«Για πάντα» της Claire Kilroy: Μια συγκλονιστικά ωμή περιγραφή της νέας μητρότητας

Το βιβλίο που έχει προταθεί για το βραβείο Women's prize σε μια εξομολογητική κατάθεση μιας μητέρας προς τον γιο της, το ναυτάκι όπως τον αποκαλεί σε όλο το βιβλίο

Να σηκώσει το χέρι εκείνη που όταν έγινε μητέρα δεν έχασε έστω για λίγο τα λογικά της. Να σηκώσει το χέρι εκείνη που δεν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη σκεπτόμενη ποια είναι, τι νιώθει; Nα σηκώσει το χέρι εκείνη που δεν έκλαψε σιωπηλά κλεισμένη σε μια τουαλέτα αναζητώντας πέντε λεπτά ηρεμίας, ελευθερίας, προσωπικής απόδρασης.

«Δεν είναι η επιλόχεια κατάθλιψη. Είναι η κατάθλιψη της σκατένιας ζωής. Έχω στερηθεί τον ύπνο, έχω στερηθεί και τη σκέψη, γιατί ποτέ δεν έχω έστω και μια στιγμή για τον εαυτό μου, ούτε καν στην τουαλέτα». Σου λένε κάτι όλα αυτά; «Οι ζοφεροί μήνες του πρώτου καιρού ήταν πιο κοπιαστικοί από οτιδήποτε είχα βιώσει, από οτιδήποτε γνώριζα πως συνέβαινε ανέκαθεν στις γυναίκες, χωρίς εξαίρεση, στον δυτικό κόσμο».

Εξερευνώντας τη λαχτάρα αλλά κυρίως την αγωνία και τον πόνο της νέας μητρότητας, το πρώτο μυθιστόρημα της Claire Kilroy μετά από μια δεκαετία είναι τρυφερό, συγκλονιστικό, διόλου συναισθηματικό. Ένα βιβλίο 250 σελίδων που σηκώνει καταιγίδα συναισθημάτων μέσα σου και κάνει την καρδιά σου να χτυπάει. Μια εξομολογητική κατάθεση μιας μητέρας προς τον γιο της, το ναυτάκι όπως τον αποκαλεί σε όλο το βιβλίο. Μιας νέας μητέρας που μόλις έχει γεννηθεί και περνάει τις πρώτες της μέρες μαζί με το μωρό μέσα στους τοίχους του σπιτιού της. Μιας νέας μητέρας που δεν γνωρίζει. Μιας νέας μητέρας που στα μάτια της όλα μοιάζουν άγνωστα. Η ζωή της πια λευκό χαρτί:

«Ήταν λάθος όλα όσα νόμιζα πως ήξερα. Και να ‘μαι τώρα εδώ, διάτρητη από εσωτερικές συγκρούσεις, μια ασταθής ένωση. Τόσο καινούργια Ναυτάκι, σ’ αυτόν τον κόσμο, όσο ήσουν και εσύ».

Εκείνη δεν έχει όνομα. Δεν γνωρίζουμε πολλά και λίγα θα μάθουμε από εκείνη για τη ζωή της. Το παρελθόν της, η πρότερη ζωή της μας είναι παντελώς άγνωστα. Μόνο μια αμυδρή ιδέα για όποια υπήρξε, για ό,τι έκανε, για ό,τι ονειρεύτηκε σκιαγραφούμε από τη φαντασία μας και μόνο: «Μου λείπει η παλιά μου ζωή, όπως θα μου έλειπε ένας εραστής. Τη νοσταλγώ, ονειρεύομαι να σε παρατήσω για να μπορέσω να είμαι και πάλι μαζί της».

Είναι μια γυναίκα τσακισμένη όπως κάθε γυναίκα τις πρώτες ημέρες της μητρότητας, διαιρεμένη σε πολλά κομμάτια που διαρκώς αγωνιά για ένα μόνο πράγμα: να είναι καλά το παιδί της – και να μη χάσει τα λογικά της. Μέσα σε έναν ωκεανό βαθυστόχαστων σκέψεων αναμεμιγμένων με μια βαρετή, και θανάσιμα ψυχοφθόρα καθημερινότητα, μιλάει για την έντονη αγάπη της για τον γιο της, την στιγμή της περιπλάνησης από τις μπουγάδες, στα καθημερινά γεύματα, στις ομάδες γονέων, στις βόλτες στην παιδική χαρά, στις διαλυμένες της νύχτες.

