πολλές ταινίες και σειρές. Κανείς δεν μπορεί βέβαια ν’ αρνηθεί ότι υπάρχει. Εγώ όμως ήθελα να πω ότι το καλό μπορεί να υπάρξει, ότι είμαστε ικανοί για το καλό γιατί το κουβαλάμε μέσα μας. Πρέπει να το θυμηθούμε αυτό.

Η καθημερινότητα είναι πολύ σκληρή. Είναι γεμάτη απογοητεύσεις, φόβους δυσκολίες, στρες. Πιστεύω ότι ο θεατής όταν μπαίνει σε μία αίθουσα δεν θέλει να τα δει όλα αυτά. Θέλει να δει ότι υπάρχει διαφυγή. Αυτό θα είναι σαν ένα χάδι στην ψυχή του. Το έχω εισπράξει αυτό. Άνθρωποι που είδαν «Το δέντρο και η κούνια» ή το «Άκουσέ με» μου λένε «Είδα την ταινία σου και μαλάκωσε η ψυχή μου». Η τέχνη έχει έναν παρηγορητικό ρόλο. Ακόμα όμως και αν το θέμα της ταινίας δεν επιτρέπει ένα καλό τέλος θα πρέπει τουλάχιστον να λυτρώνει τον θεατή. Η άποψή μου είναι ότι το κοινό δεν πρέπει να βγαίνει από την αίθουσα χειρότερα απ’ ότι μπαίνει.

 

 

Τι προσκλήσεις αντιμετωπίσατε;

Μεγάλη πρόσκληση ήταν το πώς θα μπορέσει η Ευθαλία Παπακώστα ν’ αποδώσει πειστικά τον ρόλο ενός κωφού ατόμου. Έκανε μαθήματα νοηματικής για τρεις μήνες πριν τα γυρίσματα. Έκανα βέβαια και εγώ μεγάλη έρευνα, μίλησα με ανθρώπους, διάβασα. Ήταν μία μεγάλη ανησυχία μου μέχρι να πάμε στο μοντάζ και να δούμε τι μπορεί να περάσει. Μία άλλη πρόκληση είχε να κάνει με τον ήχο, ο οποίος είναι πολύ ιδιαίτερος γιατί υπάρχει μέσα στην ταινία το στοιχείο της κώφωσης. Η επεξεργασία του είναι πολύ ιδιαίτερη. Υπάρχουν στιγμές όπου δεν ακούγεται ο σύγχρονος ήχος αλλά ακούγονται άλλοι ήχοι, υπάρχουν στιγμές όπου υπάρχει απόλυτη σιωπή και άλλες όπου η κώφωση της ηρωίδας αποδίδεται με μουσική και όχι με τη σιωπή. Δουλέψαμε πάρα πολύ με τη συνθέτρια της μουσικής που έκανε και το sound art, την Άννα Στερεοπούλου.

 

 

Η ταινία ταξίδεψε σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Πώς την υποδέχτηκε το ξένο κοινό;

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης και μετά ταξίδεψε σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Η ανταπόκριση του κοινού ήταν πολύ θερμή. Το «Άκουσέ με» έχει έναν χαρακτήρα που πάει πέρα από τα ελληνικά ενδιαφέροντα. Οι διοργανωτές των φεστιβάλ πίστεψαν ότι είναι μία ταινία που αφορά ένα διεθνές κοινό. Αυτό το εισέπραξα. Είναι πολύ μεγάλη χαρά να είσαι στο Κάιρο, στην Εσθονία και να γίνεται μετά την προβολή της ταινίας μία συζήτηση με τον κόσμο να έχει να πει πολλά. Η ταινία παίχτηκε μεταξύ άλλων σ΄ ένα φεστιβάλ νέων στην Τυφλίδα. Το κοινό ήταν απίστευτο. Ήταν μαθητές λυκείου. Η συζήτηση που έγινε κράτησε πάνω από μία ώρα. Οι σκέψεις τους, οι ερωτήσεις τους και οι παρατηρήσεις τους με συγκίνησαν.

