Frieze Art Fair NYC

Εσύ ξέρεις πού είναι το Randall’s Island;

Μάιος 2012
Randall’s Island, Μανχάτταν, Νέα Υόρκη

Ένα πράγμα που διαρκώς με εντυπωσιάζει στη Νέα Υόρκη είναι το πώς κατά διαστήματα ξεχασμένες κι αραχνιασμένες γωνιές της πόλης ανακαλύπτονται εκ νέου, επαναπροσδιορίζονται και ανέρχονται σε καίρια σημεία πολιτιστικής δραστηριότητας. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν το Governors Island, ένα νησί 1χλμ. νότια του Μανχάτταν, το οποίο το 2009 φιλοξένησε το New Island Festival, ένα site-specific performing arts φεστιβάλ βασισμένο στα ολλανδικά πρωτότυπα De Parade και Oerol Festival. Σηματοδοτώντας την 400ή επέτειο από το πρώτο ταξίδι του Henry Hudson σε αυτό που μετέπειτα θα ονομαζόταν Νέο Άμστερνταμ (και πολύ αργότερα Νέα Υόρκη), 200 περίπου Ολλανδοί καλλιτέχνες κατασκήνωσαν στο νησί, το οποίο πλημμύρισε με περφόρμανς και κάθε λογής δρώμενα. Έκτοτε το Governors Island βρίσκεται στο επικέντρο του πολιτιστικού χάρτη και των σχεδίων ανάπλασης της πόλης.

Φέτος, ήταν η σειρά του Randall’s Island, ένα νησάκι στο ανατολικό ποτάμι ανάμεσα στο Μανχάτταν και το Κούηνς, το οποίο μέχρι πρόσφατα απουσίαζε παντελώς από το λεξιλόγιο των περισσότερων Νεϋορκέζων, αφού το επισκέπτονταν κατά κύριο λόγο ποδηλάτες και όσοι ήθελαν να παίξουν ποδόσφαιρο και μπέιζμπωλ στις αθλητικές εγκαταστάσεις της περιοχής. Από τις 4 έως 7 Μαΐου, όμως, το Randall’s Island, κατόρθωσε να γίνει το talk of the town στους καλλιτεχνικούς κύκλους (και όχι μόνο) και να προσελκύσει το κατά τ’άλλα δυσκίνητο – όταν πρόκειται για μετακινήσεις πάνω από 15 λεπτά μακριά – νεϋορκέζικο κοινό. Ο λόγος; Το Frieze Art Fair, μια από τις πιο σημαντικές διεθνείς φουάρ σύγχρονης τέχνης. Η έκθεση ιδρύθηκε το 2003 και από τότε λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στο Regent Park του Λονδίνου. Mε αφορμή τη 10η επέτειο της έκθεσης, οι ιδρυτές της (και εκδότες του περιοδικού Frieze), Amanda Sharp και Matthew Slotover, αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο υπεραντλαντικό βήμα και να την μεταφέρουν για πρώτη φορά στη μέκκα της τέχνης.

