O Charles Sandison στο ελculture.gr

«Τα έργα μου τα βλέπω περισσότερο σαν κοντσέρτα, σαν περφόρμανς, παρά σαν ακριβή μετάφραση μιας ιδέας»

Η έκθεση «Frame of Reference» αποτελεί τη δεύτερη παρουσίαση της δουλειάς του καλλιτέχνη στην Ελλάδα από την γκαλερί Bernier/Eliades. O Sandison δημιουργεί έργα ιδιαίτερης ευαισθησίας με τη χρήση των λέξεων, ακολουθώντας την παράδοση της εννοιολογικής τέχνης και της Art&language. Κατασκευάζει δηλαδή προγράμματα για τον υπολογιστή τα οποία δημιουργούν εικόνες που συντίθενται από λέξεις και που προβάλλονται μέσω προτζέκτορα στους τοίχους. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μπορεί να δημιουργήσει ψηφιακά εικόνες που μπορεί να θυμίζουν από μυρμηγκοφωλιές μέχρι και τα ντελικάτα έργα του Μονέ. Οι προβολές των έργων του πραγματοποιούνται πάνω στο εσωτερικό των γκαλερί αλλά και σε εξωτερικούς και εσωτερικούς τοίχους αρχιτεκτονικών μνημείων κατακλύζοντάς τα. Με την ευκαιρία της έκθεσής του στην Αθήνα, μας παραχώρησε μια συνέντευξη κατά την ώρα της εγκατάστασης του έργου, η οποία, λόγω αυτού του γεγονότος, εξελίχθηκε σε μια καταβύθιση του καλλιτέχνη στις σκέψεις του, οπότε το τελικό κείμενο δεν έχει καν παντού τη συνηθισμένη φόρμα ερωτήσεων και αποκρίσεων.

«Κανένας δεν μπορεί να ξέρει πως θα είναι το έργο τελικά, παρά μόνο εγώ που το έχω ολοκληρωμένο στο κεφάλι μου…
Μεγάλωσα στη δεκαετία του ’70 στα βόρεια της Σκωτίας, όπου οι γονείς των φίλων μου δούλευαν είτε σε αλιευτικά, είτε σε θαλάσσιες εξέδρες άντλησης πετρελαίου, είτε στα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας. Επικρατούσε ακόμα η αίσθηση που δημιουργήθηκε μεταπολεμικά ότι ζούμε σε μια τεχνολογική εποχή κατά την οποία θα επιλυθούν όλα τα προβλήματα του ανθρώπου. Ήταν κουλ να πας το σαββατοκύριακο να επισκεφθείς το πυρηνικό εργοστάσιο και να ξεναγηθείς από τους επιστήμονες. Μεγάλωσα με επιστημονική φαντασία, το Startrek και τον Doctor Who…»

ελc: Κι όμως η δουλειά σας, παρότι δημιουργείται και αναπαράγεται με τη χρήση ψηφιακών μέσων, είναι με ένα περίεργο τρόπο γήινη.
Charles Sandison: Ναι, γιατί ταυτόχρονα με όλα όσα προανέφερα μεγάλωσα σε φάρμες, στην ύπαιθρο, όπου το αίμα και ο θάνατος και το κυνήγι και το ψάρεμα ήταν κομμάτι της καθημερινότητας. Ακόμα και τα καλοκαίρια, οι γονείς μου -που ήταν οικολόγοι- με τραβολογούσαν μαζί με τα αδέλφια μου σε βαλτότοπους για κυνήγι και ψάρεμα, και πραγματικά υπέφερα, το μισούσα. Σε ένα αποψιλωμένο μέρος, εκεί που τελειώνουν τα Highlands, όπου δεν υπάρχει ούτε ένα δέντρο και μπορούσες από τη μία να δεις τον Ατλαντικό και από την άλλη τη Βόρεια θάλασσα. Περιοχές με διάσπαρτα νεολιθικά ερείπια και με κάστρα. Λίθινοι κύκλοι και πέτρες λαξεμένες πριν από 3-4 χιλιάδες χρόνια. Οπότε ναι, από τη μία μεγάλωσα με όλη αυτή τη φουτουριστική φιλολογία για τον άνθρωπο που κατακτά το διάστημα, τη λογική και την επιστήμη, και από την άλλη σκαρφαλωμένος πάνω σε μια πλαγιά στην ύπαιθρο, προσπαθώντας για παράδειγμα να ανάψω μια φωτιά για να φάμε. Έπρεπε να είμαι πολύ πρακτικός, πραγματιστής, προσγειωμένος. Τι κάνεις όταν κάτι πάει στραβά, όταν βρίσκεσαι πάνω σε ψαροκάικο ή στην εξέδρα άντλησης πετρελαίου; Ήμουν πολύ κοντά στα στοιχεία της φύσης. Έτσι, ψυχολογικά είναι σαν να διχάστηκα ανάμεσα σε αντίθετες κατευθύνσεις. Σίγουρα, πάντως η βαρεμάρα είναι καταλυτική σ’ αυτά τα τοπία – τις περιοχές, που είναι ρομαντικά για πέντε λεπτά, και μετά όταν θες να επισκεφτείς ένα φίλο ή να πας σε μια βιβλιοθήκη χρειάζεται να ταξιδέψεις για ώρες.

