Η Έντα Γκάμπλερ στη Vogue

«Έντα Γκάμπλερ» του Ερρίκου Ίψεν σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου

Κείμενο: Τώνια Καράογλου

 

Αν η διανομή μιας παράστασης φανερώνει ενίοτε κάτι από τη σκηνοθετική ιδέα, η επιλογή του Κωνσταντίνου Ρήγου στην «Έντα Γκάμπλερ» του να αναθέσει το ρόλο της θείας Γιούλε στην Κατερίνα Διδασκάλου δημιουργεί σίγουρα εντύπωση: η μεσόκοπη θεία του έργου, που έχει αφιερώσει τη ζωή της στη φροντίδα της κατάκοιτης αδερφής της, εδώ εκπροσωπείται από μια εντυπωσιακή γυναίκα. Η εμφάνιση, μάλιστα, του Γιάννη Τσεμπερλίδη (Τέσμαν), που φέρνει περισσότερο σε άγουρο φοιτητή παρά σε ολοκληρωμένο επιστήμονα, προσδίδει στην υπερπροστατευτική σχέση θείας-ανιψιού τη δυναμική ενός λανθάνοντα ερωτισμού, ενώ η παρουσία της Δήμητρας Ματσούκα στον κεντρικό ρόλο συμπληρώνει το (ιψενικό) τρίγωνο: ένας μάλλον αστείος, αδύναμος και σίγουρα ασουλούπωτος άνδρας ανάμεσα σε δύο «ντάμες».

enta gkampler

Εντέλει επρόκειτο για μια επιλογή που εξυπηρετούσε απλώς μια παράσταση που εξαντλήθηκε στο επίπεδο ενός editorial μόδας. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επέμβει κανείς ιδιαίτερα στο έργο, παρά την ηλικία του (έ.γ. 1890), προκείμενου να το κάνει να μιλήσει εν έτει 2015. Αν και ενταγμένο στο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής που το γέννησε, δομεί με αριστοτεχνικό τρόπο ένα πυκνό πλέγμα ανθρώπινων σχέσεων και σκιαγραφεί εξίσου αριστοτεχνικά τις ιδιοσυγκρασίες ανθρώπων που, λιγότερο ή περισσότερο, παλεύουν να ξεφύγουν από τον εγκλωβισμό που τους προκαλούν οι επιλογές, οι αδυναμίες ή τα πάθη τους. Το τι είναι ειδικά η Έντα Γκάμπλερ, ως πρόσωπο κλειδί του έργου, αλλά και καθένα από τα πρόσωπα που την περιβάλλει, αν και μπορεί να -όπως έχει άλλωστε- αναλυθεί από δεκάδες οπτικές γωνίες, αφήνει πάντως ένα ισχυρό αποτύπωμα.

Και ακριβώς επειδή έχουμε να κάνουμε με το αποτύπωμα ενός ψυχογραφήματος ανθρώπων και σχέσεων, η σκηνοθεσία οφείλει κατά κύριο λόγο να ασχοληθεί με τους ηθοποιούς/ρόλους και δευτερευόντως με το κοστούμι τους. Ακριβέστερα, περιμένει κανείς η ενδυματολογία των ηρώων να έπεται, ως εξωτερική απεικόνιση μιας εσωτερικής διαδικασίας, και όχι να λειτουργεί ως «βιτρίνα» και μάλιστα παράταιρων επιλογών. Διότι, για παράδειγμα, μπορεί να εμφανίζεις τον Τέσμαν ως «χίπστερ» και τον Λέβμποργκ (Γιάννης Στάνκογλου) ως κοστουμαρισμένο «Τζωρτζ Κλούνεϊ», αυτό όμως δεν αρκεί για να καταδειχθεί ούτε ο μεν, ο πληκτικός διανοούμενος, ούτε ο δε, ο φιλόδοξος και επιρρεπής στις αδυναμίες του συγγραφέας, από τη στιγμή που απουσιάζει η δουλειά πάνω στους ρόλους· έμειναν έτσι προσκολλημένοι σε μια και μοναδική εικόνα, ο πρώτος σε αυτή του ελαφρώς γελοίου και ο δεύτερος στου γόη. Ή δεν βοηθάς καθόλου την ούτως ή άλλως διεκπεραιωτική Κατερίνα Διδασκάλου να δείξει στο ελάχιστο επηρεασμένη από το θάνατο της αδερφής της, όταν την επανεμφανίζεις στην τελευταία πράξη με εφαρμοστό μαύρο ταγιέρ και γόβες στιλέτο!

