“Ferrari” του Μάικλ Μαν: Για τις παλιές εντάσεις μην μιλάς

Το χτύπημα των χεριών. Ο old boy γράφει για τη νέα ταινία του Μάικλ Μαν με τον Άνταμ Ντράιβερ ως Έντσο Φεράρι

Δύο είναι οι βασικές μομφές που μπορεί κανείς να προσάψει στο “Ferrari”, η μία εχει να κάνει με τη σκηνοθεσία, η άλλη με το σενάριο. Δεν είναι ισοδύναμες, καθώς έχουν μεταξύ τους την εξής διαφορά: η μία είναι πολυτελείας, η άλλη αφορά τα στοιχειώδη. Η περί σκηνοθεσίας μομφή κρίνει με βάση έναν ιδιαίτερα υψηλό πήχη, το σινεμά που έκανε μέχρι μια -μακρινή πάντως πια- εποχή ο Μάικλ Μαν, η μη υπερπήδηση του οποίου εμποδίζει την ταινία να είναι μεγάλη. Αλλά για να έφτανε ως εκεί, θα έπρεπε πρώτα να περαστεί ο σεναριακός πήχης, η μη υπερπήδηση του οποίου καθιστά την ταινία στην επιεικέστερη των εκδοχών μετρίως μέτρια.

Με άλλα λόγια, μπορεί ο Μάικλ Μαν να μην είναι σκηνοθετικά στο φόρτε του, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα του “Ferrari” έγκειται στο ότι δεν καταλαβαίνεις τι βρήκε στο συγκεκριμένο σενάριο (το οποίο μάλιστα προσπαθούσε να το γυρίσει και χρόνια), τι ακριβώς ζουμί είχε στο μυαλό του ότι θα μπορούσε να βγει απο αυτό. Όχι επειδή το υλικό του δεν θα μπορούσε να βγάλει ζουμί, αλλά επειδή πρόκειται για υλικό γραμμένο, αξιολογημένο, τονισμένο και «φωτισμένο» με τέτοιον τρόπο, που ανάθεμα κι αν σε αφήνει να διακρίνεις μέσα του κάποιον τελικό δημιουργικό σκοπό.  

 

 

Βρισκόμαστε στο 1957, όλοι εκτιμούν και θαυμάζουν τις Φεράρι μεν, αλλά ο Έντσο Φεράρι ξοδεύει περισσότερα από όσα βγάζει, αφού πουλάει στην πιο εκλεκτή πελατεία παγκοσμίως και με τιμές προφανώς καθόλου ευκαταφρόνητες, λιγότερο όμως από εκατό αυτοκίνητα τον χρόνο, τη στιγμή που το πάθος του, το μυαλό του, η αφοσίωσή του είναι αλλού, όχι στο εμπορικό κομμάτι της αυτοκινητοβιομηχανίας του, αλλά στο αγωνιστικό της τμήμα, στη διαρκή βελτίωση των αγωνιστικών αυτοκινήτων, στη σημείωση ρεκόρ ταχύτητας και στην επικράτηση στα διάφορα ράλι. 

Για να βγει από τη δύσκολη οικονομική φάση και τον κίνδυνο της πτώχευσης, πρέπει να συντρέξουν τρεις παράγοντες: πρώτον, να βρει επειγόντως οικονομικό συμπαίκτη, είτε αυτός είναι στην Ιταλία ο Ανιέλι της Fiat είτε στις ΗΠΑ ο Φορντ της Ford, δεύτερον, να κερδίσει την κούρσα Mille Miglia που διασχίζει μέσα σε χίλια μίλια και σε κοινούς δρόμους το εσωτερικό της Ιταλίας και τρίτον, να συνεχίσει να έχει την υποστήριξη της συζύγου του που κατέχει το 50% της ιδιοκτησίας της επιχείρησης.

Μα γιατί να μην συνεχίσει να την έχει; Επειδή δεν είναι ότι έχει απλά εξωσυζυγικές σχέσεις, όπως θεωρεί η σύζυγός του και όπως ως έναν βαθμό επιτρέπει. Έχει στην πράξη μια δεύτερη οικογένεια και ένα δεύτερο εκτός γάμου γιο, τα οποία προσπαθεί να κρατήσει κρυφά από τη σύζυγό του. Σύζυγο με την οποία έχασαν τον πρώτο τους γιο, μόλις πέρσι και μόλις σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών. Κι αν τα βράδια πηγαίνει και κοιμάται στην άλλη γυναίκα με τον άλλο γιο, αν ζει ουσιαστικά ως δίγαμος, αν εκείνο που προτιμά και επιθυμεί είναι να χωρίσει και να ζει με την άλλη γυναίκα και τον άλλο γιο, μπορείς εύκολα να ξεφορτωθείς μια απλή σύζυγο, δεν μπορείς καθόλου εύκολα να ξεφορτωθείς μια συνεταίρο στο εργοστάσιό σου. Και τέλος αν είναι να αναγνωρίσεις ένα εκτός γάμου παιδί με το όνομά σου, είναι κάπως πιο πολύπλοκο όταν το όνομά σου είναι Φεράρι.