ελc: Όλη αυτή η αδιάκοπη κίνηση στα έργα σας μπορεί να εξηγηθεί ως μια εμμένουσα αντίδραση στη βαρεμάρα της παιδικής ηλικίας;
Ch. S.: Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις. Δεν πήγα στη σχολή για να γίνω καλλιτέχνης που χρησιμοποιεί τα νέα μέσα. Δεν σπούδασα τέχνη και υπολογιστές. Θα ήθελα να υποστηρίξω πως ό,τι έχω κάνει είναι προϊόν προσεκτικού σχεδιασμού και αναζήτησης. Αλλά δεν είναι. Συνέβησαν τυχαία και με βρήκαν κάπως σαν καταιγίδα. Θα προτιμούσα για να είμαι ειλικρινής να ζωγραφίζω, αντί να έχω να κάνω με όλα αυτά τα καλώδια και τα προγράμματα και τους προτζέκτορες. Δεν είναι εύκολο. Αλλά ως προς την κίνηση νομίζω ότι προέρχεται γιατί αντλώ έμπνευση, κυρίως όταν κινούμαι μέσα στη φύση, στα δάση και έχω αναπτύξει τέτοια ευκολία στον προγραμματισμό, που δε χρειάζομαι υπολογιστή, και έτσι κατά τη διάρκεια αυτών των περιπάτων προγραμματίζω μέσα στο κεφάλι μου το επόμενο πρόγραμμα, το επόμενο έργο. Η κίνηση μπορεί να παρομοιαστεί με τις κινήσεις των ζωγράφων πάνω στον καμβά τους. Έχω διδαχθεί ζωγραφική και ξέρω πώς είναι. Και μπορεί να νομίζει κανείς ότι ένα πρόγραμμα πραγματοποιείται με τη λογική, αλλά σε εμένα γίνεται με το συναίσθημα. Δε χρησιμοποιώ απευθείας το δυαδικό σύστημα 0,1, είναι πολύ δύσκολο. Χρησιμοποιώ γλώσσες σαν την C++ και την Basic, που έχουν μια δική τους ποιητική διάσταση. Μια εντολή με έναν παράγοντα, όπως η A=10, στο μυαλό μου σχηματοποιείται σαν ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Κάποιες φορές μου αρέσουν αυτά τα πρόσωπα, κάποιες άλλες όχι. Φαντάζομαι ότι όλες οι περιπλοκές και οι βαρετές λεπτομέρειες της καθημερινότητας κατευθύνονται μέσα σ’ αυτά τα προγράμματα. Τα οποία είναι εικονοποιία. Μπορώ να τα δω ως εικόνες στο κεφάλι μου. Παράλληλα, έχω στο μυαλό μου την αρχιτεκτονική του χώρου στον οποίο θα παρουσιαστεί. Οπότε δε γράφω ένα πρόγραμμα εντελώς αποκομμένα από το χώρο παρουσίασής του. Μπορώ να κινήσω αυτόν το χώρο στο μυαλό μου σαν ένα τρισδιάστατο μοντέλο, όπως θα μπορούσα μέσω ενός υπολογιστή.