Μας αναμεταδίδει τη ρουτίνα της, αναλογιζόμενη την παραμορφωμένη της ύπαρξη, την υπό κατάρρευση σχέση με τον σύντροφό της, τη θέση της ως γυναίκα μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο κόσμο που ο ρόλος του γονέα αποτελεί αποκλειστική φροντίδα της μητέρας παρατηρώντας και τονίζοντας με σαρκασμό τις ανισότητες της ζωής:

«Ήμουν απλώς μια γυναίκα! Πώς δεν το είχε καταλάβει αυτό πριν;» – και παρατηρεί πως ο κόσμος της εργασίας είναι «ένας τόπος ενηλίκων από τον οποίο έχω εξοριστεί». «Είμαι κουρασμένη. Είμαι μόνη. Διαπιστώνω πως είμαι βουτηγμένη στη δυσθυμία μέσα σε αυτή τη νέα ζωή. Έχω γίνει ένα άτομο που δεν επιθυμώ να είμαι, αδιάκοπα νιώθω ενοχές που δεν νιώθω αδιάκοπα ευγνωμοσύνη για την ευλογία να έχω αυτό το παιδί. Και όμως, αισθάνομαι αδιάκοπα ευγνωμοσύνη. Λατρεύω το παιδί μου. Αλλά είμαι κουρασμένη. Είμαι χαμένη».

Η Claire Kilroy μας παραδίδει μια συγκλονιστικά ωμή περιγραφή της νέας μητρότητας με αυτό το βιβλίο που έχει προταθεί για το βραβείο Women’s prize και βρίσκει την αφηγήτρια να απευθύνεται στο μωρό της, το οποίο αποκαλεί Ναυτάκι. Στις σελίδες του δεν διαβάζουμε μελιστάλακτες ιστορίες που ίσως σε ένα παράλληλο, εξωπραγματικό σύμπαν έχουν διαρρεύσει σαν φήμες μιας ευτυχισμένης μητρότητας για να απαλύνουν το άγχος των γυναικών για εκείνες τις πρώτες ημέρες και να απενοχοποιήσουν την απουσία των πατεράδων που τίποτα δεν αλλάζει στη ζωή τους:

«Μια νέα μητέρα δεν είναι γαλήνια – νευρική και φοβισμένη βρίσκεται σε κατάσταση ύψιστης επιφυλακής. Εμείς την ανακηρύσσουμε γαλήνια, για να ‘χουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Για να μπορούμε να ατενίζουμε αμέριμνα την αστραφτερή επιφάνεια, να σχολιάζουμε την ομορφιά της και να αποχωρούμε».

Στις σελίδες του διαβάζουμε ένα χείμαρρο σκέψεων, στοχασμών και ψυχικών περιπλανήσεων, μια διαρκή εσωτερική σύγκρουση που άλλοτε καταλήγει σε σοφές συμβουλές συμπεριφοράς για το παιδί της, άλλοτε σε επικρίσεις των κοινωνικών ρόλων και άλλοτε σε μια παραληρηματική εξομολόγηση αγάπης για τον γιο της.

Πρόκειται για ένα κοφτερό πνεύμα που γεννιέται από την απελπισία, ωμό από τον πόνο της απογοήτευσης και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Ένα πνεύμα ολοζώντανο που αυτοσαρκάζεται, καταρρέει και μέσα από τις στάχτες του αναγεννιέται ελπίζοντας στην άνευ όρων, παντοτινή αγάπη του γιου της.

 

 

«Σε αγαπώ. Είσαι τέλειος. Όμως εγώ δεν είμαι» – Μητρότητα τυλιγμένη στο σκοτάδι

 

Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου ξεκινούν με την απόλυτη κορύφωση της μεταγεννητικής απόγνωσης, κατά τη διάρκεια του πρώτου κοινού τους Πάσχα, όταν εκείνη παραλίγο να εγκαταλείψει το μικρό ναυτάκι σε ένα πάρκο τη Μεγάλη Παρασκευή. «Τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής, πλημμυρισμένη από ερεβώδη οργή, είδα μια κακόβουλη δύναμη να περιφέρεται στους διαδρόμους του ίδιου του σπιτιού μου».