 

 

Τρία λοιπόν σκέλη: το εμπορικό το ξεπετάει η ταινία αρκετά εύκολα, για το σκέλος της κούρσας θα μιλήσουμε λίγο πιο κάτω, ας πάμε στο σκέλος των σχέσεων. Επιλέγεται η, τηρουμένων των αναλογιών, μάλλον εξιδανικευτική προσέγγισή τους: ο άντρας, η σύζυγος, η μάνα του άλλου παιδιού, εκθέτουν τις θέσεις τους και λες, ναι ρε παιδί μου, κάπου όλοι τις αγαθότερες των προθέσεων είχαν και κοίτα πώς τα φέρνει η ζωή καμιά φορά.

Δεν λέω ότι δεν θα μπορούσε να είναι έτσι, δεν λέω ότι υπάρχει κάποιος απαράβατος κανόνας που ορίζει ότι οι σχέσεις, τα κίνητρα, οι μεθοδεύσεις των μεγαλοαστών και μεγαλοεπιχειρηματιών, ειδικά όταν το προσωπικό συμπλέκεται με το οικονομικό, πρέπει να είναι απαραίτητα κυνικές, υπολογιστικές, χυδαίες. Αλλά είναι σαν να επιλέγεται μια προστατευτική ομπρέλα του όλοι έχουν το δίκιο τους και κανείς δεν φέρεται δολίως ή μικροπρεπώς, το οποίο, ανεξάρτητα από το πόσο αντιστοιχεί στην πραγματικότητα και αν την αποτυπώνει αυθεντικά ή την ωραιοποιεί, δεν είναι πρώτη ύλη για καλό δράμα. 

Μοναδική αξιοσημείωτη εξαίρεση η μάνα του Φεράρι, που πετάει τη μία βιτριολική ατάκα μετά την άλλη και που αν η ταινία ήταν καλύτερη, είναι βέβαιο ότι η Ντανιέλα Πιπέρνο που την υποδύεται, θα ήταν τουλάχιστον υποψήφια για Β’ ρόλο. Και γενικά οι ηθοποιοί κάνουν ό,τι μπορούν, εμένα μου άρεσε ακόμη και ο Άνταμ Ντράιβερ, αλλά τόσο η ταινία γενικότερα όσο και ο ρόλος του ειδικότερα δεν τον βοηθούσε καθόλου. Μετά τον Mαουρίτσιο Γκούτσι και τον Ρίντλεϊ Σκοτ, μετά τον Έντσο Φεράρι και τον Μάικλ Μαν, ας το ξανασκεφτεί πριν υποδυθεί μια εμβληματική προσωπικότητα της Ιταλίας αν του το προτείνει μεγάλος σκηνοθέτης τόσο σε διαδρομή όσο όμως και σε ηλικία. 

 

Και γενικότερα όμως, επειδή ο χρόνος, μέσα στις υπόλοιπες συνέπειές του, αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να παρακολουθήσουμε σινεμά ή σειρές χωρίς να τσινίσουμε, φαίνεται πια εντελώς αφύσικο να ακούς «Ιταλούς» και «Ιταλίδες» να μιλάνε μεταξύ τους αγγλικά. Και το πιο αφύσικο απ’ όλα πάει και κουμπώνει στην προφορά της Πενέλοπε Κρουζ, που κι αυτή ερμηνευτικά την ιδρώνει τη φανέλα, αλλά υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι αυτό που ακούς: Αγγλικά με ισπανική προφορά; Αγγλικά με ισπανική που μοιάζει με ιταλική; Κάτι άλλο; Τι;

Ας έρθουμε όμως στον υψηλότερο πήχη, της σκηνοθεσίας. Χωρίς να σημαίνει ότι παίρνει και πολύ κακό βαθμό, πάντως το “Ferrari” στερείται αυτή την τόσο ιδιαίτερη και ταυτοτική ατμόσφαιρα των παλαιότερων ταινιών του Μάικλ Μαν, αυτήν την τόσο χαρακτηριστική ενέργεια, την τόσο χαρακτηριστική ένταση, τον τόσο χαρακτηριστικό ηλεκτρισμό του “Heat”, του “Ιnsider”, του “Ανθρωποκυνηγού”, του «Τελευταίου των Μοϊκανών» του “Ali”, του “Collateral”, που τα παρακολουθείς και θαρρείς ότι είναι γυρισμένα μέσα σε ειδικά φορτισμένο πεδίο, με την αδρεναλίνη να ποτίζει κάθε σκηνή, να είναι ατμόσφαιρα ψυχική που βγαίνει μέσα από τους ήρωες, εκπέμπεται από το πρόσωπό τους, τη φωνή τους, τις κινήσεις τους, κατακλύζοντας τους χώρους στους οποίους κινούνται.  