ελc: Είπατε ότι εμπνέεστε από τη φύση. Πώς όμως συνδέεται τελικά η φύση με το ανθρώπινο-αστικό περιβάλλον για το οποίο επί τούτου σχεδιάζετε τα έργα σας, ή πως συνδέονται οι λέξεις που χρησιμοποιείτε στα έργα σας, οι οποίες εκφράζουν συχνά ιδέες;
Ch. S.:
Υπάρχει συσχετισμός ανάμεσα σε όλα στη φύση. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο κτισμένο περιβάλλον και τη φύση; Έχει ενδιαφέρον η συζήτηση για το τι είναι φύση. Ποια διαφορά υπάρχει όταν προσγειώνομαι το βράδυ σε μια μεγαλούπολη και κατά την προσγείωση βλέπω τα φώτα της πόλης να απλώνονται, από το να περπατώ στο δάσος και να παρακολουθώ την πορεία των μυρμηγκιών που απλώνονται έξω από τη φωλιά τους; Υπάρχουν παραλληλισμοί και ομοιότητες. Κάνεις προβολές. Οι καλλιτέχνες έχουν τη δυνατότητα να κάνουν αυτούς τους ελεύθερους παραλληλισμούς, σε αντίθεση με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν πολύ αυστηρούς κανόνες. Ως καλλιτέχνης, μπορεί να ξέρεις τους κανόνες, αλλά αν είσαι ευτυχής με τη σύνδεση που έχεις κάνει ανάμεσα σε δύο πράγματα που δε σχετίζονται λογικά, είσαι εντάξει. Κανένας δε θα σου ζητήσει να το αποδείξεις. Η αξιολόγηση θα γίνει από τους ανθρώπους που ασχολούνται με την τέχνη. Βρίσκω ότι είναι ποιητικό και εγκεφαλικά συναρπαστικό το να παρακολουθείς τα μυρμήγκια να κινούνται στο δάσος. Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθείς τον κόσμο από ψηλά. Να ζεις σε μια εποχή που να μπορείς να πετάς πάνω από τα σύννεφα και να βλέπεις τον κόσμο σου από ψηλά.

ελc: Η τεχνολογία αλλάζει την ανθρωπότητα;
Ch. S.: Εντελώς. Η τεχνολογία είναι αυτή που μας κάνει να επεκτείνουμε τα φυσικά μας χαρακτηριστικά. Όταν χρησιμοποιούμε κυάλια βλέπουμε πιο μακριά, όταν χρησιμοποιούμε το τηλέφωνο η φωνή μας ακούγεται στην άλλη άκρη του πλανήτη. Δεν αποκτούμε νέες ιδιότητες, αλλά επεκτείνουμε τα φυσικά μας χαρακτηριστικά. Αυτό μας διαφοροποιεί από τα άλλα όντα του πλανήτη. Η τεχνολογική μας συμπεριφορά. Η γλώσσα η ίδια είναι μια μορφή τεχνολογίας… Η τεχνολογία με σαγηνεύει. Βέβαια πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός, να μη χρησιμοποιεί την τεχνολογία απλά για να την χρησιμοποιήσει, σαν να ήταν αυτοσκοπός. Επίσης, ένα άλλο θέμα με την τεχνολογία είναι η διάδραση. Κατά πόσο βάζεις το θεατή να επέμβει στο έργο, να το συμπληρώσει ή να το «τελειώσει». Για παράδειγμα, μπορεί να μη σταθεί στο «σωστό» μέρος ο θεατής -να βρίσκεται μπροστά στον προβολέα- και το έργο να μην ολοκληρώνεται. Εμένα δε μου φαίνεται σωστή αυτή η μεταβίβαση ευθύνης.
Τα έργα μου τα βλέπω περισσότερο σαν κοντσέρτα, σαν περφόρμανς, παρά σαν ακριβή μετάφραση μιας ιδέας. Εκείνη τη στιγμή πιστεύω ότι υπάρχει ένα σημαντικό τυφλό σημείο στον ανθρώπινο εγκέφαλο, το οποίο ως δημιουργός το εκμεταλλεύομαι για να δημιουργήσω μια αρχική τύφλωση. Κάποιοι καλλιτέχνες δείχνουν έναν καρχαρία σε ένα δοχείο, σχεδόν μυρίζεις τη σάρκα που αποσυντίθεται, είναι πολύ βίαιο. Εγώ προσπαθώ να προσεγγίσω αυτό το τυφλό σημείο του θεατή κάνοντας κάτι ευγενές, απαλό, είναι περισσότερο σαν χορός, αντί για κάτι σκληρό -σκέτης παρατήρησης- νέο εννοιολογικό- τέχνης και γλώσσας πράγμα.