Οι πρώτες αυτές 80 σελίδες είναι έντονες, κλειστοφοβικές, σκοτεινές και αγωνιώδεις. Η μητέρα μοιάζει παγιδευμένη μέσα σε μια καθημερινότητα στερημένη από ύπνο με το μυαλό της να σαλεύει. Είναι θυμωμένη, βαριεστημένη, θρηνεί τα νιάτα της και φαντασιώνεται ότι εγκαταλείπει το παιδί της. Το οξυγόνο της διαρκώς κάτω από το επιτρεπτό όριο ζωής για τον άνθρωπο. Αισθάνεται χαμένη από το μέγεθος των συναισθημάτων της και την ευθύνη για το παιδί της:

«Ορκίζομαι ότι κάθε γυναίκα στη θέση μου νιώθει το ίδιο», λέει. «Όλοι σπεύδουμε, σπρώχνοντας καροτσάκια για ψώνια ή οτιδήποτε άλλο, κάνοντας πως η αγάπη αυτής της τάσης είναι φυσιολογική- οικιακή, ακόμη και ότι ξέρουμε πώς να το χειριστούμε. Εγώ όμως δεν το ξέρω».

Θυμάται τον Ιησού πάνω στον Σταυρό, την Παναγία στο πλευρό του, τον απόντα πατέρα του στον ουρανό. Κάτι που ισχύει και για το Ναυτάκι. Το πρόσωπο που δεν είναι απολύτως εκεί, είναι ο σύζυγός της. Ο πατέρας του παιδιού της, ο οποίος εμφανίζεται πάντα στο τέλος ενός καθημερινού δράματος, παραπονούμενος για την απώλεια ύπνου του και τη διαρκή του αργοπορία για το γραφείο. Η συμμετοχή του μηδενική. Όταν το παιδί αρρωσταίνει, εκείνος ζητάει να του κλείσει την πόρτα, όταν παλεύει να τον ετοιμάσει για ένα αργοπορημένο ραντεβού τους, εκείνος βλέπει τηλεόραση, πολύ απλά γιατί δεν ξέρει τι να βάλει στην τσάντα με την πάνα:

«Ο άντρας μου: ο εσωτερικός εχθρός, εκείνος που με είχε διαλύσει. Από πού ήρθε αυτός ο σύζυγος που είχε βαλθεί να με αφανίσει; Παρόλο που ήταν παρών στη ζωή μου περισσότερο καιρό από ότι εσύ, τον ένιωθα προσωρινό, με τρόπο που εσύ δεν θα μπορούσες ποτέ να είσαι».

Αντ’ αυτού, ο σύζυγος παρεμβαίνει δηλώνοντας το προφανές, επισημαίνοντας πού κάνει λάθος η γυναίκα του. Το πρόβλημα είναι ότι το ξέρει και η ίδια, αλλά οι πρακτικές λύσεις είναι πιο εύκολο να ειπωθούν παρά να γίνουν. Είναι απολύτως απλό γι’ αυτόν να κρίνει την προσέγγιση της γυναίκας του -μια προσέγγιση που συχνά βρίσκει ελλιπή- αλλά πολύ πιο δύσκολο να παρέχει φροντίδα και υποστήριξη στην πράξη.

«Το να βγάλουμε πέρα τη μέρα μας ήταν το καλύτερο δυνατό, το καλύτερο που θα μπορούσε ποτέ να είναι δυνατό».

Μια μέρα συναντά έναν παλιό φίλο, και αυτές οι συναντήσεις που ακολουθούν σηματοδοτούν ένα σημείο καμπής στη ζωή της. Νιώθει ότι κάποιος την καταλαβαίνει, νιώθει στο πλευρό της ένα σύμμαχό. Το επικίνδυνο, το κακό μέσα της αρχίζει κάπως να μετατοπίζεται, ηρεμεί. Αυτός είναι ένας μπαμπάς τριών μικρών παιδιών και η στενή του συμμετοχή στη φροντίδα τους έρχεται σε αντίθεση με τον σύζυγό της που είναι σχεδόν πάντα στη δουλειά και συνήθως αφηρημένος όταν επιστρέφει στο σπίτι. Καθώς συναντιούνται τακτικά, η σχέση της με τον άνδρα στον οποίο αναφέρεται μόνο ως «ο φίλος μου» στέκεται βάλσαμο στη ζωή της.