Το «Άκουσέ με» πάει πολύ καλά. Το καλοκαίρι πουλήθηκε στη βρετανική εταιρεία διανομής Screenbound που εκπροσωπεί πλέον την ταινία διεθνώς. Την προηγούμενη εβδομάδα στην Αγορά του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου η ταινία πουλήθηκε σε διανομέα στη Λατινική Αμερική, ο οποίος θα τη μεταγλωττίσει στα Ισπανικά και τα Πορτογαλικά.

 

 

Πώς είναι να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα;

Είναι πολύ δύσκολο. Πρόκειται για μία μικρή κινηματογραφία που εξαρτάται από τις κρατικές επιδοτήσεις. Δεν έχουμε ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις. Δεν υπάρχουν επενδυτές που πιστεύουν ότι θα βάλουν λεφτά πάνω σε μία ταινία και θα βγάλουν από αυτήν λεφτά. Είμαστε λοιπόν αναγκασμένοι να κάνουμε σινεμά με τα λίγα κρατικά χρήματα. Είμαστε βέβαια ευγνώμονες που μας τα δίνει το κράτος, γιατί διαφορετικά δεν θα κάναμε τίποτα. Πρέπει όμως να βρεις και συμπαραγωγό. Η ταινία αυτή κόστισε 700.000 ευρώ. Μιλάμε δηλαδή για μία under the low budget παραγωγή οποιασδήποτε ευρωπαϊκής χώρας. Στη Ρουμανία για παράδειγμα μία ταινία κοστίζει πάνω από ένα εκατομμύριο. Είμαστε πολύ στρυμωγμένοι. Δεν έχουμε χρήματα ούτε για την προώθηση. Γι’ αυτό ο σκηνοθέτης μετά την ολοκλήρωσή της ταινίας τρέχει για ένα σωρό άλλα πράγματα, για τα οποία δεν θα έπρεπε να τρέχει.

 

 

Τι πιστεύετε ότι πρέπει να προσφέρει ένας δημιουργός για να φέρει κόσμο στις αίθουσες;

Να προσφέρει ένα έργο με το οποίο ο θεατής να μπορέσει να συσχετισθεί και να συγκινηθεί. Το στόρι που λέει και η πραγματικότητα που παρουσιάζει πρέπει ν’ ανάγονται σε κάτι καθολικό και πανανθρώπινο, ώστε να μπορεί ο καθένας να το εισπράξει. Αυτό νομίζω είναι που φέρνει τον κόσμο στις αίθουσες και όχι οι ιδεολογίες, οι υποδείξεις ή τα ηθικοπλαστικά μηνύματα. Μια ταινία πρέπει να προσφέρει στον θεατή ένα συναισθηματικό ταξίδι. 

Ποια είναι τα κινηματογραφικά σας σχέδια για το μέλλον;

Έχω σχεδόν τελειώσει ένα σενάριο. Είναι αντιπολεμικό. Τοποθετείται σ’ έναν φανταστικό τόπο στο πολύ κοντινό μέλλον. Το εμπνεύστηκα από την εισβολή στην Ουκρανία. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα σενάριά μου που τα δούλευα έξι εφτά χρόνια, αυτό το έγραψα πολύ γρήγορα. Τώρα το ολοκληρώνω. Το δουλεύω μ΄ έναν Άγγλο σύμβουλο σεναρίου. Θεωρώ ότι είναι ό,τι καλύτερο έχω γράψει. Είμαι πολύ κοντά στο να ξεκινήσω σύντομα την προσπάθεια χρηματοδότησης. Αν βρεθούν τα χρήματα ελπίζω μέσα στα επόμενα δύο τρία χρόνια να κάνω την ταινία. Θα είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τις δύο προηγούμενες ταινίες μου, οι οποίες και εκείνες διαφέρουν μεταξύ τους. Λες «Δεν θα κάνω και πολλές ταινίες στη ζωή μου γιατί είναι τόσο δύσκολο να γίνουν. Οπότε ας μην επαναλαμβάνομαι.»

 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.