«… Είχα ένα μεγάλο στούντιο, αλλά όχι πλέον. Τα καλύτερά μου έργα έχουν γίνει σε δωμάτια ξενοδοχείων ή σε αίθουσες αναμονής αεροδρομίων. Το laptop μου έγινε το στούντιό μου. Και βαριέμαι τους τετραγωνισμένους εκθεσιακούς χώρους. Ήταν τόσο απολαυστικό όταν κατάφερα να πάρω άδεια για να κάνω μια εγκατάσταση στις κατακόμβες του Παρισιού – κάποια στιγμή που ήταν κλειστές για το κοινό. Μεγάλωσα με ήρωες καλλιτέχνες της εννοιολογικής τέχνης όπως ο Lawrence Weiner και ο Joseph Kosuth της Art&language. Υπάρχει μια στιγμή όπου συνειδητοποιείς ότι ίσως και να υπάρχει θέση και για σένα με κάποιον τρόπο, πως χωράς στην ευρύτερη ιστορία. Σπούδαζα για τέσσερα χρόνια και σχεδίαζα, αλλά δεν είχα βρει τη δική μου έκφραση μέχρι που έπεσαν στα χέρια μου κάποια βιβλία για τον Weiner και τον Ed Ruscha και ξαφνικά είπα: να κάτι που αισθάνομαι. Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η εννοιολογική τέχνη. Το πρόγραμμα του υπολογιστή μου είναι το σπουδαιότερο εννοιολογικό έργο. Αν σκεφτούμε τον Sol Lewitt και τις Οδηγίες (Instractions) του για τα γραμμικά έργα του, πώς να τα φτιάξει ο καθένας, άνθρωποι που θα ακολουθήσουν τις οδηγίες και θα σχεδιάσουν τις γραμμές, και μπορεί να γίνουν λάθη και δε θα είναι ακριβώς τα ίδια έργα, ή αν επαναληφθούν αλλού η αρχιτεκτονική του χώρου και πάλι θα τα αλλάξει. Το πρόγραμμά μου στον υπολογιστή είναι η δομή, η οποία παράγεται σε ένα ξενοδοχείο, στο στούντιο, στο πάτωμα, και μετά είναι οι προτζέκτορ και όλες οι επιπλοκές, τα φώτα στην οροφή, λεπτομέρειες που μπαίνουν στη μέση, αντανακλάσεις – βρίσκεις μια κλειδαρότρυπα και από κει στέλνεις ένα ρεύμα λέξεων στο διπλανό χώρο… Τα πρώτα έργα μου ήταν πολύ συγκεκριμένα, αυστηρά συγκεκριμένα. Προσπαθούσα να βρω λέξεις που θα περιέγραφαν πολύ συγκεκριμένα ένα καθολικό σύστημα ζωής. Ζώο, άνθρωπο ή μικρόβιο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ένα σύνολο λέξεων που θα αντιστοιχούσε σε όλα. Με γοήτευε ότι ένα μάτσο φιλόσοφοι στη Σορβόννη προσπαθούσαν να μειώσουν τα ανθρώπινα συναισθήματα σε ένα σετ 10 λέξεων. Και μετά κάποιος θα τις έκανε πέντε. Ήμουν μέσα σ’ αυτή τη λογική απλούστευσης. Και σκέφτηκα ότι πριν γράψω ένα πρόγραμμα για την ανθρώπινη νοημοσύνη έπρεπε πρώτα να την προσδιορίσω. Και σκέφτηκα αντί να χρησιμοποιήσω έναν περίπλοκο τρόπο για την ανθρώπινη νοημοσύνη, να τη μειώσω στην ανθρώπινη συμπεριφορά, στα πιο απλά χαρακτηριστικά της. Τι κάνουμε; Γεννιόμαστε, τρώμε… Τότε γεννήθηκαν τα παιδιά μου. Ήταν ένα καταπληκτικό συναίσθημα το να βλέπεις να δημιουργείται μια ζωή. Ένα ακατέργαστο και γυμνό συναίσθημα. Να τα φέρνεις στο σπίτι