Με το βιβλίο Για πάντα της Claire Kilroy, μπορεί να μην ταυτιστεί κανείς ολοκληρωτικά με όσα εκείνη καταθέτει. Άλλωστε όλα όσα γράφει προκύπτουν από μια υποκειμενική και βαθιά προσωπική θέαση. Ωστόσο μας παραδίδει μία από τις πλέον ακριβείς, συγκλονιστικές και συναισθηματικά τολμηρές αναπαραστάσεις που έχω ποτέ διαβάσει για τα πρωτόγνωρα και ανατρεπτικά συναισθήματα που βιώνεις όταν γίνεσαι για πρώτη φορά μητέρα – η δεύτερη είναι πολύ διαφορετική και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι η ζωή σου υπαγορεύεται από έναν τοσοδούλικο άνθρωπο.

Συχνά οι σκέψεις της μεταφέρονται στο χαρτί σαν να σχεδιάζει αφηρημένες εικόνες. Υποσυνείδητα φτιάχνει κόσμους, σμιλεύει έργα με αριστοτεχνική ακρίβεια. Καμία λέξη δεν σπαταλιέται, όλες είναι εδώ τοποθετημένες με ακρίβεια και επιδεξιότητα να προσδώσουν το επιθυμητό βάρος, να μεγιστοποιήσουν τη συναισθηματική τους δύναμη. 

Αυτό που η Kilroy καταφέρνει με έξοχο τρόπο είναι να βυθίσει τον αναγνώστη στη ζωή της νέας μητέρας, αποκαλύπτοντας τον διαρκή αγώνα της ανάμεσα στη φροντίδα του παιδιού και τις ελπίδες της για το μέλλον του, διανθίζοντας εύστοχα αυτές τις αποκαλύψεις με αναλαμπές σκοτεινού χιούμορ και λόγια απόλυτης αγάπης. Κυρίως αγάπης. Μιας αγάπης που διαρκεί για πάντα. Ακόμα και όταν η γη θα σταματήσει να γυρίζει, ακόμα και όταν ο χρόνος θα έχει σχεδόν τελειώσει. Πολύ απλά γιατί όλη αυτή η αγάπη μπορεί και πρέπει να διοχετευτεί κάπου αλλού. Η ενέργεια δεν μπορεί ποτέ να καταστραφεί. Υπάρχει στον ουρανό, στα αστέρια, στα πούλια που τραγουδούν, στις πιο σκοτεινές μαύρες τρύπες του διαστήματος.

«Δεν είχα σκεφτεί τον θάνατο, ώσπου απέκτησα εσένα. Μια πόρτα άνοιξε όταν μπήκες στη ζωή μου κι αυτή η πόρτα είναι διπλή. Ένα μωρό αποτέθηκε στην καμπύλη του χεριού μου κι ένα κρανίο στην ανοιχτή παλάμη μου, καθώς στέφθηκα μητέρα. Ιδού το βρέφος σου». «Τη μέρα που γεννήθηκες εμφανίστηκε μια πόρτα. Ένα νέο δωμάτιο στη ζωή μου. Το πιο όμορφο πράγμα του οποίου ήμουν ποτέ μέρος».

Σπαρακτικά υπέροχο και τρομακτικά αληθινό. Η Ιρλανδή Claire Kilroy «ξερνάει» τα πάντα για τη μητροτητα. Δεν αφήνει τίποτα κρυφό. Ακόμα και τα πιο σκοτεινά μυστικά της. Κάθε μια μητέρα θα βρει σίγουρα κομμάτια της. Και αν δε βρει θα απολαύσει την ανάγνωση.

Το βιβλίο «Για πάντα» της Claire Kilroy (μφρ. Κατερίνα Σχινά) κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.