 

Κι οι σκηνές των αυτοκινήτων, οι σκηνές των αγώνων; Ναι, αυτές θα ήταν εντελώς άδικο να μην τις χαρακτηρίσει κανείς ικανοποιητικές. Ωστόσο μάλλον δεν είναι και τόσο ξεχωριστές (με μια εξαίρεση) και δεύτερον ακόμα και “Drive to Survive” να έχεις δει, ίσως δεν είναι και τόσο δύσκολο, αρκούν κάπου μόνοι τους οι κινητήρες και ο ήχος των αυτοκινήτων για να σε βάλουν σε μια ένταση. Αλλά σε μια τυπική ταινία του Μάικλ Μαν η ένταση των αγώνων θα κούμπωνε με την ένταση έξω απ’ αυτούς, δεν θα έμενε περιορισμένη εκεί. Κι επίσης διεξάγεται η μεγάλη κούρσα και μπορεί να είναι ιστορικά ακριβές, αλλά όλα τα αυτοκίνητα κατακόκκινα είναι, δεν καταλαβαίνεις ποιες είναι οι Φεράρι και ποιες οι Μαζεράτι, να ανέβει λίγο το όποιο σασπένς σου. 

Υπάρχει πάντως στο “Ferrari” μια σκηνή, που φυσικά δεν θα αποκαλύψω, και η οποία προκαλεί σοκ και ξαφνιάζει και όλα. Για πολύ κακή μου τύχη έπρεπε να χτυπήσει το τηλέφωνο της κυρίας που καθόταν μπροστά μου στο σινεμά εκείνη ακριβώς τη στιγμή και έπρεπε να το απαντήσει και να πιάσει κουβεντούλα με δυνατή φωνή εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Είναι τόσο δυνατή η σκηνή που παρόλο το εξωτερικό εμπόδιο επιδρά. Και ξαφνικά προσπαθείς να πιαστείς από πάνω της, γιατί τον αγαπάς τον Μάικλ Μαν, και να πεις μπορεί να άργησε να φτάσει ως εδώ, αλλά επιτέλους εδώ είμαστε, εδώ θα έρθει μια άλλη νοηματοδότηση της ταινίας, για αυτό θα ήθελε τελικά να μιλήσει, εδώ κάπου μπορεί να αρχίσουν να βγάζουν όλα νόημα. Και – ξέρεις κάτι; – αν το καλοσκεφτείς μπορείς να το συνδέσεις γενικά με το σινεμά του. Ωραία. 

Μπα όμως. Η κυρία θα κλείσει επιτέλους το τηλέφωνο, αλλά ό,τι επακολουθήσει θα επαναφέρει την ιστορία εκεί που ήταν πριν. Εν πάση περιπτώσει, ας πιστώσουμε σε μια καθόλου ικανοποιητική ταινία μια εντελώς ξεχωριστή σκηνή, μια σκηνή στην οποία όντως ο Μάικλ Μαν υπενθυμίζει την κλάση του.

Ως εκεί όμως. Το «καθόλου ικανοποιητική» είναι το γενικό (μου) συμπέρασμα. Δεν θα αποτρέψω ποτέ και κανέναν να δει μια ταινία που δεν μου άρεσε, αλλά εκείνο που μπορώ να κάνω είναι να προτείνω να δει (εναλλακτικά, ή συγκριτικά, ή αυτόνομα) μια άλλη: το προ πενταετίας «Κόντρα σε Όλα» (“Ford v Ferrari”) του Τζέιμς Μάνγκολντ έχει μια παλιομοδίτικη σαγήνη, είναι μια ταινία που κάθε της πλάνο μαρτυρά ότι φτιάχτηκε με απόλαυση, μια απόλαυση που μεταδίδεται ατόφια, πλημμυρίζοντας τα μάτια και τα αυτιά μας.

 

 

Και αν θέλετε να δείτε κι άλλες μεγάλες ταινίες, ο Μάικλ Μαν έχει γυρίσει κάμποσες. Κάποια στιγμή ο Άνταμ Ντράιβερ χτυπάει τα χέρια του, δεν θυμάμαι αν είναι για να περιγράψει κάτι σε σχέση με τον κινητήρα, κάτι για τις κούρσες, πάντως λέει κάτι και το χτύπημα των χεριών σε ταράζει και σε επαναφέρει στον παλιό καλό κόσμο του Μάικλ Μαν. Εκεί που στο “Ιnsider” o Ράσελ Κρόου περιγράφει πώς εθίζουν τα τσιγάρα στη νικοτίνη και ο Κρίστοφερ Πλάμερ χωρίς καν να χτυπήσει τα δάχτυλά του, απλά κουνώντας τα, επικυρώνει με μια κίνηση αυτό τον εθισμό. Κι εκεί που στο “Heat” ο Πατσίνο χτυπώντας τα δάκτυλά του συνόψιζε ηχητικά ολόκληρο τον κινηματογραφικό κόσμο του δημιουργού του:

“Ι gotta hold on to my angst. I preserve it because I need it. It keeps me sharp, on the edge, where I gotta be”. 

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.