γυρίζοντας από το μαιευτήριο. Και αφού έφτασα στα όρια της απομείωσης, αποφάσισα ότι το περισσότερο είναι περισσότερο. Αλλιώς θα τρελαινόμουνα. Δεν ήταν στη φύση μου να είμαι τόσο στείρος. Όλα ήταν αποσπασματικά. Ήταν σαν να πολεμούσα τους χώρους στους οποίους δούλευα. Σχεδόν ζητούσα να χτίσουν καινούργιους τοίχους ώστε να είναι τέλεια η προβολή. Άνθρωποι άρχιζαν να ουρλιάζουν από τις απαιτήσεις μου. Και τότε είπα ότι ok, αν εσείς πιστεύετε ότι είναι καλό, ας το αφήσουμε έτσι. Και τότε ήταν που άρχισε να με ενδιαφέρει η αρχιτεκτονική και όχι οι εκθεσιακοί χώροι. Η ιστορία των χώρων. Μερικές φορές υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στους χώρους, το χρόνο και τις λέξεις. Βέβαια άλλες φορές δεν υπάρχει καμία σχέση. Δεν προσπαθώ να διακοσμήσω τα κτίρια, ή να εικονοποιήσω την ιστορία χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες λέξεις. Δε θέλω να είναι οι λέξεις αυθόρμητες, αλλά να υπάρχει δεκτικότητα προς ότι υπάρχει στο χώρο. Έχεις να αντιμετωπίσεις διάφορες αντιξοότητες κατά την εγκατάσταση, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ότι ζεις σε ένα ατελές σύμπαν, γεγονός που το καθιστά συναρπαστικό και όμορφο.
Οπότε πλέον βλέπω τον προτζέκτορα σαν ένα φακό, ο οποίος φωτίζει τις λέξεις που υπάρχουν στους τοίχους. Καθώς μιλάμε οι λέξεις φεύγουν σαν δονήσεις, άτομα, σωματίδια, δονήσεις που φτάνουν στο τύμπανο του αυτιού σας, αλλά τι γίνονται αυτές οι λέξεις όταν δεν τις ακούς πια; Δεν εξαφανίζονται για πάντα, αλλά περιπλανώνται στον Κόσμο. Η ομιλούμενη γλώσσα μας περιβάλλει. Μιλάμε για τη γραμματική της αρχιτεκτονικής και τις αναλογίες που τις εξαρτάμε από εμάς. Ακόμα και στους καθεδρικούς, με αυτές τις τεράστιες πόρτες, οι πόρτες είναι τεράστιες για να κάνουν τον άνθρωπο να αισθάνεται μικρός. Αυτές είναι λέξεις. Υπάρχει μια γλώσσα εκεί…
Συγγνώμη γι’ αυτόν τον ορυμαγδό, αλλά είναι η στιγμή, μετά από 48 ώρες που ασχολούμαι με την εγκατάσταση, που προχωρώ και σπρώχνω τη δουλειά μου προς νέες κατευθύνσεις… Με ενθουσιάζει η διαδικασία δημιουργίας ενός έργου, αλλά μετά αισθάνομαι αμηχανία και ντροπή με τα έργα που έχω φτιάξει…»

Η έκθεση «Frame of Reference» του Charles Sandison φιλοξενείται έως τις 28 Φεβρουαρίου 2013 στην γκαλερί Bernier/Eliades, Επταχάλκου 11, Αθήνα.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Κάθε Σάββατο θα λαμβάνετε στο e-mail σας το newsletter του ελc με τις προτάσεις μας για την εβδομάδα!

Podpourri. Ιστορίες που ακούγονται

Ακολουθήστε το ελculture.gr στο Google News

το ελculture σας προσκαλεί σε εκδηλώσεις

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.