Έντα Γκάμπλερ, σε σκηνοθεσία Κ. Ρήγου_

Γενικώς η ενδυματολογική όψη της παράστασης χαρακτηρίστηκε από ένα mix and match στοιχείων και υφών (άλλο κραυγαλέο παράδειγμα το ροζ τούλινο φόρεμα της Τέας [Βασιλική Τρουφάκου] που συμπληρώθηκε με δερμάτινο τζάκετ και κόκκινα ψηλοτάκουνα τελευταίας μόδας), που φάνηκε να αποσκοπεί στη δημιουργία («μοντέρνας») εντύπωσης – και ίσως να αντανακλά την ψευδαίσθηση πως θα μπορούσε να αναπληρώσει τη σκηνοθετική απουσία. Η μόνη επιλογή που λειτούργησε σε κάποιο αισθητικό επίπεδο ήταν το άνοιγμα και το κλείσιμο της παράστασης με την Ματσούκα/Έντα ντυμένη με χαρακτηριστικό φόρεμα εποχής (φόρος τιμής στην ηρωίδα; ένδειξη διαχρονίας;), έμεινε όμως στο επίπεδο της εικόνας.

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος φάνηκε ανεπαρκής στην καθοδήγηση των ηθοποιών του, ακόμη και στο να διαγράψει γλαφυρά την πλοκή, που δεν κλιμακώνεται μονάχα προς το φινάλε αλλά και κρύβει σε όλη του την πορεία δραματουργικές διακυμάνσεις. Ένα έργο όπου υφαίνονται ένα σωρό ορατές και αόρατες σχέσεις, κάποιες ήδη συντελεσμένες και άλλες που υπονοούνται ή προδιαγράφονται, ένα έργο όπου τα λόγια κρύβουν περισσότερα από όσα διατυπώνουν, ένα έργο όπου δεσπόζει μια ηρωίδα, μαζί θύμα και θύτης, που βιώνει μια κλιμακούμενη ασφυξία για την οποία και η ίδια ευθύνεται και από την οποία επιλέγει να αποδράσει με τον πλέον τελειωτικό τρόπο, αφέθηκε να μιληθεί από τους ηθοποιούς χωρίς τίποτα από αυτά να λαμβάνεται υπόψη – ή έστω να φαίνεται ότι λήφθηκαν υπόψη.

Έντα Γκάμπλερ, σε σκηνοθεσία Κ. Ρήγου

Ελάχιστες ήταν οι ερμηνείες που διασώθηκαν (από ένστικτο; εμπειρία; καλύτερη συγκυρία;), αυτή της Μαριέττας Σγουρδαίου στον (μικρό) ρόλο της Μπέρτε και αδιαμφισβήτητα του Ακύλλα Καραζήση ως Δικαστή Μπρακ· όχι μόνο αποδείχτηκε κυρίαρχος επί σκηνής από την αρχή ως το τέλος, αλλά παρέσυρε θετικά υπέρ του και τη Δήμητρα Ματσούκα, που λειτούργησε πολύ καλύτερα στις μεταξύ τους σκηνές. Άλλωστε, στον κομβικό ρόλο της Έντα Γκάμπλερ είναι που φάνηκε περισσότερο τρανταχτά η έλλειψη σκηνοθετικής καθοδήγησης, τόσο όσον αφορά την απόδοση της ηθοποιού όσο και την οπτική πάνω στο ρόλο. Η Δήμητρα Ματσούκα πάντως, χωρίς να πραγματοποιεί κάποια αξιοσημείωτη ερμηνεία, πέτυχε κάτι που θα πρέπει να της χρεωθεί ως προσωπικό κατόρθωμα: η σκηνική της παρουσία -κίνηση, βλέμματα, η ίδια της η αύρα- ήταν αυτή μιας γυναίκας που έχει εγκλωβισθεί στην εικόνα και τις προσδοκίες των άλλων γι’ αυτήν, υιοθετώντας τες μάλιστα ως δικές της – από αυτή την άποψη, η Δήμητρα Ματσούκα ήταν πράγματι η Έντα Γκάμπλερ.

Info: Η «Έντα Γκάμπλερ» συνεχίζει τις παραστάσεις της -κατόπιν παράτασης- μέχρι και τις 17 Μαΐου, στο Θέατρο Σημείο

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.