Είτε χρησιμοποιώντας τα ειδικά φέρυ ή τα κίτρινα σχολικά λεωφορεία, τα οποία είχαν στηθεί από τους διοργανωτές για να προσφέρουν δωρεάν μετακίνηση, ο επισκέπτης έφτανε με ευκολία στη νότια πλευρά του νησιού. Εκεί, το αρχιτεκτονικό γραφείο SO-IL είχε δημιουργήσει μια προσωρινή εγκατάσταση, έκτασης 250.000 τ.μ. Μόνο η τεράστια λευκή τέντα σε σχήμα φιδιού κόστισε περίπου $1,5 εκατομμύρια και ήταν σχεδιασμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να προσφέρει την απαραίτητη ευελιξία και φως για την καλύτερη δυνατή ανάδειξη των εκθεμάτων, καθώς και να συμβάλλει στην ομαλή πλοήγηση και προσανατολισμό του επισκέπτη. Πράγμα πολύ σημαντικό, καθώς το περιεχόμενό της έκθεσης ήταν τόσο μεγάλο όσο και ο χώρος που την φιλοξενούσε: 182 γκαλερί (ανάμεσά τους κι η ελληνική The Breeder), 30 χώρες, περίπου 1000 καλλιτέχνες (όπως οι Anish Κapoor, Dan Flavin, Tracey Emin, Louise Bourgeois, Cindy Sherman, Darren Almond, Barbara Kruger), 3 ειδικές ενότητες επιμελημένες από την Cecilia Alemani (Frieze Projects, Frieze Talks, Frieze Sounds), κι ένα πάρκο γλυπτών επιμελημένο από τον Tom Eccles. Σε αυτά αν προστεθούν ένα βιβλιοπωλείο, τα V.I.P lounges, μερικά από τα πιο γνωστά καφέ κι εστιατόρια της Νέας Υόρκης, η αφρόκρεμα των fashionistas και των εμπόρων τέχνης και μια άψογη διοργάνωση, το Frieze φαίνεται να μην είχε να ζηλέψει σε τίποτα τους “ανταγωνιστές” του, όπως το καταξιωμένο Αrmory Show και το νεοφερμένο NADA (The New Art Dealers Alliance).

Ακούγεται εντυπωσιακό και ήταν πράγματι – ως ένα βαθμό. Το πρόβλημα όμως με εκθέσεις και expos, όπως το Frieze, είναι ότι βασικός στόχος τους είναι η δικτύωση των γκαλερί, η αγοραπωλησία και η εμπορική βιωσιμότητα των εκθεμάτων. Μπορεί το Frieze να προωθούσε έντονα έναν μη ελιτιστικό χαρακτήρα, αλλά εγώ ως ένας απλός επισκέπτης δυσκολευόμουν να εστιάσω στα εκθέματα και να τα αντιμετωπίσω ως τέτοια, όταν η έννοια και η αίσθηση της χρηματικής συναλλαγής και του εμπορεύματος ήταν παντού γύρω μου. Η εικαστική εγκατάσταση του Nicholas Hlobo από την νοτιοαφρικάνικη Stevenson Gallery προσφερόταν για $300.000, ενώ αν τύχαινε να σου περισσεύουν $3.000, οι John Ahearn και Rigoberto Torres μπορούσαν να βάλουν το πρόσωπό σου σε γύψινο καλούπι και να δημιουργήσουν το πορτραίτο σου. Να σημειωθεί εδώ ότι το συγκεκριμένο πρότζεκτ του Αhearn, με τίτλο “South Bronx Hall of Fame”, είχε συλληφθεί για πρώτη φορά το 1979 και τότε είχε έναν καθαρά κοινωνικό (και καθόλου εμπορικό) χαρακτήρα. Ένιωθα, λοιπόν, ότι περιπλανιόμασταν όλοι σε μια λαϊκή αγορά και ψάχναμε ποιος θα βρει το πιο φρέσκο ψάρι στην καλύτερη τιμή (o Damien Hirst είχε ωραιότατες πέστροφες σε φορμαλδεΰδη για μόλις $4 εκατ. – “I Want You Too”, 1993, White Cube Gallery).

Φυσικά, το θέμα της τέχνης ως εμπόριο δεν είναι καινούριο. Όμως, αυτό το αόρατο καρτελάκι με τιμές χονδρικής/λιανικής απομυθοποιούσε την ιδαιτερότητα των εκθεμάτων, στόχευε στην εύκολη κατανάλωση και με έκανε να αναρωτιέμαι αν η τέχνη είναι αυτή που κινεί την αγορά ή η αγορά την τέχνη. Σε μια εποχή που ένας πίνακας πωλείται για σχεδόν $120 εκατομμύρια (βλ. “Η Κραυγή” του Edvard Munch), το μόνο στοίχημα που κέρδισε το Frieze για μένα είναι ότι τοποθέτησε (επιτέλους) το Randall’s Island στον χάρτη αναδεικνύοντας τις προοπτικές και τις δυνατότητές του να λειτουργήσει στο άμεσο μέλλον ως ένα ακόμη πολιτιστικό σημείο-κλειδί της Νέας Υόρκης.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.